Οι διακοπές, λέει, φέτος θα είναι ανύπαρκτες για τους περισσότερους και μικρότερες για πολλούς. Το ξέρουμε όλοι και χωρίς να διαβάσουμε τη σχετική έρευνα. Είναι το προσωπικό μας παράδειγμα που το επιβεβαιώνει και τα πολλά παραδείγματα που έχουμε ο καθένας γύρω του, κοντά του και λίγο παραπέρα.
Ανύπαρκτες για κάποιους και λιγότερες για τους περισσότερους είναι και οι έξοδοι, για οπουδήποτε. Το ξέρουμε όλοι γιατί σκεφτόμαστε δυο και τρεις φορές, αν μας παίρνει να καταναλώσουμε και να πληρώσουμε για να διασκεδάσουμε ή για να αλλάξουμε παραστάσεις.
Το ρίχνουμε στα social media, σε συναντήσεις σε σπίτια, σε μορφές επικοινωνίας και εκτόνωσης που δεν έχουν σοβαρό οικονομικό κόστος. Το πρόβλημα οξύνεται όταν υπάρχουν παιδιά. Δεν περνάει το καλοκαίρι στο διαμέρισμα για τους μικρούς και τις μικρές, οπότε επιστρατεύονται, θέλοντας και όχι, παπούδες και γιαγιάδες αν βρίσκονται σε οποιαδήποτε εξοχή, ακόμη και υποτυπώδη.
Πολύ σπάνια έχει πια κίνηση στους δρόμους. Όχι γιατί βελτίωθηκαν οι δημόσιες συγκοινωνίες, αλλά γιατί η βενζίνη είναι ακριβή και οι μετακινήσεις περιορίζονται στις αναγκαίες, αν μπορείς να το αποφύγεις, θα το κάνεις.
Και μιλάμε για όσους κρατούν ακόμη το κεφάλι πάνω από το νερό, που έχουν δηλαδή δουλειά, έστω κακοπληρωμένη και με βαρύ ωράριο. Για τους άλλους δεν υπάρχει τίποτα να πει κανείς, μόνο αλληλεγγύη και σεβασμός.
Αν ελευθερία είναι πράγματι η ελευθερία να επιλέγεις, τότε χάνουμε διαρκώς βαθμούς ελευθερίας.
Ζευγάρια που θέλουν να χωρίσουν αλλά δεν μπορούν γιατί δεν υπάρχουν λεφτά για δύο σπίτια, ζευγάρια που θέλουν να ζήσουν μαζί αλλά δεν μπορούν να φύγουν από το σπίτι των γονιών τους για τους προφανείς λόγους, ένας άνεργος και ένας εργαζόμενος που συμβιώνουν με τον οίκτο, καβγάδες για τα έξοδα που δεν πέφτουν, γκρίνιες για αυτά που λείπουν, μιζέρια που απλώνεται. Παρέες που δεν θα πάνε στο νησί, φίλοι που δεν βρίσκονται και επικοινωνούν διαδικτυακά, φίλοι που χάνονται γιατί έχουν σκοτούρες, φίλοι που δεν θέλουν να ξέρεις τι κάνουν γιατί ντρέπονται.
Η συρρίκνωση των δυνατοτήτων που έχει κανείς στην καθημερινότητά του φέρνει ένα αναγκαστικό κλείσιμο, ένα ζάρωμα. Ο μικρόκοσμος γίνεται όλο και πιο μικρός, στενεύει το πέρασμα. Δεν σχεδιάζεις ταξίδια, δεν θα βγεις ούτε απόψε, δεν θα κάνεις τίποτα το σαββατοκύριακο, δεν έχεις διάθεση για συζητήσεις, δεν αντέχεις να ακούς άλλα προβλήματα, θέλεις μια καλή είδηση και δεν τη βρίσκεις, δεν βλέπεις τίποτα ευχάριστο μπροστά, δεν κάνεις και δεν σου κάνουν δώρα, δεν χαζεύεις τις βιτρίνες, δεν ξέρεις τι θα φέρει το φθινόπωρο, πόσο θα συνεχιστεί η κάθοδος. Ανησυχείς για τη δουλειά σου, αγχώνεσαι για τους λογαριασμούς, εκνευρίζεσαι με τα κλισέ για την προτεραιότητα της υγείας, αφού και αυτή πληρώνεται, δεν αντέχεις το επιχείρημα ότι υπάρχουν και χειρότερα, σαν να σου θυμίζουν ότι όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα, αναρωτιέσαι αν είναι ισχυρότερο το καλό από το κακό ή το αντίστροφο.
Κάνεις πράγματα που δεν πίστευες ποτέ ότι θα μπορούσες να υπομείνεις. Περνάς τα όριά σου στη δουλειά, περνάς στερήσεις αδιανότητες μέχρι πριν από λίγα χρόνια, μένεις ατελείωτες ώρες στο σπίτι και ίσως έχεις αρχίσει να το προσέχεις περισσότερο γιατί πια είναι το καταφύγιο και η φυλακή σου. Ποτίζεις πιο τακτικά τα λουλούδια, σηκώνεις τις τέντες για να βλέπεις μακρύτερα, ψάχνεις τα παλιά σου cd και βρίσκεις ευχάριστες εκπλήξεις, κοιτάς φωτογραφίες καταχωνιασμένες, ξεκαθαρίζεις πράγματα σε ντουλάπες και συρτάρια, πετάς άχρηστα χαρτιά στην ανακύκλωση, διαλέγεις τι περισσεύει για να το χαρίσεις και ανοίγεις βιβλία που είχαν σκονιστεί.
Η επιστροφή σε διάφορες εκδοχές του μικροαστισμού ίσως είναι το μικρότερο κακό που μπορεί να σου συμβεί σε καιρούς όπου πετιούνται στον γκρεμό όλο και περισσότεροι. Ο κίνδυνος είναι να εξελιχθεί το «μέσα» σε απόρριψη της συλλογικότητας και να ταυτιστεί η ρουτίνα με την αξιακή στάση.
Πώς ήταν το παλιό σοφό εκείνο σύνθημα των πολιτικών κρατούμενων, τα λόγια του Ζαχαριάδη; «Τρώγε το φαΐ σου, αγάπα το κελί σου, διάβαζε πολύ». Το πρώτο για να αντέξεις, το δεύτερο για να βολευτείς στον περιορισμένο σου πια κόσμο, το τρίτο για να τον ανοίξεις και να σωθείς.