Το τέλμα στους εμβολιασμούς είναι δείκτης κοινωνικής ευπάθειας. Μολονότι ενέχει σημαντικούς κινδύνους για τη δημόσια υγεία δεν συνεγείρει τις συνειδήσεις. Και το χειρότερο, αντιμετωπίζεται με ελαφρότητα και επιπολαιότητα. Αντί να αφυπνίσει την εγχώρια πολιτική τάξη λειτουργεί αποπροσανατολιστικά.
Οι κυβερνώντες στρουθοκαμηλίζουν. Δείχνουν υπέρμετρη ανοχή σε ένα μείζον πρόβλημα. Αποφεύγουν να λάβουν τα απαιτούμενα μέτρα. Δικαιολογούν δε την άρνησή τους, επικαλούμενοι το ανύπαρκτο ενδεχόμενο κοινωνικής αναταραχής. Την ανήκουστη αυτή αντίληψη τη συνοδεύουν με ακατανόητες θεωρίες περί αυταρχισμού. Την ώρα που τα ποσοστά ανεμβολίαστων στη χώρα μας παραμένουν εξαιρετικά υψηλά, είναι αδιανόητο η επέκταση της υποχρεωτικότητας σε καίριους τομείς να θεωρείται ακόμη και εκτροπή.
Φαίνεται πλέον καθαρά ότι ο φόβος του πολιτικού κόστους καθορίζει τις αποφάσεις της κυβέρνησης. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί η αμφισημία της; Οι αντιφάσεις και οι παλινωδίες της είναι έντονες και πασιφανείς. Η απουσία στιβαρής και αμετάβλητης υγειονομικής στρατηγικής την ωθεί σε απαίδευτες δικαιολογίες. Ουσιαστικά, αποποιείται τον παιδαγωγικό ρόλο που οφείλει να έχει για να διαχειριστεί αποτελεσματικά τις επιπτώσεις της πανδημίας. Η αξία της πολιτικής σ’ αυτό ακριβώς συνίσταται. Διαφορετικά, γίνεται έρμαιο ενός ανερμάτιστου χυλού, ο οποίος χρόνια τώρα είναι διάχυτος στην ελληνική κοινωνία.
Άλλωστε, ο ανορθολογισμός ήταν και συνεχίζει να αποτελεί ισχυρό και διακριτό ρεύμα. Δεν αντιπαλεύεται με λογικές δύο ταχυτήτων. Ούτε με κοντόφθαλμες προσεγγίσεις. Η ανθεκτικότητά του συντηρείται από τις μεσοβέζικες και δειλές επιλογές. Η απόρριψη της υποχρεωτικότητας στους υγειονομικούς, στους εκπαιδευτικούς, στους αστυνομικούς, στην εστίαση, στους νέους, καλλιεργεί κλίμα χαλάρωσης και απαξίωσης των εμβολίων.
Οι ανεμβολίαστοι συνταξιούχοι και τα μικρά παιδιά δεν παύουν να συνθέτουν μια εκρηκτική ύλη για την περαιτέρω εξάπλωση του κορωνοϊού. Η κυβερνητική εθελοτυφλία επιτείνει τα υγειονομικά αδιέξοδα. Αφήνει περιθώρια σε όλους εκείνους που επιδεικνύουν άγνοια κινδύνου ή και ανοησία.
Το ίδιο συμβαίνει και με την άνευρη και ατελέσφορη επικοινωνιακή διαχείριση της πανδημίας. Η έλλειψη στοχευμένης στρατηγικής είναι περισσότερο από εμφανής. Ο αμφίθυμος πολιτικός λόγος λειτουργεί αποτρεπτικά στη δημιουργία ενός ενιαίου και σθεναρού μετώπου προστασίας της δημόσιας υγείας. Δεν προκαλεί μόνο ρωγμές στο κοινωνικό σώμα, αλλά απονευρώνει και τις θετικές αποφάσεις.
Την αναμφισβήτητη ασυμμετρία της κυβέρνησης ακολουθεί κατά γράμμα και η αντιπολίτευση. Στο ισοζύγιο κοινωνικό όφελος - κομματικό κέρδος, επιλέγει το δεύτερο. Επενδύει στην καταγγελτική ρητορική, αποφεύγοντας να υποστηρίξει ακόμη και την υποχρεωτικότητα σε τομείς υψηλής υγειονομικής σημασίας.
Μάλιστα, φτάνει στο σημείο να απαλλάσσει από τις ευθύνες τους ανεμβολίαστους και τους αρνητές των εμβολίων μετακυλώντας το πρόβλημα στους κυβερνώντες. Προσδοκά πολιτικά οφέλη ασκώντας μια ισοπεδωτική κριτική, μετατρέποντας την πανδημική κρίση σε πρώτη ύλη για μια άγονη, ανεπίκαιρη και αναποτελεσματική αντιπολιτευτική τακτική.
Κι όλα αυτά τη στιγμή που αποδεδειγμένα δεν εισπράττει την παραμικρή κυβερνητική φθορά. Ξεχνά κάτι σημαντικό: Η κρίση εμπιστοσύνης δεν ξεπερνιέται με διφορούμενες και απαίδευτες αντιλήψεις και πρακτικές. Η διεύρυνση της πολιτικής αξίας δεν επιτυγχάνεται όταν σε τυφλώνει το άγχος της επικράτησης ή της επιβίωσης.
Αν κάτι προκύπτει από την επιχειρούμενη προσέγγιση και αναδίφηση, είναι πως η αποτελμάτωση των εμβολιασμών δεν αντιμετωπίζεται με την κυβερνητική αβουλία και την αντιπολιτευτική ανοχή. Απεναντίας συντηρούν το ισχυρό και αδιαπέραστο τείχος της άρνησης, του ανορθολογισμού, της συνωμοσιολογίας ακόμη και της ανοησίας.