3η Σεπτέμβρη, αστισμός και ΣΥΡΙΖΑ

Γιώργος Σιακαντάρης 05 Σεπ 2016

Η «φούσκα της Μεταπολίτευσης», το «διεφθαρμένο και καταστροφικό» ΠαΣοΚ και ο «ολετήρας και λαϊκιστής» Ανδρέας Παπανδρέου είναι τρεις «παραδοχές» που μετά το 2010 διαμόρφωσαν το πολιτικό και ιδεολογικό περιβάλλον της χώρας. Η Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη διαπερνά εγκάρσια αυτές τις «παραδοχές».

Σαράντα δύο χρόνια μετά τη Διακήρυξη, είναι καιρός για πιο ψύχραιμες και αντικειμενικές προσεγγίσεις. Η 3η Σεπτέμβρη συνοψιζόταν στο τρίπτυχο «εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία, κοινωνική δικαιοσύνη». Το βαθύτερο νόημα της 3ης Σεπτέμβρη ήταν έκφραση της αγωνίας για εθνική, πολιτική και κοινωνική ενοποίηση. Το ΠαΣοΚ, χωρίς να το συνειδητοποιεί απόλυτα, εξέφρασε την προσπάθεια ενός ασφυκτιούντος αστισμού να ανασάνει χρησιμοποιώντας τον αναπνευστήρα του κρατισμού. Αστισμός, βεβαίως, για να συνεννοούμεθα, δεν είναι μόνο η αστική τάξη αλλά και η παραγωγική εργασία και οι κοινωνικές υπηρεσίες.
Πίσω όμως από τον ριζοσπαστικό βερμπαλισμό του Ανδρέα κρυβόταν ο ελληνικός αστικός εκσυγχρονισμός του ιδίου και καιροφυλακτούσε ο ευρωπαϊκός του Κώστα Σημίτη. Αν το ΠαΣοΚ ήταν μόνο το κόμμα του κρατισμού και του λαϊκισμού, τότε η μετέπειτα κυριαρχία του εκσυγχρονιστή Σημίτη θα ήταν ένα «παράδοξο».
Να τα πάρω τα πράγματα από την αρχή. Στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, αντί της περιβόητης κομματοκρατίας, επικράτησαν αδύναμα κόμματα τα οποία γέννησε ένας κοινωνικός σχηματισμός που δεν γνώρισε τι σημαίνει αριστοκρατία – από την κατάρρευση ή τη μίμηση της οποίας προέκυψε η βιομηχανική αστική τάξη. Υπήρξε μια κοινωνία αδύναμη όσον αφορά το αντικειμενικό της υπόβαθρο (Βιομηχανική και Πολιτική Επανάσταση, Κράτος Δικαίου και Πρόνοιας, Κοινωνικό Συμβόλαιο) αλλά και όσον αφορά το υποκειμενικό της υπόβαθρο (ηθική του εσωτερικού καταναγκασμού, αστικό πνεύμα, ευγένεια, πίστη στους κοινωνικούς συμβιβασμούς). Αυτός ο αδύναμος αστισμός γαντζώθηκε αυτή τη φορά πάνω σε ένα «πανίσχυρο-αδύναμο» κόμμα, το ΠαΣοΚ. Πανίσχυρο γιατί ακουμπούσε στους πόθους μιας αποκλεισμένης κοινωνίας για ένταξή της στο πολιτικό σύστημα και αδύναμο γιατί κληρονόμησε όλες τις προαναφερθείσες απουσίες της αστικής πραγματικότητας και πνεύματος.
Σε αυτό το «πανίσχυρο – αδύναμο» κόμμα πιστώνεται η πολιτική ενοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, το κράτος πρόνοιας, ο εκσυγχρονισμός του οικογενειακού δικαίου, η ένταξη της χώρας στον πυρήνα των ευρωπαϊκών κρατών, οι νέες υποδομές, η τεράστιας σημασίας νικηφόρα μάχη για τις ταυτότητες κ.τ.λ., ενώ χρεώνεται ο νόμος Κουτσόγιωργα που ξεχαρβάλωσε τη δημόσια διοίκηση (1982), ο νόμος για τα πανεπιστήμια που διήρκεσε περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν (1982), η υποταγή στον συντεχνιακό συνδικαλισμό, το κράτος  -βιομήχανος, η οικονομική διαφθορά, ο αντιδραστικός συνασπισμός κατά του νόμου Γιαννίτση (2001), ο μη διαχωρισμός Κράτους – Εκκλησίας και άλλα πολλά.
Χωρίς να παραγνωρίζεται η συμβολή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του ευρωπαϊκού και εκσυγχρονιστικού πνεύματος της Ανανεωτικής Αριστεράς, της απαξιωμένης «Γενιάς του Πολυτεχνείου» (ιδίως στο πλαίσιο λίγων αλλά ρηχότατων λογοτεχνικών έργων), στο ΠαΣοΚ πιστώνεται η καλύτερη περίοδος στην ιστορία της χώρας, η περίοδος της Μεταπολίτευσης. Το πνεύμα του αστισμού βρισκόταν στο DNA αυτού του κόμματος και στην περίοδο 2010-2016, όπου, παρά τη σίγουρη απώλεια της ηγεμονίας του,  ψήφισε – με την καθοριστική συμβολή και προς τιμήν και των τριών ηγετών της περιόδου – και τα τρία μνημόνια (κάτι που δεν έκανε η ΝΔ). Κακά τα ψέματα, χωρίς αυτά, το μόνο που θα είχε απομείνει από αυτή εδώ τη χώρα θα ήταν η γεωγραφική της θέση.
Υπάρχουν ομοιότητες του ΣΥΡΙΖΑ με την 3η Σεπτέμβρη; Καμία. Ο κ. Τσίπρας κατόρθωσε να γίνει πρωθυπουργός αφενός μιμούμενος τον Ανδρέα Παπανδρέου (ακόμη και στη φωνή, όχι όμως και στην αναλυτική ικανότητα και γνώσεις – πώς άλλωστε θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο;) και αφετέρου στηριζόμενος στο ανάθεμα της Μεταπολίτευσης και του ΠαΣοΚ. Να θυμίσω το «Η χούντα δεν τελείωσε το ’73»; Από το 2008 και ύστερα ο ΣΥΡΙΖΑ μετατοπίστηκε από τις θέσεις της Ανανέωσης σε αυτές της λεγόμενης «κινηματικής» και ριζοσπαστικής Αριστεράς. Από «Συνασπισμός της Αριστεράς» έγινε ΣΥΡΙΖΑ θέτοντας το κέντρο βάρους του σε μια ολιστική άποψη η οποία βρίσκεται πέραν της αστικής δημοκρατίας. Εννοώ τη θέση του ότι η κατοχή της κυβέρνησης δεν σημαίνει και κατοχή της εξουσίας. Μια αντίληψη που υπονομεύει τη δικαιοκρατική δημοκρατία. Μια αντίληψη κατόχων και «κατοχής» της μοναδικής αλήθειας, όπου δεν χωρούν άλλες απόψεις γι’ αυτή την αλήθεια. Από εδώ και η προσπάθεια ελέγχου της δικαιοσύνης και των ΜΜΕ. Αυτή η ολιστική αφήγηση καμία σχέση δεν μπορεί να έχει με αυτήν του ανολοκλήρωτου ελληνικού αστισμού.
Το ΠαΣοΚ όμως μαζί με πολλούς αγνούς ανθρώπους που στρατεύτηκαν με αυτό παγίωσε και «μονιμοποίησε» έναν διαχρονικά προϋπάρχοντα «τύπο» πολιτικού όντος: αυτόν του καιροσκόπου και αγνώμονα αριβίστα. Αυτού που στρατεύτηκε μαζί του όχι για τις αξίες της 3ης Σεπτέμβρη αλλά για την κοινωνική και επαγγελματική άνοδο που αυτή υποσχόταν. Το ΠαΣοΚ ποτέ δεν απομόνωσε αυτό τον «τύπο». Μάλιστα στην περίοδο 1996-2004 επέτρεψε σε αυτόν τον «τύπο» να δημαγωγεί στο όνομα μιας δήθεν αριστερής συνείδησης (κοινωνικό και πατριωτικό ΠαΣοΚ) ιδιοποιούμενος ταυτοχρόνως δημόσιους πόρους. Δεν του έδωσε  μια ιδεολογική και δικαιική απάντηση. Αυτή ήταν και είναι η χειρότερη πλευρά του ΠαΣοΚ. Το μόνο κοινό επομένως που έχει με το ΠαΣοΚ ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι στις γραμμές του κυριαρχεί αυτός ο «τύπος».
Αυτόν τον «τύπο» και τη συμπεριφορά του καλείται να υπερβεί το σημερινό ΠαΣοΚ. Σεβόμενο τον ιστορικό του ρόλο οφείλει να πρωτοστατήσει στη δημιουργία ενός νέου πολυτασικού σοσιαλδημοκρατικού πόλου, ως συνέχεια μιας διαρκούς πάλης για τον εξαστισμό (εκσυγχρονισμό) της χώρας.