Δεν μπορεί να εκτιμηθεί ακόμη αν οι διαπραγματεύσεις με την τρόικα ή η συνεχιζόμενη απεργία των διοικητικών υπαλλήλων στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο της Αθήνας αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα για την κυβέρνηση. Οι εξελίξεις θα δείξουν, αλλά είναι πολύ πιθανό να αποδειχθεί ότι το δεύτερο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα σήμερα. Γιατί στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα υπάρχει χώρος για ελιγμούς και μανούβρες, ενώ υπάρχει φόβος ότι το θέμα των κλειστών ΑΕΙ έχει οδηγηθεί σε αδιέξοδο που πλήττει ευθέως πολλές χιλιάδες παιδιών και οικογενειών.
Η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί είναι αποτέλεσμα της στρεβλής νοοτροπίας που επικρατούσε επί χρόνια –και συνεχίζεται– στη λειτουργία των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και παράλληλα στον δημόσιο τομέα. Ηταν και αυτά ξέφραγα αμπέλια, με καθηγητές να διορίζουν συγγενείς και φίλους, με πρυτανικές αρχές να ασκούν δήθεν διοίκηση σε αγαστή σύμπνοια με κομματικές νεολαίες, με φοιτητικές μειοψηφίες να κυριαρχούν και να επιβάλλουν τον δικό τους νόμο και με διοικητικές υπηρεσίες να υπολειτουργούν κατά το δοκούν.
Ολα αυτά υπό την ανύπαρκτη εποπτεία της εκάστοτε κυβέρνησης, που είτε έκανε ότι δεν βλέπει, είτε τα ανεχόταν και τα υπέθαλπε, είτε τέλος, τα επικύρωνε. Γιατί πολιτικοί νομιμοποιούσαν την ασυδοσία και μονιμοποιούσαν τους διορισμένους από πόρτες και παράθυρα.
Οταν ήλθε η ώρα της κρίσης, έγινε φανερό ότι θα έπρεπε να μπει κάποια τάξη και στα ΑΕΙ της χώρας, όχι μόνο για οικονομικούς λόγους. Πέρασε από τη Βουλή με τεράστια πλειοψηφία ο λεγόμενος «Νόμος Διαμαντοπούλου», αλλά όρθωσαν ανυποχώρητα το ανάστημά τους πρυτάνεις και καθηγητές, ενώ η αρμόδια πολιτική ηγεσία προτίμησε να συμβιβαστεί με το πανεπιστημιακό κατεστημένο, παρά να εφαρμόσει τον νόμο. Και όταν ήλθε η σειρά των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων να «συνεισφέρουν» στην κινητικότητα και τη διαθεσιμότητα, συνάντησε τη λυσσασμένη αντίδραση της συντεχνίας των διοικητικών υπαλλήλων, όπως διαπιστώνουν επί τρεις μήνες σχεδόν οι «όμηροι» φοιτητές και οι οικογένειές τους.
Αναμφίβολα, η πολιτική ηγεσία αποδείχθηκε ανίκανη να προετοιμάσει και να οργανώσει το έδαφος. Ενδεχομένως δεν τόλμησε επίσης. Και αναμφισβήτητα από την άλλη πλευρά, τη συντεχνία και τα καμώματά της τη στηρίζει ανοιχτά ο ΣΥΡΙΖΑ, γιατί τη χρησιμοποιεί ως πολιορκητικό κλοιό στη νέα του προσπάθεια να ανατρέψει την κυβέρνηση. Και τη στηρίζουν επίσης οι πρυτάνεις, τουλάχιστον του Καποδιστριακού και του Μετσοβίου, που επί 11 εβδομάδες πληρώνουν τους απεργούς, καθώς και πολλοί καθηγητές, ως δικά τους παιδιά.
Οπως έχουν τα πράγματα τώρα, οι διοικητικοί υπάλληλοι γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια τις δικαστικές αποφάσεις που κηρύττουν παράνομη την απεργία τους, η κυβέρνηση δεν μπορεί να διακόψει την πληρωμή τους γιατί πληρώνονται από τα πανεπιστήμια και ο υπουργός Παιδείας αρκείται να… υπόσχεται ότι θα απαιτήσει εκ των υστέρων τις αμοιβές των απεργιακών εβδομάδων.
Φυσικά, ούτε την αστυνομία –και σωστά– μπορεί να στείλει η κυβέρνηση σε έναν τέτοιο ευαίσθητο χώρο για να ανοίξει τα πανεπιστήμια, όταν είναι βέβαιο ότι καιροφυλακτούν οι δυναμικές φοιτητικές μειοψηφίες για να δημιουργήσουν συνθήκες «κόλασης». Επομένως, αδιέξοδο!