Οι διεθνείς εξελίξεις λες κι έχουν βαλθεί να διαψεύσουν μια διαδεδομένη κοινοτοπία, εκείνην που θέλει τις «δημοκρατίες να μην έχουν αδιέξοδα». Υπονοείται: μέσα από τις εκλογές, ο κυρίαρχος λαός έχει πάντα τον τρόπο να βρει μια λύση. Στις μέρες μας, τις περισσότερες φορές απλώς δημιουργούνται ακόμα πιο αξεπέραστα προβλήματα.
Κατ’ εξοχήν παράδειγμα, που σίγουρα θα διδάσκεται χωρίς ποτέ να μπορεί να ερμηνευθεί, αποτελεί το βρετανικό δημοψήφισμα για την αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση: μια κατάσταση από την οποία (σχεδόν) όλοι ήταν ευχαριστημένοι –οι Βρετανοί με τα προνόμια του «μέσα» και τις εξαιρέσεις του «έξω», οι Ευρωπαίοι για τη συμβολή μιας Βρετανίας που δεν τους πολυενοχλούσε- μεταβλήθηκε, μέσω του δημοψηφίσματος, σε μια κατάσταση από την οποία όλοι είναι απογοητευμένοι ή φοβισμένοι. Με πρώτους τους «νικητές» του δημοψηφίσματος και στο ρόλο της τραγικής φιγούρας –ό,τι και να γίνει, θα ηγηθεί μιας χειρότερης ψώρας από αυτή που παρέλαβε- τη φρέσκια Βρετανίδα Πρωθυπουργό. Αλλά και μια άλλη εκλογή δημιούργησε το απόλυτο αδιέξοδο: οι Εργατικοί επανεξέλεξαν τον άνθρωπο που θέλει η βάση τους, η οποία βάση, όμως, είναι τόσο αποκομμένη από το ευρύτερο κοινωνικό σώμα –σε μια χώρα που όλα παίζονται στις αποχρώσεις κι όχι στις διακηρύξεις-, έτσι ώστε να καθίσταται σχεδόν αδύνατη οποιαδήποτε σκέψη για επικράτηση σε εθνικές εκλογές –έστω και εναντίον της φθαρμένης από το Μπρέξιτ Πρωθυπουργού.
Σε παγίδα έπεσε κι ο Ιταλός Πρωθυπουργός με το δικό του δημοψήφισμα. Θεωρητικά το ερώτημα αφορά στον εκσυγχρονισμό των θεσμών –με επίκεντρο την εξασθένιση του ρόλου της Γερουσίας και τη διευκόλυνση του νομοθετικού έργου και των μεταρρυθμίσεων-, ήδη μετατράπηκε όμως, όπως κάθε δημοψήφισμα, σε ετυμηγορία υπέρ ή κατά του Ρέντσι. Ο οποίος αν μεν χάσει, χάνεται, αν δε κερδίσει, δεν θα έχει προωθήσει, μέσα στην οχλαγωγή, το μεταρρυθμιστικό του οίστρο, αν υποθέσουμε ότι αυτός δεν είναι απλός εντυπωσιασμός της (διεθνούς κυρίως) γαλαρίας. Επιπλέον, μια τόσο σκληρή (οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πλήρη πόλωση) αναμέτρηση εκτός κανονικής εκλογικής ροής μάλλον δεν πρόκειται να συμβάλει στην επαναφορά της ηρεμίας και της ψυχραιμίας σε μια χώρα που, σε λιγότερο από δέκα χρόνια από τότε που τα δυο νομοθετικά της σώματα ψήφισαν με ποσοστό 100% υπέρ της Συνθήκης της Λισαβόνας, βλέπει την αποδοχή της Ευρώπης να βρίσκεται στο 27% και την επιθυμία για περισσότερους ελέγχους και τοίχους στα σύνορα στο 83%.
Ανάλογα ακατάλληλες για κλειστοφοβικούς αποδεικνύονται και οι επερχόμενες, κρίσιμες για όλη την ανθρωπότητα, αμερικανικές εκλογές. Ακόμα κι αν τελικά και οριακά επικρατήσει η υποψήφια της λογικής, και μόνη η αποστροφή που συνεχίζει να προκαλεί σε μεγάλες μάζες, έστω κι αν απέναντι της έχει τον από κάθε άποψη πιο απαράδεκτο διεκδικητή Προεδρίας σε οποιαδήποτε σημαντική χώρα του κόσμου, δείχνει τις βαθιές αδυναμίες του συστήματος, την εκτός ελέγχου αποκοπή της αμερικανικής δημοκρατίας από την κοινωνία και προοιωνίζεται τεράστιες δυσκολίες για τον όποιο νέο Πρόεδρο.
Και στην πατρίδα μας; Έχουν άραγε ξεπεραστεί όλα τα προβλήματα και βαδίζουμε πράγματι πλησίστιοι προς καλύτερες μέρες, όπως ισχυρίζεται ο πρωθυπουργός; Φοβούμαι πως σ’ εμάς η αίσθηση αδιεξόδου είναι πιο ασφυκτική από παντού: οι πληγές που προκάλεσε στο σώμα της δημοκρατίας αυτή η κυβέρνηση είναι μη αναστρέψιμες, ό,τι και να επιλέξει ο κυρίαρχος λαός όταν θα έρθει η ώρα του. Η κρίση τελικά, και οι πολιτικές της συνέπειες, πότισαν το δέντρο της ελληνικής Δημοκρατίας όχι μόνο με αίμα και δάκρυ αλλά κυρίως με δηλητήριο.