Αδιέξοδη πορεία

Χρίστος Αλεξόπουλος 12 Νοε 2017

Μπορεί η αδιέξοδη πορεία να είναι κοινός τόπος για την παγκόσμια κοινότητα, αν λάβουμε υπόψη την κατεύθυνση των πολιτικών επιλογών των επιμέρους κοινωνιών.

Από την επικίνδυνη για τις πλανητικές ισορροπίες πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής στον ενεργειακό τομέα (ολέθριες επιπτώσεις σε σχέση με το κλίμα) μέχρι την άγρια εκμετάλλευση της Αφρικανικής ηπείρου από ισχυρές χώρες (π.χ. Κίνα) και την προώθηση της κατασκευής ρομπότ-στρατιωτών στην Νότια Κορέα, ώστε να μην λειτουργεί ανασταλτικά το συναίσθημα στην θανάτωση των εχθρών, γίνεται εμφανής ο υψηλός βαθμός διακινδύνευσης, που συνεπάγεται η ανθρώπινη παρουσία και δραστηριοποίηση στον πλανήτη.

Εξαίρεση δεν θα μπορούσε να αποτελέσει και η Ελλάδα. Μόνο που η δική της πορεία έχει περισσότερο αυτοκαταστροφικά χαρακτηριστικά. Μπορεί η ακολουθούμενη πολιτική στον ενεργειακό τομέα (εκμετάλλευση κοιτασμάτων υδρογονανθράκων) να συμβάλλει στην όξυνση του προβλήματος της κλιματικής αλλαγής και στην ρύπανση του περιβάλλοντος.

Ταυτοχρόνως όμως δεν επιλύει δομικές αδυναμίες της οικονομίας της, όπως είναι η ανάπτυξη των νησιών με την αξιοποίηση της ηλιακής και αιολικής ενέργειας σε κάθε ένα από αυτά και την χρησιμοποίηση της για την αφαλάτωση, ώστε με την εξοικονόμιση ποτιστικού νερού να γίνει παραγωγικός ο πρωτογενής τομέας, να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και να μειωθεί το κόστος των γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, που καταναλώνονται στον τομέα του τουρισμού, διότι δεν θα πληρώνονται τα μεταφορικά έξοδα.

Έτσι θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για ποιοτικότερο και φθηνότερο τουρισμό, από τον οποίο ζουν πολλές νησιωτικές περιοχές. Δυστυχώς το πολιτικό σύστημα κινείται με εντελώς διαφορετική λογική, η οποία θα έχει αρνητικές προεκτάσεις σε βάθος χρόνου.

Η αδιέξοδη πορεία της Ελλάδας εδράζεται σε πολύ περισσότερα γενεσιουργά αίτια από την αδυναμία λειτουργικού πολιτικού σχεδιασμού, ο οποίος συνυπολογίζει πολλές διαστάσεις της πραγματικότητας και μάλιστα στην προβολή τους στο μέλλον.

Πολύ σημαντικό ρόλο παίζει η αδυναμία της κοινωνίας να λειτουργήσει δυναμικά και να αξιοποιήσει την ιστορική της διαδρομή ως αφετηρία για την οικοδόμηση της σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας, η οποία στηρίζεται μεν στο ιστορικό της παρελθόν, αλλά αποτελεί μετεξέλιξη του με αναφορά στις συνθήκες του παρόντος και την μελλοντική τους προοπτική.

Η απλή επίκληση των προγόνων της αρχαιότητας και της συμβολής τους στον πολιτισμό και στην πνευματική παραγωγή του ανθρώπου γενικότερα δεν τεκμηριώνει την όποια ελπίδα μπορεί να καλλιεργείται σε σχέση με το μέλλον.

Στην πράξη ο σύγχρονος πολίτης αρκείται στην εξιδανίκευση της καθαρά εγκυκλοπαιδικής προσέγγισης της ιστορίας και οικοδομεί ιδεολογήματα για τις ψευδαισθήσεις του παρόντος.

Γι’ αυτό ο χρόνος στην Ελλάδα δεν εξελίσσεται με την ταχύτητα, που επιβάλλουν οι σύγχρονες συνθήκες της παγκοσμιοποίησης και της τεχνολογικής προόδου (ιδιαιτέρως της ψηφιακής). Δεν είναι τυχαίο, ότι οι περισσότερες κοινωνικές δομές (Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις) έχουν «φολκλορικό» χαρακτήρα και συνδέονται με το παρελθόν χωρίς οργανική σχέση μαζί του.

Οι διάφοροι εθνικοτοπικοί σύλλογοι είναι το καλύτερο παράδειγμα. Με «μουσειακό» τρόπο αναπαράγουν έθιμα του παρελθόντος εξιδανικευμένα και χωρίς δυναμική σχέση με το παρόν.

Περισσότερο καλλιεργούν αναμνήσεις σε σχέση με άλλες ιστορικές περιόδους στο παρελθόν χωρίς ουσιαστική σύνδεση με τον τρόπο ζωής, που επιβάλλει η σύγχρονη πραγματικότητα.

Η ανυπαρξία όμως δυναμικών κοινωνικών δομών διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για την μετατροπή της κοινωνίας από συλλογικό υποκείμενο σε ενεργούμενο και μάλιστα πολιτικό. Το επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο ο κομματισμός, που διαπερνά τις δομές της «κοινωνίας πολιτών», οι οποίες σε πολύ μεγάλο βαθμό λειτουργούν ως προεκτάσεις των κομμάτων και με αυτό τον τρόπο συνδέονται με το «παρόν».

Ο ύψιστος βαθμός κομματισμού, βέβαια, επικρατεί στο χώρο του συνδικαλισμού, ο οποίος δεν εκφράζει το εργασιακό σε συνάρτηση με το ευρύτερα κοινωνικό συμφέρον, αλλά αυτό που θεωρεί το κόμμα λειτουργικό και μπορεί να αξιοποιήσει πολιτικά.

Αν συνυπολογισθεί δε και η προώθηση σε αξιακό επίπεδο του ατομικισμού και της ακραίας ανταγωνιστικής λογικής σε συνδυασμό με την εικονική πραγματικότητα της κοινωνίας του θεάματος, η οποία στηρίζεται στην εντύπωση, που προκαλεί ο τρόπος παρουσίασης της, τότε είναι κατανοητό, γιατί δεν αναπτύσσεται εύκολα η κοινωνική συνείδηση.

Ταυτοχρόνως ερμηνεύεται και το γεγονός, ότι η κοινωνική δικαιοσύνη, ως επαγγελία των διαφόρων πολιτικών σχηματισμών και ως αξία με ηθικό φορτίο, παραμένει μόνο στο επίπεδο των διακηρύξεων και των θεωρητικών προσεγγίσεων στο πλαίσιο του δημόσιου διάλογου, χωρίς να έχει πρακτική ισχύ.

Γι’ αυτό η διαφθορά ευδοκιμεί με διάφορες μορφές, καθώς και μερικές άλλες κοινωνικές στάσεις, οι οποίες δεν συμπορεύονται με την αξιοκρατία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το πελατειακό σύστημα, που κυριολεκτικά παραλύει την δημόσια διοίκηση με την λογική των «ημετέρων», αλλά και η συντεχνιακή λογική και η οικογενειοκρατία.

Ιδιαιτέρως η οικογενειοκρατία ευδοκιμεί  ακόμη και στο πολιτικό σύστημα. Αρκεί κάποιος να αναλογισθεί την παράδοση της «σκυτάλης» του βουλευτή από τον πατέρα στο γιό ή από τον πρωθυπουργό στον συνεχιστή του ονόματος. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Αποκτούν δε πολύ αρνητικό φορτίο, αν ληφθεί υπόψη, ότι συμμετέχουν παθητικά και οι Έλληνες πολίτες.

Η πορεία της κοινωνίας γίνεται ακόμη πιο δύσκολη και αδιέξοδη, αν συνυπολογισθούν άλλες δύο παθογένειες.

Πρώτον οι περισσότεροι πολίτες έχουν αποδεχθεί, ότι η δημοκρατική λειτουργία είναι μέσο για την εκλογή διαχειριστών της κυβερνητικής εξουσίας και όχι έκφρασης της κοινωνικής πλειοψηφίας στο επίπεδο της διακυβέρνησης της χώρας.

Κόμματα, τα οποία δεν εκφράζουν την κοινωνική πλειοψηφία κυβερνούν την χώρα, αρκεί να καταγράφουν ένα συγκεκριμένο ποσοστό (κάτω από 50%) στο πλαίσιο του εκλογικού συστήματος της ενισχυμένης αναλογικής. Αυτό γίνεται στο όνομα της «κυβερνησιμότητας» της χώρας. Παράλληλα δεν γίνεται διάλογος, ώστε μετά από συναινέσεις να εκφρασθεί η πλειοψηφία της κοινωνίας στο επίπεδο λήψης αποφάσεων, οι οποίες δεσμεύουν το σύνολο του ελληνικού λαού.

Δυστυχώς η δημοκρατία έχει εκφυλισθεί σε ένα απλό εκλογικό σύστημα για την επιλογή των κάθε φορά διαχειριστών κυβερνητικής εξουσίας.

Δεύτερον τόσο στο πολιτικό σύστημα όσο και στην κοινωνία κυριαρχεί σε μεγάλο βαθμό η λογική του «αποδιοπομπαίου τράγου». Για τα δεινά του τόπου φταίνε πάντα οι «ξένοι».

Διαπιστώνεται αδυναμία ανάληψης ευθύνης και αυτοκριτικής, με αποτέλεσμα να μην φαίνεται στον ορίζοντα η προοπτική αυτοκάθαρσης και επανεκκίνησης.

Προτιμάται πάντα ο «αποδιοπομπαίος τράγος» στο πλαίσιο της ισοπέδωσης των αιτίων, τα οποία οφείλονται στην πορεία, που ακολούθησε η χώρα στο παρελθόν με τις επιλογές της, ενώ λαμβάνεται υπόψη η στάση των «ξένων» μετά την διαπίστωση των επιπτώσεων της λανθασμένης πορείας και με γενικευτική λογική τους χρεώνονται τα πάντα και όχι αυτά, που τους αναλογούν. Μερικοί πολιτικοί ή πρόσωπα με αναγνωρισιμότητα δεν διστάζουν να προσάπτουν στους «ξένους» αρνητικούς χαρακτηρισμούς ή να καλούν το «λαό στα άρματα».

Όμως η χώρα είναι τόσο αδύναμη, που μια «μοναχική» πορεία στην σύνθετη εποχή της παγκοσμιοποίησης και της αλληλεξάρτησης των κοινωνιών θα οδηγούσε στην «περήφανη αυτοκτονία». Και αυτό είναι ανεύθυνο απέναντι στη νέα γενιά, η οποία πληρώνει τα ολέθρια λάθη του παρελθόντος, που έκανε το πολιτικό σύστημα και παθητικά αποδέχθηκε η κοινωνία.