Πενήντα χρόνια μεταπολιτευτικής εξωτερικής πολιτικής, ευκαιρία για εορτασμό ή ( και) για στοχασμό;
Πενήντα ακριβώς χρόνια αυτή την εβδομάδα από την επιστροφή της δημοκρατίας στη χώρα αλλά και την “γέννηση” της σύγχρονης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η οποία πολιτική «γεννάται» ταυτόχρονα με την αποκατάσταση της δημοκρατίας καθώς μέχρι τότε δεν είχαμε εξωτερική πολιτική. Είχαμε χειρισμό “εθνικών θεμάτων”. Γεννάται όμως με ένα μείζον καταγωγικό τραύμα, την τραγωδία της Κύπρου (εισβολή, κατοχή, διχοτόμηση). Εξελίσσεται με το τραύμα αυτό πάντοτε στο υπόβαθρό της αλλά με περιεχόμενο και στόχους που έφεραν την Ελλάδα, πενήντα χρόνια μετά, στη θέση της ισχυρότερης χώρας στην περιοχή από παρίας που ήταν τότε.
Αναμφίβολα το μείζον επίτευγμα της εξωτερικής πολιτικής της μεταπολίτευσης υπήρξε η προσχώρηση της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) το 1981 και η εν συνεχεία ένταξή της στην οικονομική και νομισματική ένωση/ΟΝΕ το 2002 (με αρχιτέκτονες τους Κ. Καραμανλή και Κ. Σημίτη αντίστοιχα). Αν και ως στόχος δεν υπήρξε πολιτικά συναινετικός, σήμερα η ένταξη έχει πλέον γίνει καθολικά αποδεκτή (εξαίρεση το ΚΚΕ) ως συνθήκη για την επιβίωση του Ελληνικού έθνους. Οι ραγδαίες γεωπολιτικές ανακατατάξεις και προκλήσεις, η αποσάθρωση του διεθνούς συστήματος, πιστοποιούν την υπαρξιακή σημασία της συμμετοχής της χώρας στο μόνο πολυμερές σύστημα δημοκρατίας, ευημερίας, σταθερότητας παγκοσμίως παρά τα πολλαπλά ελλείμματά του. Η Ελλάδα δεν ήταν, πολύ περισσότερο τώρα ως μέλος της ΕΕ δεν είναι ανάδελφο έθνος. Εντός ΕΕ (και ΝΑΤΟ) βρίσκεται σε συμμαχία και συμπράττει στην οικοδόμηση ενός νέου καινοφανούς πολιτικού συστήματος διαμοιρασμού κυριαρχίας με παγκόσμια αντίστιξη. Το γεγονός δε ότι πέτυχε να φέρει εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης την Κύπρο (2004) ως πλήρες μέλος παρά το πολιτικό της πρόβλημα (κυπριακό) αποτελεί δηλωτικό στοιχείο των δυνατοτήτων άσκησης επιρροής και δύναμης που μια σχετικά μικρότερη χώρα μέλος έχει με διαπραγματευτικό σχέδιο και συμμαχίες. Με τη συμμετοχή της στην Ένωση η Ελλάδα απάντησε τελεσίδικα και θεσμικά στο ερώτημα του «πού ανήκει», Δύση ή Ανατολή, απελευθερώθηκε από ασύμμετρες εξαρτήσεις, ενώ ταυτόχρονα προώθησε ένα νέο πρότυπο σχέσεων με τις χώρες της περιοχής αλλά και με ΗΠΑ, Κίνα, κλπ.
Ωστόσο, η πεντηκονταετία της εξωτερικής πολιτικής καταγράφει ορισμένες σημαντικές αδυναμίες και ελλείμματα που με ένα διαφορετικό σχεδιασμό, βούληση και διαπραγματευτική προσέγγιση θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Ειδικότερα στα πενήντα χρόνια η εξωτερική μας πολιτική απέτυχε στη δίκαιη επίλυση των δύο κεντρικών προβλημάτων, της Ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης και του Κυπριακού. Και η αναφορά στο «απέτυχε» υποδηλοί ότι υπήρξαν ορισμένες ρεαλιστικές ευκαιρίες/ δυνατότητες για τη δίκαιη επίλυση και ήταν η Ελληνική πλευρά η οποία απεμπόλησε ευκαιρίες (και ευθύνη). Στην περίπτωση της Ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης το 2004 με την εγκατάλειψη των ρυθμίσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι (1999). Ενώ για το Κυπριακό με την καταψήφιση του σχεδίου ΟΗΕ/ Αννάν (2004) και το ναυάγιο της διάσκεψης του Κραν Μοντανά (2017), και στις δύο περιπτώσεις με ενθάρρυνση/ευθύνη της Αθήνας. Ως αποτέλεσμα των αποτυχιών αυτών, τα δύο αυτά κεντρικά προβλήματα παραμένουν στην ατζέντα αλλά με δυσμενέστερους όρους επίλυσης. Και ενώ για την Ελληνοτουρκική αντιπαράθεση διαφαίνεται μια νέα προοπτική μετά την ύφεση των τελευταίων μηνών (Διακήρυξη Αθηνών, κλπ.), οι προοπτικές δίκαιης επίλυσης του Κυπριακού έχουν απομακρυνθεί δραματικά. (Για όλα αυτά βλέπε Π.Κ. Ιωακειμίδης, «Επιτεύγματα και Στρατηγικά Λάθη της Εξωτερικής Πολιτικής της Μεταπολίτευσης», εκδόσεις Θεμέλιο).
. Ο Σαίξπηρ στον Ιούλιο Καίσαρα λέγει ότι στις ανθρώπινες υποθέσεις υπάρχει πάντοτε μια ευκαιρία και αλλοίμονο αν χαθεί...
Επομένως, εορτασμός αλλά και βαθύς αναστοχασμός .
Πηγή: www.tanea.gr