Όταν ήρθα στην Αθήνα από την επαρχία ως πρωτοετής φοιτητής της Νομικής Σχολής στις αρχές της δεκαετίας του ‘60, ανάμεσα στα διάφορα ενδιαφέροντα της πρωτεύουσας που με απληστία ανακάλυπτα ήταν και ορισμένες δημόσιες απαγορεύσεις: Μην ομιλείτε στον οδηγό, Απαγορεύεται το καπνίζειν κ.τ.λ. Δυο, όμως, μου τράβηξαν περισσότερο την προσοχή: απαγορεύεται το πτύειν, σε μεταλλικές επιγραφές ακόμα και στα μεταφορικά μέσα της εποχής και το απαγορεύεται η αφισοκόλληση ή τοιχοκόλληση, δεν θυμάμαι καλά, νόμος τάδε, με μεταλλικές επιγραφές στις γωνίες των κεντρικών δρόμων της πόλης.
Το πτύειν έχει πλέον εκλείψει (τουλάχιστον ως επιγραφή), ενώ δεν ξέρω εάν έχει απομείνει καμιά από τις παλιές επιγραφές σε κανένα δρόμο της Αθήνας. Διότι, η νομοθεσία για τις αφισοκολλήσεις/τοιχοκολήσεις έχει σαφώς εκσυγχρονιστεί με νεότερους νόμους.
Βέβαια, τότε, ως φοιτητές πολιτικά ενεργοί, τέτοιες διατάξεις περί αφισοκόλλησης ουδόλως μας απασχολούσαν. Ούτε υπήρχε κάποια συνείδηση περί ρύπανσης ή σεβασμού του δημόσιου χώρου. Προείχε η προβολή της πολιτικής δραστηριότητας και η αφίσα ήταν ένα πολύ συνηθισμένο και αποτελεσματικό απεικονιστικό μέσο, ελλείψει μάλιστα της μετέπειτα παντοδύναμης τηλεοπτικής εικόνας. Έτσι, ένα βράδυ, από όσο θυμάμαι αρκετά ζεστό, μάλλον καλοκαίρι του 1966 αλλά εξίσου πιθανό πολύ κοντά στο στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967, δεν έχει και τόση σημασία, μας έλαχε (ανατέθηκε), με έναν φίλο μου από το Πολυτεχνείο, τον Δημήτρη (Τζίμη), που δεν είναι πια μαζί μας, το καθήκον της μεταμεσονύκτιας αφισοκόλλησης για κάποια πολιτική εκδήλωση, προφανώς σημαντική, που μου διαφεύγει εντελώς. Εφοδιαστήκαμε έτσι με τα απαραίτητα σύνεργα, κουβάς με ρευστή κόλλα, πινέλα και τις αφίσες και διερευνούσαμε τους χώρους στο κέντρο της Αθήνας (Σταδίου, Κολοκοτρώνη, πίσω από την παλιά Βουλή, κάπου εκεί τριγύρω). Θα πρέπει να σημειώσω ότι οι συνθήκες αστυνομοκρατίας ήταν ασφυκτικές σε βαθμό που δύσκολα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν άνευ κινδύνων συγκεντρώσεις σε ανοιχτό δημόσιο χώρο. Έτσι, εξηγείται και η παράνομη μεταμεσονύκτια επιχείρηση διαφόρων φοιτητικών συνεργείων αφισοκόλλησης, δραστηριότητα που λειτουργούσε και σαν ελκυστικό «παράνομο» αντιστάθμισμα της κατοχικής αριστερής παράδοσης επιτοίχιας συνθηματολογικής κυριαρχίας.
Μια πρώτη ανίχνευση του χώρου και οι συνεχείς περιπολίες περιπολικών της αστυνομίας μας έδωσαν να καταλάβουμε αμέσως ότι το εγχείρημα ήταν σχεδόν αδύνατο. Ήδη, λόγω του προχωρημένου της ώρας και της αραιής κίνησης στην περιοχή, είχαμε παρατηρήσει ότι μάλλον μας είχαν εντοπίσει ως υπόπτους. Πράγματι, πριν προλάβουμε να τοιχοκολλήσουμε την πρώτη αφίσα δυο περιπολικά μας εγκλώβισαν σε ένα μικρό δρομάκι και παρά την προσπάθειά μας να διαφύγουμε μας συνέλαβαν και μας οδήγησαν πάραυτα στην «Μπουμπουλίνας», στα γραφεία της Ασφάλειας, εκεί όπου σήμερα στεγάζεται το Υπουργείο Πολιτισμού. Όντας και οι δυο πολύ γνώριμοι στο διαβόητο «Σπουδαστικό» της Ασφάλειας η υποδοχή μας ήταν η «πρέπουσα» της εποχής. Φάγαμε το ξύλο της αρκούδας στα τυφλά, με μανία και μετά μας έριξαν στα υπόγεια Κρατητήρια όπου και διανυκτερεύσαμε εν μέσω άλλων προσαγωγών από μεταμεσονύκτιες επαγγελματικές δραστηριότητες.
Την επομένη το πρωί, ο δικηγόρος Νικηφόρος Μανδηλαράς (ο οποίος τον Μάιο του 1967 βρέθηκε νεκρός σε ακτή της Ρόδου, δολοφονημένος κατά πάσα πιθανότητα από τη δικτατορία, στην προφανή προσπάθειά του να διαφύγει από τη χώρα ως καταζητούμενος) εύκολα μας απελευθέρωσε, διότι αδίκημα δεν είχαμε διαπράξει.
Πρόκειται, βέβαια, για ένα ασήμαντο επεισόδιο μεταξύ άλλων χιλιάδων απείρως πιο σημαντικών πολιτικά. Δεν θα είχα κανένα λόγο να το αναφέρω μετά από τόσες δεκαετίες εάν δεν με εντυπωσίαζε η ταχύτητα με την οποία οι αστυνομικές αρχές ενήργησαν προ ολίγων ημερών συλλαμβάνοντας άτομα σε Γρεβενά, Κοζάνη και Θεσσαλονίκη. Ο λόγος ήταν οι «απειλητικές» αφίσες εναντίον βουλευτών κομμάτων, λόγω της προθυμίας τους να στηρίξουν με την ψήφο τους τη συμφωνία των Πρεσπών. Ωστόσο, καθώς συμβουλεύομαι τη σχετική ειδησεογραφία, οι κατηγορίες που απαγγέλθηκαν στους δράστες ήταν η «παράνομη» αφισοκόλληση και η παραβίαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας!!. Πάλι καλά, διότι νομίζω ότι η αφίσα ως μορφή κυκλοφορίας του Τύπου απολαμβάνει το σύνολο των συνταγματικών εγγυήσεων για την ελευθερία του Τύπου.
Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι οι διάφορες δημόσιες αρχές που προδήλως αδιαφορούν για το απερίγραπτο, βρωμερό χάλι της Αθήνας και άλλων πόλεων από την αυθαίρετη και παράνομη αφισοκόλληση και τοιχογραφία έσπευσαν να τηρήσουν το νόμο επειδή το περιεχόμενο της αφίσας αφορούσε σε βουλευτές, μολονότι τυπικά η δίωξη γίνεται για παράβαση άλλων διατάξεων.
Στην ουσία, όμως, διώκεται το περιεχόμενο, το οποίο μπορεί να είναι πολιτικά καταδικαστέο από πολλές απόψεις, διότι εκμαυλίζει έτι περαιτέρω τα πολιτικά ήθη και ρίχνει λάδι στη φωτιά της έντασης, αλλά η έκφραση πρέπει να είναι ελεύθερη.
Στις συνταγματικά οργανωμένες φιλελεύθερες δημοκρατίες με τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου όχι μόνο δεν διώκεται το φρόνημα αλλά οι ελευθερίες υπάρχουν για όσους διαφωνούν. Αλλιώς είναι άχρηστες. Διότι, κάποια υπουργός της κυβέρνησης μας είπε τις προάλλες ότι στη Σοβιετική Ένωση, την οποία προφανώς θαύμαζε, όλα ήταν τέλεια, διότι αν δεν ήσουν αντιφρονών κανένας δεν σε πείραζε. Όπως ακριβώς και επί στρατιωτικής δικτατορίας της χούντας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, δεν ξέρω σε άλλες δικτατορίες. Αν δεν τους πειράζαμε δεν μας πείραζαν. Η ησυχία και σιωπή του νεκροταφείου είναι εγγενές στοιχείο του ολοκληρωτισμού. Οι δημοκρατίες είναι θορυβώδεις.
Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι σύσσωμοι οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ έσπευσαν να μιλήσουν για «μαύρα εργαλεία», «λογικές» φαρ ουέστ, «φασισμό» και τα συναφή.
Λησμονούν, όμως, οι ίδιοι είναι εκείνοι που ήρξαντο χειρών αδίκων έχοντας προπηλακίζει τους πάντες που δεν συμφωνούσαν μαζί τους με επαίσχυντους, θρασείς και αναιδείς χαρακτηρισμούς, έχοντας ενθαρρύνει και υποδαυλίσει τη «δίκαιη βία». Ακόμα και σήμερα, όντας στην κυβέρνηση, ανέχονται μορφές ήπιας μεν αλλά πραγματικής βίας για να εξυπηρετήσουν δικές τους σκοπιμότητες σε σχέση με το «αριστερό» τους ακροατήριο.
Οι προ του 2015 αφίσες με «καταζητούμενα» πρόσωπα πολιτικών, τα φέιγ βολάν που μιλούσαν για «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» και οι κρεμάλες στις πλατείες όχι μόνο δεν τους ανησυχούσαν αλλά προκαλούσαν ηδονή. Οι δε απρέπειες και συχνά βίαιες αποδοκιμασίες κοινοβουλευτικών εκπροσώπων από τα αγριεμένα πλήθη, οι ξυλοδαρμοί πολιτικών, δημοσιογράφων και πανεπιστημιακών αποτελούσαν συνολικά «εναλλακτικό» τρόπο πολιτικής σκέψης για τους σημερινούς κυβερνώντες, που αξιοποίησαν στο μέγιστο κολακεύοντας έναν επαίσχυντο αντισυστημισμό και αντικοινοβουλευτισμό που ανενδοίαστα πλαισίωσαν οργανωτικά και ιδεολογικά.
Επομένως, όταν έχουν ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου είναι οι τελευταίοι που έχουν το δικαίωμα της διαμαρτυρίας, Διότι, αναπόφευκτα έρχεται η στιγμή του «μάχαιραν έδωκες, μάχαιραν θα λάβεις», σε έναν αέναο φαύλο κύκλο. Ας το ξανασκεφτούν κι ας μην παριστάνουν τους αθώους. Είναι γελασμένοι αν πιστεύουν ότι θα ξεχαστούν εύκολα τα όσα υπέθαλψαν και είπαν.
Η εθνική ανευθυνότητα που έδειξαν χωρίς περίσκεψη. Κι ήμαστε ακόμα στην αρχή. Δεν έχουν δει τίποτα. Έτσι είναι αυτά. Ρόδα είναι και γυρίζει. Κι από τη στιγμή που δεν μπορείς να σταματήσεις τη ρόδα όσο κι αν το θέλεις θα έρθει και η σειρά σου.
Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση ήθελαν πραγματικά να απομακρυνθούν από τέτοια φαινόμενα και να συμβάλλουν στην εδραίωση ενός ήπιου και πολιτισμένου πολιτικού κλίματος θα έπρεπε να καταδικάσουν απερίφραστα τις πρακτικές τις οποίες μετήλθαν κατά των πολιτικών τους αντιπάλων και των απλώς πολιτών, τους χυδαίους και προσβλητικούς χαρακτηρισμούς στους οποίους ασύστολα επιδόθηκαν. Να εγκαινιάσουν μια νέα πολιτική συμπεριφορά. Διότι, μόνο αυτή επιβεβαιώνει κάποια γνήσια μεταστροφή. Και οι πολίτες θα κρίνουν αν πρέπει να συγχωρήσουν ή να τιμωρήσουν παραδειγματικά για να μην ξανασυμβεί.
Όμως, ουδόλως οι κυβερνώντες το επιθυμούν. Διότι, τρέφονται από τον διχασμό. Δεν μπορούν να υπάρξουν πολιτικά χωρίς αυτόν. Χάνουν την ταυτότητά τους. Ελάχιστη εκτίμηση έχουν σε αυτό που συνεχίζουν να αποκαλούν «αστική» δημοκρατία. Ελάχιστο σεβασμό τρέφουν απέναντι στους θεσμούς του κράτους δικαίου που συστηματικά παραβιάζουν. Γι αυτό και κατασκευάζουν σκευωρίες για να διώκουν τους «εχθρούς» τους.
«Τα φαινόμενα που ζούμε είναι φαινόμενα ακραίας θεσμικής παρακμής, είναι ένα στάδιο μετά την θεσμική εκτροπή που ζήσαμε, κυρίως στο χώρο της δικαιοσύνης», δικαίως κατήγγειλε ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος από το βήμα της Βουλής την περασμένη Τετάρτη. Ήταν οικτρό το θέαμα στη Βουλή στη συζήτηση για την ψήφο εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση.
Οι αφισοκολλητές ας συνεχίσουν τη δουλειά τους, νομίμως. Εμείς μπορούμε να συζητάμε και να καταδικάζουμε το περιεχόμενο κάθε αφίσας για αισθητικούς και πολιτικούς λόγους. Αυτό, όμως, που πρωτίστως καλούμαστε να διασφαλίσουμε ως πολίτες με τη δράση και τη συμπεριφορά μας είναι συνθήκες ελεύθερης έκφρασης χωρίς υποσημειώσεις και αστερίσκους. Διαφορετικά, ξαναγυρίζουμε σε εποχές που κανένας δημοκρατικός και φιλελεύθερος πολίτης δεν θα ήθελε να ξαναζήσει.
Έτσι μούρχεται να ξαναβγώ τα μεσάνυχτα στους δρόμους για να κολλήσω (νομίμως) τις δικές μου αφίσες. «Φύγετε», «Ως εδώ», «Φτάνει», «Ξεφτίλες», «Ψεύτες», «Απατεώνες» κι ό, τι άλλο καλύτερο σκεφτώ, επιλέγοντας ορισμένες «ωραίες» συριζαίικες φατσούλες. Έτσι, για να δοκιμάσω την ετοιμότητα των αστυνομικών αρχών. Για να δούμε. Διότι, οι εκπαιδευτικοί, οι συνταξιούχοι και άλλοι τρώνε αλύπητο ξύλο από τα αριστερά ΜΑΤ και καμιά ευαίσθητη αριστερή ψυχή συγκινείται ή διαμαρτύρεται.