Πηγή: cnn.gr
Με την επιτυχή έκδοση του ελληνικού 30ετούς ομολόγου η Ελλάδα έκανε ένα ακόμη βήμα για την ολοκλήρωση της επιστροφής στις αγορές, εννέα χρόνια μετά το κούρεμα του χρέους τον Φεβρουάριο του 2012 και δεκατέσσερα χρόνια από την τελευταία έκδοση ανάλογου ομολόγου το 2007. Με την έκδοση αυτή μειώνει τον κίνδυνο ρευστότητας και χτίζει μια πιο ολοκληρωμένη καμπύλη αποδόσεων.
Το ελληνικό δημόσιο άντλησε 2,5 δισ. ευρώ. ευρώ από προσφορές που έφτασαν τα 26 δισ. ευρώ. ευρώ. Το 30ετές ομόλογο συμπεριλαμβάνεται στην τριάδα των ευρωπαϊκών ομολογιακών εκδόσεων για τις οποίες οι προσφορές ξεπέρασαν κάθε ιστορικό προηγούμενο. Οι άλλες δύο εκδόσεις είναι το δεκαετές της Ισπανίας του Ιανουαρίου που προσέλκυσε προσφορές 130 δισ. ευρώ και το δεκαετές της Ιταλίας του Φεβρουαρίου -η πρώτη έκδοση μετά την ανάληψη καθηκόντων από τον πρωθυπουργό Μ. Ντράγκι- το οποίο προσέλκυσε, πριν το κλείσιμο των βιβλίων, προσφορές μέχρι και 110 δισ. ευρώ.
Αυτές οι υπερπροσφορές χαρακτηριστικές στις ευρωπαϊκές αγορές ομολόγων -ειδικά στις κοινοπρακτικές εκδόσεις που κερδίζουν έδαφος - από το 2017 και μετά, αλλά πολύ πιο έντονες από το 2020, δημιουργούν μια στρέβλωση. Δεν επιτρέπουν να εκτιμηθεί ποια είναι η ανθεκτικότητα και η ποιότητα της ζήτησης για ελληνικά ομόλογα υπό συνθήκες ομαλοποίησης των αποδόσεων και σταδιακής απόσυρσης της πρωτόγνωρης στήριξης από την ΕΚΤ. Οι επενδυτές σε αναζήτηση θετικών αποδόσεων καταθέτουν πολύ μεγαλύτερες προσφορές προκειμένου να εξασφαλίσουν την ποσότητα των ομολόγων που επιθυμούν να περάσουν στα χαρτοφυλάκια τους.
Η έκδοση του 30ετούς ομολόγου είναι μια θετική εξέλιξη για την Ελλάδα ανεξάρτητα από τη στρεβλή πληροφόρηση της υπερκάλυψης. Η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης ότι χάρι σε αυτή ενισχύθηκε η αξιοπιστία της χώρας δεν πρέπει να μας παρασύρει σε απλουστευτικές ερμηνείες σχετικά με τη στάση των αγορών απέναντι στην Ελλάδα.
Η χώρα μπορεί να διαθέτει τα ομόλογα της στις αγορές και να εξασφαλίζει επαρκή ζήτηση για αυτά σε χαμηλές αποδόσεις αποκλειστικά και μόνο εξαιτίας του προγράμματος αγοράς ομολόγων (PEPP) που δρομολόγησε η ΕΚΤ το 2020. Το πρόγραμμα αυτό ύψους 1,85 τρις ενεργοποιήθηκε για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της κρίσης πανδημίας και λήγει το Μάρτιο του 2022. Στο πλαίσιο του προγράμματος αυτού η ΕΚΤ έχει αγοράσει μέχρι στιγμής από τη δευτερογενή αγορά ομόλογα αξίας 760 δισ. ευρώ. Η ΕΚΤ αποφάσισε να συμπεριλάβει και τα ελληνικά ομόλογα στις αγορές της παρά το γεγονός δεν διαθέτουν ακόμη τη λεγόμενη επενδυτική βαθμίδα. Επιπρόσθετα, το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους είναι εκτός αγορών -δεν είναι δηλαδή διαπραγματεύσιμο- καθώς διακρατείται από θεσμικούς δανειστές. Τέλος η Ελλάδα παρά το μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα του 2020 έχει διατηρήσει το αποθεματικό της σε υψηλό επίπεδο. Έτσι, αν κάτι δεν πάει καλά μπορεί για κάποιο διάστημα να μείνει εκτός αγορών.
Με τα επιτόκια διεθνώς να κινούνται σε αρνητικά επίπεδα για διάρκειες ακόμη και μέχρι τα 10 έτη η έκδοση ενός ομολόγου 10ετούς ή 30ετούς με θετικό επιτόκιο είναι ιδιαίτερα ελκυστικό για τους επενδυτές. Δεν φοβούνται την πτώση των τιμών στο βαθμό που η ΕΚΤ είναι έτοιμη να την αποτρέψει. Η βεβαιότητα αυτή κλονίστηκε προσωρινά μετά την ταραχή στην αμερικανική αγορά ομολόγων που μεταφέρθηκε και στην ευρωπαϊκή. Μετά όμως τις αποφάσεις που ελήφθησαν στην τελευταία συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ για αύξηση του ρυθμού αγοράς ομολόγων επανήλθε η ηρεμία στις αγορές και η Ελλάδα αξιοποίησε άμεσα το παράθυρο ευκαιρίας.
Η ευνοϊκή αυτή συγκυρία για το δανειακό πρόγραμμα του ελληνικού δημοσίου είναι ευάλωτη σε εξωγενείς διαταραχές. Μετά την πρόσφατη ταραχή στην αγορά ομολόγων το δεκαετές ομόλογο που εκδόθηκε τον Ιανουάριο εξακολουθεί να διαπραγματεύεται χαμηλότερα από την ονομαστική του αξία παρά τις πρόσφατες αποφάσεις της ΕΚΤ. Το ελληνικό δημόσιο πρέπει να τιμολογεί τα ομόλογα με στόχο την εξασφάλιση πιο μακροπρόθεσμων επενδυτών. Αν η έμφαση δοθεί στο πως θα εξασφαλιστεί χαμηλότερο επιτόκιο τότε είναι πιθανό ένα σημαντικό τμήμα των ομολόγων να καταλήγει στα χέρια επενδυτών με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Η ΕΚΤ μπορεί να δεσμεύτηκε ότι θα αυξήσει τις αγορές της αλλά δεν διευκρίνισε πόσο ευέλικτα θα κινηθεί. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να αυξηθεί η μεταβλητότητα των τιμών των ομολόγων κάτι που θα κάνει δυσκολότερη την τιμολόγηση των ομολόγων σε κάθε επόμενη έξοδο στις αγορές ειδικά όταν η αντίστροφη μέτρηση για την ολοκλήρωση του PEPP ξεκινήσει.