athensvoice.gr
Το 1936, ο Σεφέρης στο ποίημα «Με τον τρόπο του Γ.Σ.», ξεκινάει με το στίχο «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει». Τόσες δεκαετίες μετά, όλοι όσοι διαβάζουν το στίχο αυτό αισθάνονται ένα σφίξιμο. Γιατί αυτό, ακόμα και 80 χρόνια μετά; Προσπαθώ να σκεφτώ τις κοινωνικές και πολιτικές διαδρομές από το «κάποτε» στο «τώρα», από το 1936 ή το 1973 μέχρι σήμερα. Ανώφελο. Υπάρχει ένα ή περισσότερα παράλογα ρήγματα που δεν μπορεί να γεφυρωθούν, καθώς ακολουθούν μια διαδρομή, όχι μόνο ελικοειδή, αλλά και με παλινδρομική κατεύθυνση.
46 χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου και πολλά από όσα έγιναν τη μέρα αυτή, στα χρόνια που ακολούθησαν το 1973, οδήγησαν πολύ κόσμο στην αδιαφορία, την απαξιωτική αντίληψη, ακόμα και σε ένα φρουστράρισμα για τη μετάλλαξη συμβόλων και μνήμης. Τα σύμβολα του παρελθόντος αδρανοποιούνται στη συνείδηση μιας κοινωνίας, όταν παύουν να εκφράζουν ουσιαστικά και ισχυρά μηνύματα για το παρόν της ή έρχονται σε αντίφαση ή σύγκρουση με την ιστορία τους την ίδια. Παρ’ όλα αυτά όσοι εκείνες τις στιγμές ζήσαμε, από κοντά ή μακριά, τα όσα έγιναν και σε όσους «λέει κάτι» το γεγονός ότι υπάρχουν στιγμές στην κοντινή ή τη μακρινή ιστορία μας στις οποίες άνθρωποι θυσιάστηκαν ή πόνεσαν για να κερδηθεί μια καλύτερη πραγματικότητα για εκείνους και για εμάς, προσπαθούμε να διατηρήσουμε την κεντρική ουσία. «Προσπαθούμε», γιατί διαισθανόμαστε ότι η πραγματικότητα που συνοδεύει κάθε χρόνο τη σημερινή ημερομηνία ξεφτίζει όλο και περισσότερο τους συμβολισμούς.
Το τέλος της δικτατορίας δεν γράφτηκε με δημοκρατικά γαρίφαλα. Συνοδεύτηκε από την απώλεια του ενός τρίτου των εδαφών της Κύπρου, σκοτωμούς, ξεριζωμούς και πολύ πόνο στην Κύπρο και την Ελλάδα. Οι πολλές εξελίξεις που ακολούθησαν, αποτελούν ένα ιστορικά πολύτιμο, συνθετικό και αθροιστικό αποτύπωμα στην πορεία της χώρας. Σαράντα έξι χρόνια μετά, πολλοί σκέφτονται πόσους κύκλους κάνει η Ιστορία. Κύκλους ηρεμίας, ανόδου, πτώσης, βίας, απογοήτευσης, ψευδαισθήσεων, αλλά και ελπίδων. Σήμερα, η επέτειος του 1973 συνδέεται και με τα 30 χρόνια πτώσης του τοίχους στο Βερολίνο, που προανάγγειλε και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Πόσοι θα προβληματιστούν από το γεγονός ότι όταν στιγμές του παρελθόντος φτάνουν σε σημείο όπου τα μαθήματα που περικλείουν ξεχνιώνται ή ευτελίζονται, υπάρχει ένα τίμημα που ούτε καν το υποψιαζόμαστε, που, όμως, με τρόπο άτεγκτο, όπως πάντα, θα βρεθεί ξανά και ξανά μπροστά μας, σε εμάς ή σε επόμενους, ως άτομα ή ως συλλογικότητες.
Με την πτώση της δικτατορίας, ένας κόσμος ολόκληρος ξεκίνησε με πάθος και δημιουργικότητα. Αναδείχθηκαν σημαντικές δυνάμεις, ιδέες και πρωτοβουλίες, για ένα μέλλον απαλλαγμένο από έκδηλες αδυναμίες, προβληματικά φαινόμενα, καταστροφικές επιλογές, πολιτικό αυταρχισμό, αδικίες, που είχαν στιγματίσει μια ολόκληρη περίοδο. Αναδείχθηκαν βέβαια και προσωπικές φιλοδοξίες και κίβδηλα φαινόμενα, που εξαργυρώθηκαν ακριβά. Ο απολογισμός δεν είναι εύκολος. Αν επικεντρώνεται κανείς σε μικρότερα χρονικά διαστήματα, π.χ. κυβερνητικούς κύκλους ή πενταετίες, ή τι προηγήθηκε και τι ακολούθησε, τα κρίσιμα ορόσημα (ένταξη στις Ε.Κ., ένταξη στην ΟΝΕ, κρίση 2009), διαπιστώνει μια μακροχρόνια ανοδική τάση με πολλές διακυμάνσεις προς τα επάνω ή τα κάτω. Αν πάει κανείς από το 1974 κατ’ ευθείαν στο 2009/10 διαπιστώνει ότι η ελληνική κοινωνία έσκασε με πάταγο στο έδαφος, ενώ αποδείχθηκε αδύναμη στο να αντιμετωπίσει με τρόπο που να περιορίσει ουσιαστικά το κοινωνικό κόστος της αποτυχίας. Και πάλι, όμως, ο απολογισμός είναι θετικός. Όμως, με πόσα κενά και ανώφελα λάθη, με πόσες παλινδρομήσεις και χαμένο έδαφος, και με πόση εγκατάλειψη προσδοκιών που, αντί να γίνουν πραγματικότητα, καταλήξαμε να καταλάβουμε ότι ήσαν ψευδαισθήσεις. Τελικά, ας δούμε, ότι στο μακρύ χρόνο, η πορεία μάς έχει φέρει σίγουρα πιο μπροστά, αν μπορούμε να συμφωνήσουμε στο τι σημαίνει «πιο μπροστά». Ωστόσο, συγκριτικά με πολλούς άλλους, στα χρόνια της κρίσης έχουμε πέσει πολλά σκαλοπάτια πίσω.
Έχει πάντα σημασία να καταλάβουμε το πώς ξεπέσαμε τόσα σκαλοπάτια, αλλά, πλέον, σήμερα, έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία να κατανοήσουμε πόσα σκαλοπάτια έχουμε να ανέβουμε για να επανενταχθούμε ομαλά σε ένα νέο τοπίο που διαμορφώθηκε στον κόσμο, στην Ευρώπη, στη γεωπολιτική περιοχή μας, στα τελευταία δέκα χρόνια, όσο εμείς παλεύαμε με τους δαίμονές μας. Ο πραγματικός στόχος δεν είναι μόνο να ξανακερδίσουμε τα όσα χάσαμε μέσα στην κρίση, αλλά και να οικοδομούμε τους όρους που θα μας επιτρέψουν να παρακολουθήσουμε με επιτυχία το μεταβαλλόμενο περιβάλλον μας.
Ας δούμε γύρω μας, στον Κόσμο. Διαιρεμένες, αποπροσανατολισμένες ή αδιάφορες κοινωνίες δεν φτάνουν πολύ μακριά. Θεωρούμε, ως χώρα, ως κοινωνία, ως άτομα, με τις διαφορετικότητές μας, ότι μπορούμε εμείς να πάμε μακριά, αν δεν μας διαπερνά ένας συνεκτικός ιστός, που ορίζει το «Ελληνικό», την Ελλάδα, τη διακριτότητά μας σε ευρωπαϊκό και γενικότερο επίπεδο; Τι λέει το μήνυμα του 1973; Ότι πρέπει να τσακιστεί το πολίτευμα που έχουμε; Ότι ελλείψει δικτατόρων πρέπει να αναδείξουμε νέους για να τους πολεμάμε; Ότι όταν η διεθνής θέση της χώρας έχει αποδυναμωθεί από πολλές απόψεις, πρέπει να επιφέρουμε πολλαπλά κτυπήματα στη χώρα μας, στον εαυτό μας, στις νέες γενιές; Ότι πρέπει να ξεσπάμε στις πιο αδύναμες κοινωνικές οντότητες για να κερδίσουμε ένα καλύτερο μέλλον; Ότι, επειδή στην Ελλάδα ανθούν πολλές αδικίες –όπως σε όλους τους άλλους– αντί να βάλουμε κάτω το μυαλό και τις δυνάμεις μας για να τις διορθώσουμε, πρέπει να αγωνιστούμε για να πάμε όλοι μαζί πιο κάτω, απαξιώνοντας όσα κατακτήσαμε σε θεσμικούς, πολιτικούς ή, απλώς, ανθρώπινους όρους; Νομίζω, όμως, μάλλον ανήκω σε μια οικτρή και μίζερη μειοψηφία, ότι ένα μήνυμα ηχηρό της επετείου είναι να δώσουμε μάχη με τον εαυτό μας, να καταλάβουμε ότι εκτός από δίκια, έχουμε και ακόμα πιο πολλά λάθη.
Όπως το 1974, έτσι και σήμερα, ζούμε μια ιδιαίτερη στιγμή. Γνωρίζουμε –γνωρίζουμε;– ότι ξεκινάμε, ξανά, για να δημιουργήσουμε ένα αύριο, που θα ξεφεύγει από το παρελθόν. Τότε, ήταν το παρελθόν μιας επταετίας ή και περισσότερο. Σήμερα, είναι το παρελθόν μιας δεκαετίας ή και περισσότερο. Ένα τέτοιο ξεκίνημα προϋποθέτει πολύ σοβαρές αλλαγές στις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές λειτουργίες της κοινωνίας, στις αντιλήψεις, στην αυτογνωσία, στη σχέση μας με την Ιστορία, στο πόσο συνθετικές –όχι ταυτόσημες– είναι οι επιλογές μας. Όλα αυτά, όχι μόνο δεν είναι αυτονόητα, αλλά προϋποθέτουν νέες ισορροπίες μεταξύ εμπεδωμένων συμφερόντων, αντιλήψεων και πρακτικών. Προϋποθέτουν ένα βαθύτερο μετασχηματισμό των σχέσεων Κοινωνίας και Κράτους, Κράτους και Οικονομίας, θεσμών και αρχών πολιτικής και κοινωνικής λειτουργίας και πολλά άλλα.
Το ζητούμενο δεν είναι ποιος θα έχει την τύχη να ασκεί την εξουσία και να χαίρεται, αλλά ποιος θα λύσει ή, έστω, θα αντιμετωπίσει καίρια προβλήματα της κοινωνίας, ακόμα και αν δεν χαίρεται. Αν θέλουμε να διαβάσουμε το μήνυμα της 17ης Νοέμβρη 1973, σημαίνει να σκεφτούμε πώς θα ξεπεράσουμε ιστορικές αδυναμίες μας και να διαμορφώσουμε το μέλλον μας. Σήμερα, δηλαδή στα επόμενα δέκα χρόνια, αντιμετωπίζουμε ένα πολλαπλό συνδυασμό κινδύνων και προβλημάτων υπαρξιακής φύσης: τα προβλήματα της μείωσης του πληθυσμού, της γήρανσης και της υπογεννητικότητας, της κλιματικής αλλαγής, του ενεργειακού και των εκρηκτικών μεταναστευτικών ροών που θα τις συνοδεύουν, των ριζοσπαστικών νέων τεχνολογιών και της ανατροπής των παγκόσμιων δομών γνώσης, σε συνδυασμό με τη σημασία τους για την απασχόληση, το εισόδημα και τη θέση της χώρας στους παγκόσμιους και περιφερειακούς συσχετισμούς δύναμης.
Τελικά, το κρίσιμο ερώτημα είναι: Οι έννοιες και οι σχέσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω ή ακόμα και άλλες, σχετικές με αυτές, περιέχουν μηνύματα για τη σημερινή και την αυριανή μας πραγματικότητα; Είτε η απάντηση είναι ναι, είτε όχι, το συμπέρασμα δεν παύει να είναι: Ας το ξανασκεφτούμε.