Αδύναμες πολιτικά κοινωνίες

Χρίστος Αλεξόπουλος 30 Ιουλ 2017

Φαίνεται, ότι η δυναμική, που αναπτύσσουν οι σύγχρονες κοινωνίες, διαμορφώνει μια πολυδιάστατη και πολύπλοκη πραγματικότητα, η οποία είναι δύσκολα διαχειρίσιμη ως προς τον σχεδιασμό της πορείας τους τουλάχιστον προς το παρόν, με αποτέλεσμα να είναι πολιτικά αδύναμες.

Δεν διαθέτουν λειτουργικά κόμματα σύμφωνα με τις σύγχρονες απαιτήσεις και ανάγκες της πραγματικότητας στη δυναμική προβολή της στο μέλλον, ενώ οι ίδιες δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως συλλογικά υποκείμενα και οι πολίτες ως ατομικά με γνώση του γίγνεσθαι από το τοπικό μέχρι το εθνικό, το ευρωπαϊκό (για τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και το παγκόσμιο επίπεδο.

Αυτές οι συνθήκες διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για την αποστασιοποίηση των πολιτών από την πολιτική και το πολιτικό σύστημα. Το παράδειγμα των γαλλικών εκλογών, με την αποχή να προσεγγίζει το 57%, πιστοποιεί με τον καλύτερο τρόπο τον υψηλό βαθμό πολιτικής αδυναμίας της γαλλικής κοινωνίας.

Η απομάκρυνση όμως από την πολιτική θέτει σε κίνδυνο το δημοκρατικό πολίτευμα, διότι επιτρέπει την μετατροπή της δημοκρατίας σε διαδικαστικό εργαλείο για την εκλογή διαχειριστών της κυβερνητικής εξουσίας, χωρίς να εκφράζεται η κοινωνική πλειοψηφία στο επίπεδο της διακυβέρνησης.

Η Γαλλία δεν είναι η εξαίρεση. Και στην Ελλάδα, αν ληφθεί υπόψη το ποσοστό του εκλογικού σώματος, που συμμετέχει στις εκλογές και η πριμοδότηση του πρώτου κόμματος με επιπλέον βουλευτικές έδρες στο πλαίσιο του εκλογικού συστήματος (ενισχυμένη αναλογική), τότε γίνεται εμφανές, ότι η χώρα κυβερνάται από πολιτικές μειοψηφίες, ενώ η κοινωνική πλειοψηφία παραμένει αδύναμη πολιτικά.

Παράλληλα οι πολιτικοί σχηματισμοί δεν διαθέτουν αξιόπιστους μηχανισμούς παραγωγής μακροπρόθεσμης πολιτικής και σχεδίασης του μέλλοντος. Γι’ αυτό η πολιτική λειτουργία σε μεγάλο βαθμό εξαντλείται στην διαχείριση κομματικής ή κυβερνητικής εξουσίας, ενώ το οικονομικό σύστημα, το οποίο κινείται υπερεθνικά χωρίς λογοδοσία και περιορισμούς ακόμη και διαθέτει δεξαμενές σκέψης και επικοινωνιακούς μηχανισμούς μαζικής εμβέλειας, μπορεί να σχεδιάζει και να ελέγχει την δυναμική της εξέλιξης.

Το πολύ αρνητικό δε είναι, ότι ακόμη και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της πλειοψηφίας των συμμετεχόντων στα κόμματα δεν εγγυώνται την ανταπόκριση στις απαιτήσεις της σύγχρονης πραγματικότητας (μεθοδολογικά εργαλεία ανάλυσης της πραγματικότητας και σχεδιασμού της μελλοντικής πορείας, μακροπρόθεσμο σχεδιασμό σε πολύ γρήγορα εξελισσόμενη πραγματικότητα στο οικονομικό, κοινωνικό, εργασιακό, πολιτισμικό κ.λ.π. πεδίο).

Αποτέλεσμα αυτών των ανεπαρκειών του πολιτικού συστήματος σε πλανητικό επίπεδο είναι η πρόκληση προβλημάτων παγκοσμίων διαστάσεων, διότι η αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδραση των κοινωνιών είναι καθοριστικοί παράγοντες της εξέλιξης στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης.

Γι’ αυτό και η αντιμετώπιση τους μπορεί να γίνει και να είναι αποτελεσματική σε ανάλογο επίπεδο. Βασική προϋπόθεση βέβαια είναι η ανάπτυξη μιας μορφής παγκόσμιας διακυβέρνησης, η οποία όμως δεν θα αναπαράγει τις σχέσεις εκμετάλλευσης του Νότου από τον Βορρά. Και αυτό δεν φαίνεται να είναι εύκολο στο πλαίσιο του ισχύοντος μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης, με το σημερινό πολιτικό σύστημα σε πλανητικό επίπεδο και τα οικονομικά συμφέροντα, που κυριαρχούν.

Μερικά παραδείγματα από την πραγματικότητα επιβεβαιώνουν την αδιέξοδη πορεία της παγκόσμιας κοινότητας.

Η εμμονή στις παραδοσιακές μορφές ενέργειας, της πυρηνικής συμπεριλαμβανομένης επίσης, παρά τις αρνητικές και επικίνδυνες επιπτώσεις σε σχέση με την προοπτική της ανθρωπότητας και του περιβάλλοντος, ενώ υπάρχουν οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας με ανταγωνιστικές οικονομικά τεχνολογίες, είναι πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το φαινόμενο της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών. Συνεχίζει να κυριαρχεί η εκμετάλλευση του Νότου από τον ανεπτυγμένο Βορρά, ενώ η κλιματική αλλαγή με τις επιπτώσεις της (ερημοποίηση καλλιεργήσιμης γης, ακραία καιρικά φαινόμενα κ.λ.π.), την οποία πρωτίστως προκαλούν με την ρύπανση του περιβάλλοντος και την εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα οι χώρες του Βορρά, συμπληρώνει τα υπόλοιπα γενεσιουργά αίτια της μετακίνησης πληθυσμών.

Και ενώ συμβαίνουν αυτά, το πολιτικό σύστημα και τα κυρίαρχα οικονομικά συμφέροντα πλειοδοτούν σε «ανθρωπιστικού» χαρακτήρα βοήθεια, η οποία δεν συμβάλλει στην επίλυση του προβλήματος και στην ανάπτυξη των χωρών του Νότου, ώστε να αντιμετωπισθούν οριστικά η πείνα και η αποσύνθεση των κοινωνιών.

Τέλος το φαινόμενο της γήρανσης των κοινωνιών σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις στο σύστημα ασφάλισης και τις αποφάσεις του πολιτικού συστήματος, οι οποίες σταδιακά οδηγούν στην φτωχοποίηση τμημάτων των κοινωνιών, επιτρέπει την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων. Αντί η ανθρώπινη οντότητα να λειτουργεί ως σημείο αναφοράς της πολιτικής, κυριαρχεί ο πολιτικός πραγματισμός, ο οποίος δεν επιλύει τα προβλήματα, αλλά υπηρετεί την λειτουργικότητα και οικονομική απόδοση των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων (π.χ. ασφαλιστικό, ιδιωτικοποίηση του τομέα της υγείας), ακόμη και αν οι άνθρωποι οδηγούνται σε αδιέξοδες συνθήκες ζωής.

Από την άλλη πλευρά οι κοινωνίες δεν λειτουργούν ως συλλογικά υποκείμενα ούτε και οι πολίτες ως πολιτικά υποκείμενα, με αποτέλεσμα να διογκώνεται η μαζοποίηση και να αυξάνεται ο βαθμός διακινδύνευσης, διότι η προσέγγιση της πραγματικότητας σε όλα τα πεδία δεν γίνεται με ορθολογισμό και κοινωνική συνείδηση αλλά με το συναίσθημα και το θυμικό με λογική κατανάλωσης, θεάματος και ατομικισμού.

Εξάλλου η πραγματικότητα είναι τόσο σύνθετη και μετασχηματίζεται με μεγάλη ταχύτητα, ώστε τα περιθώρια κατανόησης της από τον απλό πολίτη είναι πολύ μικρά, διότι ως άτομο δεν διαθέτει τα κατάλληλα μεθοδολογικά εργαλεία ούτε και τον απαραίτητο χρόνο, επειδή είναι επιβαρυμένος με πληθώρα κοινωνικών ρόλων σε ευημερούσες κοινωνίες ή με προβλήματα επιβίωσης σε χώρες, που βρίσκονται σε συνθήκες κρίσης ή υπανάπτυξης.

Η εικόνα συμπληρώνεται με την ισοπεδωτική λειτουργία του επικοινωνιακού συστήματος, το οποίο με τα πρότυπα, που διοχετεύει μαζικά στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος και της κατανάλωσης και την ανεπαρκή έως στοχευμένη ενημέρωση, διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για την οικοδόμηση μαζοποιημένων και χειραγωγούμενων κοινωνιών.

Στην Ελλάδα η πολιτική αδυναμία της κοινωνίας είναι σε ακραίο βαθμό ανεπτυγμένη, διότι πέραν των γενεσιουργών αιτίων σε πλανητικό επίπεδο η δυναμική, που αναπτύσσεται, είναι πολύ αργή έως στατική, με αποτέλεσμα να κυριαρχούν οι παθογένειες του παρελθόντος. Δυστυχώς η εμπειρική προσέγγιση της πραγματικότητας επιβεβαιώνει την προβληματική κατάσταση με πολύ ανάγλυφο τρόπο.

Κατ’ αρχήν τα κόμματα δεν καταθέτουν μακροπρόθεσμες, τεκμηριωμένες και κοστολογημένες προτάσεις για τα προβλήματα και την πορεία του τόπου στο μέλλον, ενώ δεν μπορούν να κάνουν ουσιαστικό και με περιεχόμενο διάλογο. Έχουν ειδικευθεί όμως στην στείρα αντιπαράθεση, που στοχεύει στην φθορά του ενός από τον άλλο ως ανίκανου να κυβερνήσει. Το αποτέλεσμα είναι η σταδιακή απομάκρυνση των πολιτών από την πολιτική λειτουργία και η συρρίκνωση της δημοκρατίας.

Τα αδιέξοδα της πολύ αργής κοινωνικής δυναμικής και πολιτικής αδυναμίας γίνονται αμέσως εμφανή, εάν γίνει έστω και μια απλή προσέγγιση της απεργίας των απασχολούμενων στην αποκομιδή απορριμάτων και της αντιμετώπισης της από τα κόμματα και την κοινωνία.

Η αντιπαράθεση στο πολιτικό πεδίο περιστράφηκε γύρω από την απειλή να βρεθεί ένας σημαντικός αριθμός εργαζομένων στην ανεργία, την δυσοσμία από την μη αποκομιδή των σκουπιδιών και τις επιπτώσεις στην υγεία.

Εκεί τελειώνει ο προβληματισμός. Η γενικότερη ρύπανση του περιβάλλοντος και οι επιπτώσεις της στο κλίμα και στην υγεία των ανθρώπων δεν ευαισθητοποιούν την κοινωνική πλειοψηφία και το πολιτικό σύστημα. Γι’ αυτό και δεν αντιδρά κανείς για την μη καθαρή ενέργεια, στην οποία βασίζεται η χώρα, αν και θα μπορούσε να αναπτύξει τις ΑΠΕ, διότι έχει υψηλό ηλιακό και αιολικό δυναμικό.

Τέλος η διαφθορά (φοροδιαφυγή, πελατειακό σύστημα, «φακελάκι» κ.λ.π.) σε συνδυασμό με την λογική του «αποδιοπομπαίου τράγου» αποτελούν κοινό τόπο για το πολιτικό σύστημα και την κοινωνία. Η οικονομική κρίση, που αντιμετωπίζει η χώρα, είναι πολύ καλό παράδειγμα για την στάση τόσο του πολιτικού συστήματος όσο και της κοινωνίας.

Και οι δύο «ξεχνούν» τις ευθύνες για την πορεία, η οποία οδήγησε στην κρίση (μη παραγωγική οικονομία, πελατειακό σύστημα, αναξιοκρατία, κομματισμός κ.λ.π.) και χρεώνουν τα πάντα στους «κακούς ξένους». Σίγουρα υπάρχουν ευθύνες και στους εταίρους για την ακολουθούμενη πολιτική της μονοδιάστατης αυστηρής λιτότητας.

Αυτό όμως δεν αναιρεί την αυτοκαταστροφική πορεία της χώρας μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης.

Με αυτά τα δεδομένα, εάν δεν γίνουν βαθιές τομές τόσο στο πολιτικό σύστημα σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και στον αξιακό προσανατολισμό των επιμέρους κοινωνιών της παγκόσμιας κοινότητας, η πολιτική λειτουργία θα καθίσταται όλο και πιο αδύναμη να εκφράσει το παγκόσμιο κοινωνικό συμφέρον και να διασφαλίσει προοπτική βιωσιμότητας της ανθρωπότητας.

Με πολίτες καταναλωτές, κοινωνίες ανήμπορες να λειτουργήσουν ως συλλογικά υποκείμενα και πολιτικό σύστημα ανίκανο να συμπορευθεί με την δυναμική, που δρομολογούν οι αποφάσεις του, το μέλλον θα χαρακτηρίζεται από ανισορροπίες με φορτίο διακινδύνευσης.