huffingtonpost.gr
Ένα κορίτσι κάθεται με τον μπαμπά του στον καναπέ απέναντι στην τηλεόραση. Παρακολουθούν μαζί ένα ενημερωτικό πρόγραμμα που μεταδίδει σκηνές από μια άγρια εξέγερση που εξελίσσεται στην πόλη όπου ζουν. Είναι Απρίλιος 1968. Μετά την δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ όλες οι αμερικανικές πόλεις φλέγονται. Κάποια στιγμή ο πατέρας σηκώνεται, δίνει ένα φιλί στην κόρη του, «έχω μια δουλειά» της λέει και σε λίγο εκείνη τον βλέπει στην οθόνη της τηλεόρασης.
Μόνος, δίχως αστυνομική φρουρά, ανάμεσα στους διαδηλωτές που καίνε και σπάζουν, να μιλά μαζί τους. «Έχω κι εγώ έναν αδελφό νεκρό από όπλο δολοφόνου» τους λέει. Δύο μήνες αργότερα, το κορίτσι θα δει στην τηλεόραση την δολοφονία του ίδιου της του πατέρα.
Η Κέρυ Κέννεντυ ήταν 9 ετών το 1968, την χρονιά που ο πατέρας της Ρόμπερτ (Μπομπ) διεκδίκησε την Προεδρία των ΗΠΑ και το πλήρωσε με την ζωή του.
Σχεδόν 51 χρόνια αργότερα, η Κέρρυ βρέθηκε για 48 ώρες στην Αθήνα. Στρατευμένη στον αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα από τα 21 της, Πρόεδρος σήμερα του ιδρύματος Ρόμπερτ Κέννεντυ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ήταν καλεσμένη του Ιδρύματος Μαριάννα Β Βαρδινογιάννη.
Το πρωί της Δευτέρας μίλησε σε καθηγητές και μαθητές που συμμετέχουν σε εκπαιδευτικά προγράμματα που εξοικειώνουν τα παιδιά με την διεκδίκηση και τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Και το απόγευμα ήταν καλεσμένη να μιλήσει στο Μουσείο Ακρόπολης για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο στην Αθήνα.
«Η Ελλάδα», είπε, «είχε μια ειδική θέση στην καρδιά του πατέρα μου…Χάρις στους μεγάλους Έλληνες συγγραφείς κατάλαβε καλύτερα την έννοια του πολίτη. Κι είχε πει πως από την εποχή των Ελλήνων η λέξη Πολίτης συνιστά τίτλο τιμής».
Αλλά, στις αθηναϊκές της ώρες, η Κέρυ Κέννεντυ ήθελε πιο πολύ να μιλήσει για τα μεγάλα ερωτήματα της εποχής: Πώς εξηγείται το φαινόμενο Τραμπ; Γιατί κερδίζει έδαφος ο λαϊκισμός; Μπορούμε ακόμη να ονειρευόμαστε έναν κόσμο που καθοδηγείται από ηθικές αξίες ή πρέπει να παραιτηθούμε από το όνειρο; Μπορούμε ακόμη να ζούμε σε φιλελεύθερες δημοκρατίες, όπου οι θεσμοί προστατεύουν τα ατομικά μας δικαιώματα με τρόπο μόνιμο, διαρκή και ασφαλή τόσο από την εξουσία όσο και από την πλειοψηφία; Ή ζούμε πια στην εποχή της «ανελεύθερης δημοκρατίας», όπου ο σεβασμός της ιδιωτικής μας σφαίρας είναι στην διακριτική ευχέρεια της εξουσίας ή της πλειοψηφίας;
Φανταστείτε- είπε κάποια στιγμή- μια μεγάλη πολυκατοικία. Στο ισόγειο ζει κάποιος που βλέπει τις συνθήκες της ζωής του να χειροτερεύουν, αλλά κανείς δεν δίνει σημασία. Κάποια στιγμή η τουαλέτα στο σπίτι έχει χαλάσει. Προσπαθεί να το πει στους τύπους που ζουν στο ρετιρέ. Μια φορά στις τόσες, κάποιος σκύβει από το ρετιρέ και λέει: ψήφισέ με και θα το φτιάξω, Αλλά τίποτε δεν συμβαίνει.
Κάποια στιγμή, παίρνει δυναμίτη και τον πετά στο σιφόνι του μπάνιου του. Το σπίτι του παθαίνει μεγάλες ζημιές, μα δεν τον νοιάζει. Θέλει να χαλάσει την ησυχία στο ρετιρέ, να τους κάνει επιτέλους να τον ακούσουν. Η ψήφος στον Τραμπ, η ψήφος στους ανά την υφήλιο λαϊκιστές είναι ακριβώς αυτό, λέει η Κέννεντυ: δυναμίτιδα στον υπόνομο. Μια καταστροφή που εκβιάζει προσοχή.
Και η λύση;
Ακούστε τους επιτέλους. Ακούστε τους πριν δοκιμάσουν τον δυναμίτη!
Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι αυτό που λείπει από τον κόσμο σήμερα είναι ένας ηγέτης, ένας ισχυρός, πειστικός ηγέτης με πυγμή. Λάθος- υποστηρίζει εκείνη. Αυτό που λείπει είναι πολιτικοί ικανοί να ακούν, να καταλαβαίνουν, να μπαίνουν στην θέση του άλλου. Όπως έκανε ο Μπομπ Κέννεντυ, την επομένη της δολοφονίας του Κινγκ, όταν αγνόησε τις προειδοποιήσεις των υπευθύνων ασφαλείας και περπάτησε ανάμεσα στους θυμωμένους διαδηλωτές, μόνος, για να τους ακούσει. Αυτό που λείπει είναι ένας πολιτικός που όταν, για παράδειγμα, αναγγέλλει το αναγκαίο τέλος της χρήσης του άνθρακα στην παραγωγή ενέργειας, για να σωθεί ο πλανήτης, δεν το αναγγέλλει από την Ουάσιγκτον, πηγαίνει στην Δυτική Βιρτζίνια, το λέει κοιτώντας τους ανθρακωρύχους κατά πρόσωπο και συζητά μαζί τους τις λύσεις.
Η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν είναι καταδικασμένη να πεθάνει, είπε κάποια στιγμή. Αρκεί εκείνοι που την υπερασπίζονται να μάθουν, να ακούν τις αγωνίες – και προπάντων τους φόβους – εκείνων που νιώθουν να χάνουν το ασφαλές έδαφος κάτω από τα πόδια τους.