Έκανε ζέστη εκείνο το βράδυ της 5ης Ιουλίου 2015, αλλά αυτό ήταν το τελευταίο που ενοχλούσε τους κορδακιζόμενους οπαδούς στην κεντρική πλατεία της χώρας.
Το ΟΧΙ που τους είχε ζητήσει ο ηγέτης τους είχε συγκεντρώσει στην κάλπη το 61,31%.
Αυτό το ΟΧΙ έτριβαν τώρα, με αλαλαγμούς χαράς και αίσχιστα συνθήματα στα μούτρα των οπαδών του ΝΑΙ, που περιορίσθηκε σε ένα 38,69%.
Επιτέλους.
Είχαν καταλύσει την δική τους Βαστίλη και κανείς κουτόφραγκος δεν μπορούσε να αγνοήσει την λαϊκή βούληση, όπως τους διαβεβαίωνε ο αρχηγός τους και το επιτελείο του.
Στο Κυβερνητικό Μέγαρο, όλα τα φώτα ήταν αναμμένα, όπως ήταν αναμμένη και η κάμερα εκείνου του περίεργου Βρετανού δημοσιογράφου που κατέγραφε τα πάντα, με ανοικτό μικρόφωνο…
Στο πιάνο που ήταν στο ισόγειο, ένας γραφικός βουλευτής του κυβερνητικού εταίρου προσπαθούσε να παίξει την 3η Συμφωνία του Μπετόβεν. Γνωστή και ως Ηρωϊκή…
Πλήθη οπαδών περνούσαν έξω από το Μέγαρο και επευφημούσαν τον ηγέτη και την ομάδα του.
Ήταν τέτοιος ο ενθουσιασμός. Ήταν τέτοια η ζέστη της βραδιάς. Ήταν τόσο το υπερχειλίζον πάθος από την θριαμβευτική νίκη…
Κανείς δεν αντιλήφθηκε την σκιά που ξεγλίστρησε από την μικρή πλαϊνή πόρτα του Κυβερνητικού Μεγάρου, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα.
Φορούσε ένα από εκείνα τα φούτερ με κουκούλα που φοράνε τα παιδιά, οι «μπαχαλάκηδες», όταν τα σπάνε στην Αθήνα κι αλλού.
Μπήκε σε ένα αυτοκίνητο που περίμενε με αναμμένη την μηχανή.
Οδήγησε μόνος του τα λίγες εκατοντάδες μέτρα, ούτε καν χιλιόμετρο, μέχρι τον προορισμό του.
Με την κουκούλα κατεβασμένη ως τα μάτια του μπήκε στο κτήριο, ψελλίζοντας ένα ακατάληπτο λογύδριο.
Αυτός που τον πρωτοαντίκρισε, τον γνώρισε με την δεύτερη-τρίτη ματιά. Τον έπιασε από το μπράτσο και τον οδήγησε σε ένα άδειο, μισοφωτισμένο γραφείο. Μετά σήκωσε το τηλέφωνο και κάλεσε έναν στενό φίλο του απρόσμενου επισκέπτη, που ανέλαβε τα περαιτέρω.
(εδώ τελειώνει η ιστορία. Γιατί «ο όρκος στην συνείδηση σου» είναι βαρύ φορτίο. Και γιατί δεν είναι όλοι οι δημοσιογράφοι, «αλήτες και ρουφιάνοι»).