Πολύ χαρακτηριστική της ποιότητας και των στοχεύσεων, που διαπερνούν την πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα, είναι η ανταλλαγή ανακοινώσεων μεταξύ της κυβέρνησης (ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) και της αξιωματικής αντιπολίτευσης (Νέα Δημοκρατία) με αφορμή την δήλωση του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ, πως η κατάργηση του ΕΚΑΣ ήταν «ένα σημείο ήττας στη διαπραγμάτευση» (τηλεόραση ΣΚΑΪ, 3.8.2016).
Η μία πλευρά (αντιπολίτευση) επιρρίπτει στην άλλη ανικανότητα διαπραγμάτευσης, για να εισπράξει την απάντηση, ότι «η Ν.Δ. πουλάει την υποκρισία ως κοινωνική ευαισθησία», ενώ ως κυβέρνηση υπέγραψε λευκά χαρτιά για να κάνει σήμερα «τζάμπα αντιπολίτευση στις παραλίες».
Δεν αντιλαμβάνονται, ότι αυτοαναιρούνται από το ένα μέρος και αποκαλύπτεται η ανυπαρξία σοβαρής, τεκμηριωμένης και με ακρίβεια κοστολογημένης πολιτικής πρότασης από το άλλο. Το επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης είναι στο κατώτατο όριο ανοχής και δείχνει την μεγάλη δυσκολία του πολιτικού συστήματος να προσδώσει προοπτική στην διακυβέρνηση της χώρας.
Αδυνατεί να σχεδιάσει μακροπρόθεσμα και να συζητήσει τόσο στο εσωτερικό του όσο και με την κοινωνία τις προτάσεις του για το μέλλον του τόπου. Και αυτό γίνεται σε μια περίοδο, που η δυναμική της εξέλιξης τρέχει με μεγάλη ταχύτητα, με αποτέλεσμα να αυξάνονται επικίνδυνα οι προϋποθέσεις, οι οποίες οριοθετούν τον σχεδιασμό του μέλλοντος.
Ακόμη και τα πεπραγμένα του παρελθόντος δεν επεξεργάζεται με κριτική και αυτοκριτική διάθεση για να κατανοήσει το παρόν και τις δυνατότητες για μια δυναμική και βιώσιμη πορεία προς το μέλλον. Ιδιαιτέρως μάλιστα όταν στο παρελθόν έχουν γίνει από το πολιτικό σύστημα τόσο σε εθνικό όσο και σε υπερεθνικό επίπεδο πολλές λανθασμένες και με αρνητικές επιπτώσεις για την βιωσιμότητα της χώρας και της ευρύτερης παγκόσμιας κοινότητας σε συνθήκες, οι οποίες εγγυώνται την προοπτική της ανθρώπινης οντότητας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μείωση των αποθεμάτων πόσιμου νερού, με αποτέλεσμα την παρεμβολή της τεχνολογίας με διάφορα προϊόντα, τα οποία θα υποκαταστήσουν άλλα, η παραγωγή των οποίων βασίζεται στο νερό, όπως είναι οι βαμβακερές πετσέτες. Την λειτουργία, που υπηρετούν, θα την αναλάβουν μηχανές στεγνώματος του σώματος. Και αυτό δεν θα αργήσει να γίνει. Περίπου στο δεύτερο μισό του αιώνα, που διανύουμε, θα αποτελεί στοιχείο της καθημερινότητας.
Εύλογα αναρωτιέται ο σύγχρονος πολίτης για την ποιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης σε βάθος χρόνου και τις προϋποθέσεις, που πρέπει να πληρούνται, ώστε στο μέλλον να διαμορφωθούν συνθήκες ασφάλειας και ευημερίας. Θα αντέξει το ισχύον μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης τις τεράστιες επιβαρύνσεις του μέλλοντος, από την αλλαγή του τρόπου ζωής (μηχανές στεγνώματος του ανθρώπινου σώματος) μέχρι την γενίκευση και εντατικοποίηση του φαινομένου της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών λόγω των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής (ακραία καιρικά φαινόμενα, ξηρασίες, πλημμύρες, μη καλλιεργήσιμες εκτάσεις, πείνα κ.λ.π.);
Ιδιαιτέρως για την σχεδίαση του μέλλοντος στην Ελλάδα ποιές επιλογές θα εγγυηθούν την ομαλή και αειφόρο πορεία προς αυτό; Το ελληνικό πολιτικό σύστημα ασχολείται κυρίως με τις λεκτικές «πολιτικές μαγκιές». Εξάλλου υπάρχει πάντα και «ο από μηχανής θεός». Σε αυτόν εναποθέτει τις ελπίδες, ότι θα φέρει την ελπίδα στην ελληνική κοινωνία.
Γι’ αυτό και η πολιτική αντιπαράθεση στον επικοινωνιακό τομέα καλλιεργεί την τυπική και χωρίς ουσιαστική συμμετοχή πολιτική λειτουργία των πολιτών και την εξάρτηση τους από το πολιτικό σύστημα (κόμματα και πολιτικό προσωπικό).
Αυτό «σκέπτεται και σχεδιάζει για το καλό τους». Το θέμα είναι μόνο να πεισθούν για τις «καλές προθέσεις» των πολιτικών σχηματισμών και των προσώπων, που διαγκωνίζονται για την αποδοχή των λεγομένων τους από τους πολίτες-εκλογείς.
Μόνο που η απόσταση από τις προθέσεις μέχρι την πραγματικότητα δεν καλύπτεται με πολιτικό σχεδιασμό, ο οποίος εξειδικεύεται σε προγράμματα, που στηρίζονται με επιστημονική τεκμηρίωση στη γνώση της πραγματικότητας και των επιπτώσεων της εξέλιξης στην καθημερινότητα του απλού ανθρώπου.
Η πολιτική στην Ελλάδα εξαντλεί τα όρια της στην στατική θεώρηση της πραγματικότητας.
Γι` αυτό και τα διάφορα κοινωνικά συστήματα (δημόσια διοίκηση, σύστημα ασφάλισης και υγείας κ.λ.π.) δεν αναπτύσσουν δυναμική. Ο εκσυγχρονισμός των δομών τους κινείται με πολύ χαμηλή ταχύτητα.
Αυτή η κατάσταση ακινησίας και αδυναμίας πραγματοποίησης ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων στο μοντέλο οργάνωσης της ελληνικής κοινωνίας οφείλεται σε αρκετά μεγάλο βαθμό στις παθογένειες του πολιτικού συστήματος.
Κατ` αρχήν ο εκφερόμενος λόγος στο πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης είναι γενικόλογος με ιδεοληπτικές αναφορές. Ουσιαστικά πρόκειται για παράλληλους μονόλογους, οι οποίοι δεν ακουμπούν την δυναμική της πραγματικότητας σε πλανητικό επίπεδο, η οποία έχει παγκοσμιοποιημένα χαρακτηριστικά, αλλά εξαντλούνται σε ηθικολογικά επιχειρήματα για την επίτευξη της πολιτικής τους νομιμοποίησης.
Σε αυτά βασίζουν την πάντα αρνητική αξιολόγηση των αντιπάλων, κομμάτων και προσώπων, ενώ σε αυτής της ποιότητας επιχειρήματα εδράζουν την επιδίωξη ανάληψης της ευθύνης να οδηγήσουν την κοινωνία προς το μέλλον σε συνθήκες ευημερίας.
Στο όνομα αυτών των «καλών προθέσεων» τα κόμματα, που έχουν διαχειρισθεί κυβερνητική εξουσία στο παρελθόν, φτάνουν στο σημείο να αποσιωπούν τις ευθύνες τους για την πολιτική, που εφαρμόσθηκε με αρνητικά αποτελέσματα για τον τόπο.
Με αυτά τα δεδομένα εξηγείται εύκολα η ανυπαρξία διαλόγου, ο οποίος βασίζεται σε συγκεκριμένο πολιτικό σχεδιασμό και συναινετική λογική. Όταν η πολιτική παραμένει στο επίπεδο των προθέσεων και στην έλλειψη στρατηγικής και μακροπρόθεσμου πολιτικού σχεδιασμού, εστιάζει στην εντύπωση, που μπορεί να προκαλέσει ως επικοινωνιακό προϊόν και όχι σε διεργασίες διαλόγου, τόσο στο κοινοβουλευτικό όσο και στο κοινωνικό επίπεδο, με βασικό εργαλείο τον ορθολογισμό.
Γι’ αυτό και ο εκφερόμενος πολιτικός λόγος αποσκοπεί στην επικοινωνιακή προώθηση κομματικών ή προσωπικών στοχεύσεων σε σχέση με την προοπτική διαχείρισης κυβερνητικής εξουσίας και όχι στην ανάπτυξη εποικοδομητικού διαλόγου με κατάληξη την αναζήτηση των πιο λειτουργικών επιλογών για το μέλλον της κοινωνίας και του τόπου.
Με αυτό τον τρόπο όμως η «πολιτική αντιπαράθεση» οδηγεί σε αδιέξοδα, τα οποία θα έχουν καταστροφικές προεκτάσεις. Η πραγματικότητα, που διαμορφώνουν η παγκοσμιοποίηση (ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και εργασίας), η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και η μαζική αξιοποίηση της τεχνολογίας, είναι δύσκολα διαχειρίσιμη από ένα πολιτικό σύστημα, το οποίο δεν αναπτύσσει δυναμική συμπόρευσης με την εξέλιξη, αλλά αρκείται σε πολιτική αντιπαράθεση χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Ενισχυτικά σε σχέση με την δυσκολία διαχείρισης της πραγματικότητας λειτουργεί και η διαφθορά, η οποία διαπερνά την ελληνική κοινωνία (πελατειακό σύστημα, φοροδιαφυγή, φακελάκι κ.λ.π.) και ο προσανατολισμός της στο ιστορικό της παρελθόν για την νομιμοποίηση του παρόντος. Το αποτέλεσμα βέβαια είναι η αδυναμία πραγματοποίησης των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων για την απόκτηση σύγχρονης δυναμικής.
Η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη, όταν μια κοινωνία, όπως η ελληνική, κινείται στην περιφέρεια του ευρωπαϊκού και του παγκόσμιου γίγνεσθαι. Η ανυπαρξία ενός σύγχρονου λειτουργικού πολιτικού συστήματος και ανάλογης διακυβέρνησης σταδιακά θα οδηγήσει στην πολιτισμική και αξιακή κατάρρευση και στην αποσάθρωση της κοινωνικής συνοχής.
Μια κοινωνία με αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αποτελεί εύκολο θύμα παγκόσμιας εμβέλειας φαινομένων, όπως είναι η κλιματική αλλαγή με τις καταστροφικές της επιπτώσεις και οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών
Ακόμη και η «λυτρωτική επίκληση» από κόμματα και πολιτικά πρόσωπα του «γεωπολιτικού ρόλου», που μπορεί να παίξει η χώρα λόγω θέσης και να αποκομίσει οφέλη σε διάφορους τομείς ζωτικής σημασίας, δεν υπερβαίνει τα όρια της ρήσης «παρηγοριά στον άρρωστο».
Εναλλακτικά βέβαια υπάρχει και ο πολιτικός πραγματισμός (η λογική του εφικτού), στο όνομα του οποίου σχετικά εύκολα νομιμοποιούνται οι πιο αρνητικές για την ανθρώπινη οντότητα και ευημερία πολιτικές επιλογές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πολιτική, που ακολούθησαν όλες οι κυβερνήσεις από την έναρξη της κρίσης, η οποία οδήγησε στη φτωχοποίηση ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας.
Μόνο που και αυτή η πολιτική δεν φαίνεται να ανοίγει προοπτική για την μελλοντική πορεία της χώρας. Προκαλεί την οικονομική εξαθλίωση των πολιτών και δρομολογεί την αδιέξοδη πολιτική αντιπαράθεση της καλλιέργειας ψευδαισθήσεων για το μέλλον και των αλληλοκατηγοριών σε σχέση με την αξιοπιστία και τις ικανότητες διακυβέρνησης των αντιπάλων.
Σε όλα αυτά το μόνο, που δεν ιχνηλατείται, είναι η λειτουργική και με προοπτική πολιτική. Αυτό δεν σημαίνει, ότι ήταν ορατή στο παρελθόν. Η πορεία της χώρας το επιβεβαιώνει.