Η υπόθεση της παρακολούθησης των τηλεφωνικών συνομιλιών του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Ν. Ανδρουλάκη θέτει σοβαρά ζητήματα λειτουργίας του Κράτους Δικαίου, ποιότητας της Δημοκρατίας και προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών στη χώρα μας. Οι απαντήσεις που έδωσε ο Πρωθυπουργός στην τηλεοπτική παρέμβασή του θέτουν ακριβώς τα ίδια ζητήματα, αλλά πλέον ως θεσμικές και πολιτικές εκκρεμότητες, ως αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με την πολιτική ευθύνη της Κυβέρνησης. Σε διάστημα λίγων ημερών μάθαμε εμβρόντητοι -και μαζί με εμάς, το έμαθαν άπαντες σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο- ότι στη σύγχρονη ευρωπαϊκή και δημοκρατική Ελλάδα μπορεί να παρακολουθείται «νομίμως» ένας πολιτικός, ευρωβουλευτής ή Πρόεδρος κόμματος με την επίκληση λόγων «εθνικής ασφάλειας». Μια τέτοια υπόθεση-σκάνδαλο απαιτεί ουσιαστική διερεύνηση, γιατί η ίδια η πράξη της παρακολούθησης, εκτός του οριζόμενου από το άρθρο 19 παρ.1 συνταγματικού πλαισίου, είναι καταφανώς πολιτικά και ποινικά ελεγκτέα.
Η αναφορά του Πρωθυπουργού στη «νόμιμη επισύνδεση στο κινητό τηλέφωνο του Ν. Ανδρουλάκη», της οποίας η ΕΥΠ υποτίμησε την «πολιτική διάσταση» αποδεικνύει ότι όταν για τέτοια θεσμικά λάθη δεν αναλαμβάνεται συγκεκριμένη πολιτική ευθύνη, αυτά μοιραία εξελίσσονται σε μεγάλες ρωγμές για το πολιτικό σύστημα. Ποιος λόγος «εθνικής ασφάλειας» μπορεί να νομιμοποιήσει την παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνομιλιών ενός στελέχους ή αρχηγού πολιτικού κόμματος του συνταγματικού τόξου; Αν όντως ήταν «νόμιμη» η διαδικασία παρακολούθησης από την ΕΥΠ και εγκεκριμένη από την αρμόδια εισαγγελική αρχή, γιατί υποχρεούται η ΕΥΠ να αξιολογήσει την « πολιτική διάστασή» της; Αλήθεια, από τη ορθή ή λανθασμένη πολιτική αξιολόγηση της ΕΥΠ ή άλλου κυβερνητικού παράγοντα εξαρτάται η νομιμότητα της παρακολούθησης πολιτικού προσώπου σε μια δημοκρατική χώρα; Κι εφόσον συνέβη αυτό, γιατί πριν δέκα μέρες κεντρικοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι διαβεβαίωναν περί του αντιθέτου την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής; Τα αδιόρθωτα λάθη μαζί με μια αδιασάλευτη βεβαιότητα παντοδυναμίας κάνουν κακό μείγμα.
Σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα, η αποκάλυψη μιας τέτοιας υπόθεσης-σκάνδαλο θα οδηγούσε σε πολιτικό σεισμό. Στην Ελλάδα, το καθήκον της διαλεύκανσης της υπόθεσης περιέρχεται πλέον στη Δικαιοσύνη και στο Κοινοβούλιο. Η ποινική Δικαιοσύνη έχει την ευθύνη να διερευνήσει τις συνθήκες και τους λόγους «εθνικής ασφάλειας» που οδήγησαν στη «νόμιμη» παρακολούθηση του Πρόεδρου του ΠΑΣΟΚ, ώστε να σταματήσει η χειραγώγηση της κοινής γνώμης και οι συνωμοσιολογικές πλειοδοσίες. Αντίστοιχα, η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας οφείλει να εξετάσει σε βάθος τόσο την παρούσα υπόθεση όσο και ευρύτερα το ζήτημα του υπερβολικά διογκωμένου αριθμού παρακολουθήσεων πολιτών στην Ελλάδα. Πρέπει, επομένως, να αποκατασταθεί ο δημοκρατικός και δικαιοκρατικός έλεγχος στην ΕΥΠ και να διερευνηθούν οι ενδεχόμενες αυθαιρεσίες.
Εν τω μεταξύ, οι κρίσιμες πολιτικές εκκρεμότητες παραμένουν: η κανονικότητα της λειτουργίας των θεσμών δεν αποκαθίσταται με εξαγγελίες, η εμπιστοσύνη των πολιτών στην πολιτική και στους πολιτικούς συνεχίζει να κλονίζεται, η πολιτική σταθερότητα σε αυτές τις συνθήκες είναι αβέβαιη και το πλήγμα για το κύρος της χώρας, την ποιότητα της Δημοκρατίας και το σεβασμό των κανόνων Δικαίου είναι τεράστιο. Όσο αργεί η διαλεύκανση της, τόσο η σκοτεινή αυτή υπόθεση θα δηλητηριάζει το πολιτικό σύστημα και το αδιόρθωτο λάθος θα μετατρέπεται σε ένα αδιόρθωτο κακό.
Το άρθρο δημοσιεύεται στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
Πηγή: www.tanea.gr