26 Δεκεμβρίου 1991- Διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης

26 Δεκ 2024

Η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 1991. Ήταν αποτέλεσμα της διακήρυξης 142-Н του Ανωτάτου Σοβιέτ της Σοβιετικής Ένωσης. Η διακήρυξη επιβεβαίωσε την ανεξαρτησία των πρώην Σοβιετικών δημοκρατιών και ίδρυσε την Κοινοπολιτεία των Ανεξάρτητων Κρατών (ΚΑΚ), παρόλο που πέντε από τους υπογράφοντες το επικύρωσαν πολύ αργότερα ή δεν το έκαναν καθόλου. Την προηγούμενη μέρα, ο πρόεδρος της Σοβιετικής Ένωσης Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, ο όγδοος και τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, παραιτήθηκε και έδωσε τις εξουσίες του - συμπεριλαμβανομένων των κωδικών εκτόξευσης των Σοβιετικών πυρηνικών πυραύλων (Τσεγκέτ) – στον Ρώσο πρόεδρο Μπόρις Γέλτσιν. Εκείνο το βράδυ, στις 7:32 μ.μ. η Σοβιετική σημαία υπεστάλη από το Κρεμλίνο για τελευταία φορά και αντικαταστάθηκε με την προεπαναστατική Ρωσική σημαία.

Προηγουμένως, από τον Αύγουστο έως τον Δεκέμβριο, όλες οι ενωσιακές δημοκρατίες, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, είχαν ανακηρύξει ανεξαρτησία. Την εβδομάδα πριν την επίσημη διάλυση της ένωσης, 11 δημοκρατίες υπέγραψαν το Πρωτόκολλο της Άλμα-Άτα, ιδρύοντας επίσημα τον ΚΑΚ και ανακηρύσσοντας ότι η Σοβιετική Ένωση είχε σταματήσει να υπάρχει. Οι Επαναστάσεις του 1989 και η διάλυση της ΕΣΣΔ (ρωσικά: распад СССР) επίσης σήμαναν το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Αρκετές από τις Πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες διατήρησαν στενούς δεσμούς με τη Ρωσική Ομοσπονδία και σχημάτισαν οργανισμούς όπως η Κοινοπολιτεία των Ανεξάρτητων Κρατών, η Ευρασιατική Οικονομική Κοινότητα, το Κράτος της Ένωσης (προταχθείσα συνομοσπονδία μεταξύ της Ρωσίας και της Λευκορωσίας), η Ευρασιατική Τελωνειακή Ένωση και η Ευρασιατική Οικονομική Ένωση για να ενισχύσουν την οικονομική συνεργασία και τη συνεργασία για την ασφάλεια. Στον αντίποδα, τα Βαλτικά κράτη έχουν γίνει μέλη του NATO και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, ο νέος Γενικός Γραμματέας

Ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ εκλέχθηκε Γενικός Γραμματέας από το Πολίτμπιρο στις 11 Μαρτίου 1985, τρεις ώρες μετά από τον θάνατο του προκατόχου του Κονσταντίν Τσερνιένκο σε ηλικία 73 ετών. Ο 54χρονος τότε Γκορμπατσόφ ήταν το νεότερο μέλος του Πολίτμπιρο. Ο αρχικός στόχος του ως γενικός γραμματέας ήταν η αναβίωση της Σοβιετικής Ένωσης. Συνειδητοποίησε ότι αυτό θα απαιτούσε τη μεταρρύθμιση υποκείμενων πολιτικών και κοινωνικών δομών.[3] Οι μεταρρυθμίσεις ξεκίνησαν με την καθαίρεση δύο ανώτερων αξιωματούχων της εποχής Μπρέζνιεφ οι οποίοι θα μπορούσαν να εμποδίσουν την πολιτική και οικονομική αλλαγή.[4] Στις 23 Απριλίου 1985 ο Γκορμπατσώφ διόρισε τον Γιεγκόρ Λιγκάτσεφ και τον Νικολάι Ρύζκοφ ως πλήρη μέλη του Πολίτμπιρο. Επίσης προώθησε τον επικεφαλής της KGB Βίκτορ Τσέμπρικοφ από υποψήφιο σε πλήρες μέλος και διόρισε τον Υπουργό Άμυνας, Στρατηγό Σεργκέι Σοκόλοφ ως υποψήφιο μέλος του Πολίτμπιρο.

Ωστόσο, αυτή η φιλελευθεροποίηση προώθησε τα εθνικιστικά κινήματα και εθνικές διεκδικήσεις εντός της Σοβιετικής Ένωσης. Επίσης οδήγησε έμμεσα στις επαναστάσεις του 1989, στις οποίες τα καθεστώτα που είχαν επιβληθεί από τη Σοβιετική Ένωση ανατράπηκαν με ειρηνικό τρόπο (με την αξιοσημείωτη εξαίρεση της Ρουμανίας)[5]. Αυτό αύξησε την πίεση στον Γκορμπατσόφ για την εισαγωγή περισσότερης δημοκρατίας και αυτονομίας για τις δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1989, υπό την ηγεσία του Γκορμπατσώφ, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης εισήγαγε ελάχιστα ανταγωνιστικές εκλογές για ένα νέο νομοθετικό συμβούλιο, το Κογκρέσο των Αντιπροσώπων του Λαού (παρόλο που η απαγόρευση σε άλλα πολιτικά κόμματα δεν άρθηκε μέχρι το 1990).

Τον Μάιο του 1985, σε μια ομιλία στο Λένινγκραντ, ο Γκορμπατσώφ υποστήριξε τις μεταρρυθμίσεις και μια καμπάνια ενάντια στο αλκοόλ για την αντιμετώπιση του ευρέως εξαπλωμένου αλκοολισμού. Οι τιμές της βότκας, του κρασιού και της μπίρας αυξήθηκαν προκειμένου τα συγκεκριμένα ποτά να γίνουν ακριβότερα και να γίνει αντικίνητρο για τους καταναλωτές, και εισήχθη η διανομή. Σε αντίθεση με τις περισσότερες μορφές διανομής, αυτό πραγματοποιήθηκε για να περιοριστούν οι πωλήσεις με τον ανοιχτό στόχο τη μείωση της μέθης.Το σχέδιο του Γκορμπατσόφ περιείχε επίσης διαφημιστικές πινακίδες που προωθούσαν τη νηφαλιότητα, την αύξηση των ποινών για τη δημόσια κατανάλωση ποτών και τη λογοκρισία σκηνών κατανάλωσης ποτών από παλιές ταινίες. Μερικοί σημείωσαν ότι αυτό αντικατόπτριζε το πρόγραμμα του Τσάρου Νικολάου Β΄ κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς αυτό σκόπευε επίσης στην εξάλειψη της κατανάλωσης ποτών προκειμένου να ενισχυθεί η πολεμική προσπάθεια, παρόλο που αυτό σκόπευε την ανακατεύθυνση της κατανάλωσης δημητριακών μόνο για ουσιώδεις λόγους, κάτι το οποίο δεν εμφανιζόταν ως στόχος του προγράμματος του Γκορμπατσώφ. Ωστόσο, ο Γκορμπατσόφ σύντομα αντιμετώπισε την ίδια δυσμενή οικονομική αντίδραση λόγω της απαγόρευσης, όπως έγινε και με τον τελευταίο Τσάρο. Η ποινικοποίηση της κατανάλωσης αλκοόλ ήταν σημαντικό πλήγμα στον κρατικό προϋπολογισμό σύμφωνα με τον Αλεξάντερ Γιάκοβλεφ, ο οποίος σημείωσε ότι οι ετήσιες συλλογές φόρων αλκοόλ μειώθηκαν κατά 100 δισεκατομμύρια ρούβλια. Η παραγωγή αλκοόλ μετανάστευσε στη μαύρη αγορά ή μέσω της παραγωγής της "βότκας της μπανιέρας". Φτωχότεροι, λιγότερο εκπαιδευμένοι Ρώσοι κατέφυγαν στην κατανάλωση ασετόν, τρίβοντας το αλκοόλ ή στην ανδρική κολόνια. Αυτά τα περιστατικά δημιούργησαν πρόσθετο βάρος για τον Ρωσικό τομέα υγείας λόγω των ακόλουθων περιπτώσεων δηλητηρίασης.

Τέλος, έπειτα από αυτή την υιοθέτηση της μερικής απαγόρευσης υπήρξε μια πρόσκαιρη αύξηση των γεννήσεων και μια εμφανής μείωση των θανάτων στη Ρωσία, την Ουκρανία και άλλες ευρωπαϊκές δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης. Ωστόσο, ο στόχος αυτών των μεταρρυθμίσεων ήταν να στηρίξει την υπάρχουσα κεντρικώς σχεδιασμένη οικονομία, η οποία σε αντίθεση με αργότερες μεταρρυθμίσεις, έτεινε προς τον σοσιαλισμό της αγοράς.

Την 1η Ιουλίου 1985 ο Γκορμπατσώφ προήγαγε τον Έντβαρντ Σεβαρντνάτζε, Πρώτο Γραμματέα του Γεωργιανού Κομμουνιστικού Κόμματος, σε πλήρες μέλος του Πολίτμπιρο και την επόμενη μέρα τον διόρισε Υπουργό Εξωτερικών, αντικαθιστώντας τον μακροχρόνιο Υπουργό Εξωτερικών Αντρέι Γκρόμικο. Ο τελευταίος, γνωστός στη Δύση με το παρατσούκλι "Κύριος Νιετ" (Κύριος Όχι), είχε υπηρετήσει για 28 χρόνια ως Υπουργός Εξωτερικών. Ο Γκρόμικο υποβαθμίστηκε στην κυρίως τελετουργική θέση του Πρόεδρου του Προεδρείου του Ανωτάτου Σοβιέτ (επισήμως Σοβιετικός Αρχηγός Κράτους), καθώς προσδιοριζόταν ως "παλαιός σκεπτόμενος". Την ίδια ημέρα ο Γκορμπατσώφ απέλυσε τον κύριο αντίπαλο του, Γκριγκόρι Ρομάνοφ, αφαιρώντας τον από το Πολίτμπιρο και έφερε τον Μπόρις Γέλτσιν και τον Λεβ Ζάικοφ στην Κεντρική Γραμματεία της Επιτροπής του ΚΚΣΕ.

Το φθινόπωρο του 1985 ο Γκορμπατσώφ συνέχισε να φέρνει νεότερους και πιο δυναμικούς άνδρες στην κυβέρνηση. Στις 27 Σεπτεμβρίου ο Νικολάι Ρύζκοφ αντικατέστησε τον 79χρονο Νικολάι Τιχόνοφ ως Πρόεδρο του Συμβουλίου των Υπουργών και στις 14 Οκτωβρίου ο Νικολάι Ταλύζιν αντικατέστησε τον Νικολάι Μπαμπάκοφ ως πρόεδρο της Κρατικής Σχεδιαστικής Επιτροπής (Γκοσπλάν). Στην επόμενη συνάντηση της Κεντρικής Επιτροπής στις 15 Οκτωβρίου, ο Τιχόνοφ αποσύρθηκε από το Πολίτμπιρο και ο Ταλύχιν έγινε υποψήφιος. Τέλος, στις 23 Δεκεμβρίου 1985 ο Γκορμπατσώφ διόρισε τον Γέλτσιν ως Πρώτο Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Μόσχας. αντικαθιστώντας τον Βίκτορ Γκρίσιν.

Αντρέι Ζαχάρωφ

Ο Γκορμπατσώφ συνέχιζε να πιέζει για μεγαλύτερη φιλελευθεροποίηση. Στις 23 Δεκεμβρίου 1986 ο Σοβιετικός αντιφρονούντας Αντρέι Ζαχάρωφ επέστρεψε στη Μόσχα, αφού έλαβε προσωπικό τηλεφώνημα από τον Γκορμπατσώφ, λέγοντάς του ότι, μετά από σχεδόν εφτά χρόνια, η εσωτερική εξορία του, λόγω απείθειας στις αρχές, έληξε

Μόσχα: Μονοκομματική δημοκρατία

Στις 28-30 Ιανουαρίου 1987, στην ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής, ο Γκορμπατσόφ πρότεινε τη νέα πολιτική "Ντεμοκρατιζατσίγια" για όλη τη Σοβιετική κοινωνία. Πρότεινε στις μελλοντικές εκλογές του Κομμουνιστικού Κόμματος την επιλογή πολλαπλών υποψηφίων, εκλεγμένους σε μυστική ψηφοφορία. Ωστόσο, η ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ αποδυνάμωσε την πρόταση Γκορμπατσόφ, και τα δημοκρατικά μέσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα δεν εφαρμόστηκαν ποτέ σημαντικά.

Ο Γκορμπατσόφ, επέκτεινε επίσης ριζικά το πεδίο εφαρμογής της Γκλάσνοστ, δηλώνοντας ότι κανένα θέμα δεν ήταν εκτός ορίων για ανοιχτή συζήτηση στα μέσα ενημέρωσης. Ακόμα κι έτσι η προσεκτική Σοβιετική ιντελιγκέντσια χρειάστηκε σχεδόν ένα χρόνο για να αρχίσει να πιέζει τα όρια ώστε να δει αν εννοούσε αυτό που είπε. Η τακτική που ακολούθησε ο Γκορμπατσώφ αποδεικνύεται επιτυχημένη: Μέσα σε δύο χρόνια η πολιτική μεταρρύθμιση δεν θα μπορούσε πλέον να αποπροσανατολιστεί από τους "συντηρητικούς" του Κόμματος. Μια ακούσια συνέπεια ήταν ότι, αφού έσωσε τη μεταρρύθμιση, η κίνηση του Γκορμπατσόφ είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο του ίδιου του συστήματος το οποίο σχεδίαζε να σώσει.

Τον Φεβρουάριο του 1987, δεκάδες πολιτικοί κρατούμενοι απελευθερώθηκαν στην πρώτη μαζική απελευθέρωση μετά από το "ξεπάγωμα" του Χρουστσόφ στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Στις 6 Μαΐου 1987, η ρωσική εθνικιστική ομάδα Παμγιάτ πραγματοποίησε μια εγκεκριμένη διαδήλωση στη Μόσχα. Οι αρχές δεν διέλυσαν τη διαδήλωση και κρατούσαν την κυκλοφορία έξω από την πορεία των διαδηλωτών, ενώ συνέχιζαν την πορεία τους σε μια απρόσμενη συνάντηση με τον Μπόρις Γέλτσιν, ηγέτη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Μόσχας και ένας από τους στενότερους σύμμαχους του Γκορμπατσώφ εκείνη την εποχή. Στις 25 Ιουλίου 1987, 300 Τάταροι της Κριμαίας οργάνωσαν μια διαδήλωση κοντά στο Κρεμλίνο για αρκετές ώρες ζητώντας το δικαίωμα να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, από την οποία είχαν απελαθεί το 1944. Η αστυνομία και οι στρατιώτες απλώς κοιτούσαν.]

Στις 10 Σεπτεμβρίου του 1987, μετά από μια διάλεξη του σκληροπυρηνικού Ιγκόρ Λιγκάτσεφ στο Πολίτμπιρο για την επίτρεψη δύο παράνομων διαδηλώσεων στη Μόσχα, ο Μπόρις Γιέλτσιν, έγραψε μια επιστολή παραίτησης προς τον Γκορμπατσόφ, ο οποίος βρισκόταν σε διακοπές στη Μαύρη Θάλασσα. Ο Γκορμπατσόφ εξεπλάγη καθώς κανείς δεν είχε παραιτηθεί οικειοθελώς από το Πολίτμπιρο.Στις 27 Οκτωβρίου 1987, στη συνάντηση της Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής, ο Γέλτσιν, απογοητευμένος καθώς ο Γκορμπατσόφ δεν είχε αντιμετωπίσει οποιοδήποτε από τα ζητήματα που περιγράφονταν στην επιστολή παραίτησης, επέκρινε τον αργό ρυθμό των μεταρρυθμίσεων, την υπηρετικότητα προς τον γενικό γραμματέα, και ότι η αντίθεση από τον Λιγκάτσεφ οδήγησαν στην παραίτηση του (του Γέλτσιν). Μέχρι τότε, κανείς δεν είχε απευθυνθεί τόσο ξεδιάντροπα στον Αρχηγό του Κόμματος μπροστά από την Κεντρική Επιτροπή όπως ο Λέων Τρότσκι στη δεκαετία του 1920. Στην απάντησή του, ο Γκορμπατσόφ κατηγόρησε τον Γέλτσιν για "πολιτική ανωριμότητα" και "απόλυτη ανευθυνότητα". Κανένας δεν υποστήριξε τον Γέλτσιν.

Παρ΄όλα αυτά, μετά τα νέα της απειθαρχίας του Γέλτσιν και την εξάπλωση της "μυστικής ομιλίας", οι εκδόσεις σαμιζντάτ άρχισαν να κυκλοφορύν. Αυτό σηματοδότησε την αρχή του μετατροπή του Γέλτσιν σε επαναστάτη και την άνοδο της δημοτικότητας του ως αντι-ιδρυσιακή φιγούρα. Τα ακόλουθα τέσσερα χρόνια πολιτικού αγώνα μεταξύ του Γιέλτσιν και του Γκορμπατσόφ έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη διάλυση της ΕΣΣΔ. Στις 11 Νοεμβρίου 1987, ο Γέλτσιν απολύθηκε από το αξίωμα του Πρώτου Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Μόσχας.

Βαλτικές δημοκρατίες: Διαδηλώσεις Μολότοφ-Ρίμπεντροπ

Η 23η Αυγούστου 1987 ήταν η ημέρα της 48ης επετείου από την υπογραφή του μυστικού Συμφώνου Μολότωφ μεταξύ του Αδόλφου Χίτλερ και του Ιωσήφ Στάλιν. Ένα από τα επακόλουθα του συμφώνου ήταν η προσάρτηση των Βαλτικών κρατών στη Σοβιετική Ένωση. Χιλιάδες διαδηλωτές στις τρεις πρωτεύουσες της Βαλτικής είχαν την ευκαιρία να τραγουδήσουν τραγούδια για την ανεξαρτησία και να παρακολουθήσουν ομιλίες εις μνήμη των θυμάτων του Στάλιν. Οι συναντήσεις καταγγέλθηκαν σημαντικά στον επίσημο τύπο και τη διαδήλωση παρακολουθούσε στενά η αστυνομία, αλλά δεν τη διέκοψε.

Η Μόσχα χάνει τον έλεγχο

Το 1988 ο Γκορμπατσώφ ξεκίνησε να χάνει τον έλεγχο δύο μικρών αλλά ενοχλητικών περιοχών της Σοβιετικής Ένωσης, καθώς οι Βαλτικές δημοκρατίες είχαν καταληφθεί από τα λαϊκά μέτωπά τους, και ο Καύκασος κατευθυνόταν προς τη βία και τον εμφύλιο πόλεμο.

Στις 1 Ιουλίου 1988, στην τέταρτη και τελευταία μέρα της 19ης Διάσκεψης του Κόμματος, ο Γκορμπατσόφ κέρδισε την υποστήριξη των κουρασμένων αντιπροσώπων για την πρόταση δημιουργίας νέου ανώτατου νομοθετικού σώματος, το Κογκρέσο των Αντιπροσώπων του Λαού. Απογοητευμένος από την αντίσταση των παλιών φρουρών, ο Γκορμπατσόφ ξεκίνησε μια σειρά συνταγματικών αλλαγών για τον διαχωρισμό κόμματος και κράτους, απομονώνοντας έτσι τους συντηρητικούς αντιπάλους του κόμματος. Οι λεπτομερείς προτάσεις για το νέο Κογκρέσο των Αντιπροσώπων του Λαού δημοσιεύτηκαν στις 2 Οκτωβρίου 1988, και επέτρεψαν τη δημιουργία της νέας νομοθετικής συνέλευσης. Το Ανώτατο Σοβιέτ, κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του στο τριήμερο 29 Νοεμβρίου-1 Δεκεμβρίου 1988, πραγματοποίησε τροποποιήσεις στο Σοβιετικό σύνταγμα του 1977, θέσπισε νόμο για την εκλογική μεταρρύθμιση και έθεσε την ημερομηνία των εκλογών στις 26 Μαρτίου 1989.

Στις 29 Νοεμβρίου 1988, η Σοβιετική Ένωση σταμάτησε να κάνει παρεμβολές σε όλους τους ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς, επιτρέποντας για πρώτη φορά στους πολίτες της χώρας την απεριόριστη πρόσβαση σε ειδησεογραφικές πηγές πέρα από αυτές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Μόσχα: Περιορισμένος εκδημοκρατισμός

Την άνοιξη του 1989 (αν και περιορισμένα) οι κάτοικοι της Σοβιετικής Ένωσης ασκούσαν δημοκρατική επιλογή για πρώτη φορά από το 1917 εκλέγοντας το νέο Κογκρέσο των Αντιπροσώπων του Λαού. Εξίσου σημαντική ήταν η ζωντανή τηλεοπτική κάλυψη από τις νομοθετικές εργασίες χωρίς λογοκρισία, όπου οι άνθρωποι προηγουμένως φοβόντουσαν να λογοδοτήσουν και να ανακριθούν στην Κομμουνιστική ηγεσία. Αυτό το παράδειγμα τροφοδότησε το περιορισμένο πείραμα με τη δημοκρατία στην Πολωνία, που γρήγορα οδήγησε στην ανατροπή της Κομμουνιστικής κυβέρνησης στη Βαρσοβία εκείνο το καλοκαίρι – η οποία με τη σειρά της πυροδότησε εξεγέρσεις που ανέτρεψαν τον κομμουνισμό στις άλλες πέντε χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας, πριν από το τέλος του 1989, το έτος που έπεσε το Τείχος του Βερολίνου. Αυτά τα γεγονότα έδειξαν ότι οι λαοί της Ανατολικής Ευρώπης και της Σοβιετικής Ένωσης δεν υποστήριζαν τον εκσυγχρονισμό του Κομμουνισμού υπό τον Γκορμπατσόφ, αλλά προτίμησαν να τον εγκαταλείψουν εντελώς.

Το ίδιο έτος το CNN έγινε το πρώτο ξένο κανάλι που επετράπη να μεταδώσει τα ενημερωτικά τηλεοπτικά προγράμματά του στη Μόσχα. Επίσημα το CNN ήταν διαθέσιμο μόνο σε ξένους προσκεκλημένους στο Ξενοδοχείο Σαβόι, αλλά οι Μοσχοβίτες έμαθαν γρήγορα πως να βάλουν το κανάλι στους οικιακούς δέκτες τους. Αυτό είχε μεγάλη επίδραση για το πως έβλεπαν οι Ρώσοι τα γεγονότα της χώρας τους, με σχεδόν καθόλου λογοκρισία.

Η περίοδος υποβολών για τους υποψήφιους του Κογκρέσου των Αντιπροσώπων του Λαού διήρκεσε ένα μήνα και τελείωσε στις 24 Ιανουαρίου 1989. Για τον επόμενο μήνα η επιλογή ανάμεσα στους 7.531 επαρχιακούς προταχθέντες έλαβε χώρα σε συναντήσεις οργανωμένες από εκλογικές επιτροπές επιπέδου εκλογικής περιφέρειας. Στις 7 Μαρτίου δημοσιεύτηκε η τελική λίστα που περιλάμβανε 5.074 υποψήφιους, από τους οποίους το 85% ήταν μέλη του Κόμματος.

Δύο εβδομάδες πριν από τις εκλογές σε 1500 επαρχίες πραγματοποιήθηκαν εκλογές για να καλύψουν 750 ειδικές έδρες δημόσιων οργανισμών. 880 υποψήφιοι συμμετείχαν σε αυτές τις εκκλογές. Από αυτές τις έδρες, 100 διατέθηκαν στο ΚΚΣΕ, 100 στο Πανενωσιακό Κεντρικό Συμβούλιο των Συνδικάτων, 75 στην Κομμουνιστική Ένωση Νεολαίας (Κομσομόλ), 75 στην Επιτροπή των Σοβιετικών Γυναικών, 75 στην Οργάνωση Βετεράνων Πολέμου και Εργασίας, και 325 σε άλλους οργανισμούς όπως η Ακαδημία των Επιστημών. Η διαδικασία επιλογής έγινε τον Απρίλιο.

Στις γενικές εκλογές της 26ης Μαρτίου η συμμετοχή των ψηφοφόρων ανήλθε στο εντυπωσιακό ποσοστό του 89.8% και 1.958 (συμπεριλαμβανομένων 1.225 επαρχιακών εδρών) έδρες έλαβαν τον κάτοχό τους. Στις 2 και 9 Απριλίου διεξήχθησαν επαναληπτικές εκλογές. Επιπλέον εκλογές οργανώθηκαν στις 20 Απριλίου και στις 14 με 23 Μαΐου[56] στις 199 εναπομείναντες εκλογικές περιφέρειες όπου δεν επετεύχθη η απαραίτητη απόλυτη πλειοψηφία. Ενώ οι περισσότεροι εγκεκριμένοι υποψήφιοι του ΚΚΣΕ εξελέγησαν, περισσότερες από 300 έδρες δόθηκαν σε ανεξάρτητους υποψηφίους όπως ο Γέλτσιν, ο φυσικός Αντρέι Ζαχάρωφ και ο δικηγόρος Ανατόλι Σόμπτσακ.

Στην πρώτη συνεδρίαση του νέου Κογκρέσου των Αντιπροσώπων του Λαού, που διήρκεσε από τις 25 Μαΐου έως τις 9 Ιουνίου, οι σκληροπυρηνικοί διατηρήσαν τον έλεγχο, αλλά οι μεταρρυθμιστές χρησιμοποίησαν τη νομοθετική συνέλευση ως μια πλατφόρμα για συζήτηση και κριτική – η οποία μεταδόθηκε ζωντανά και χωρίς λογοκρισία. Αυτό άφησε τους κατοίκους αποσβολωμένους, καθώς στην ΕΣΣΔ δεν είχε συμβεί τίποτα καλύτερο από αυτή την ανέμελη συζήτηση. Στις 29 Μαΐου ο Γέλτσιν κατάφερε να εξασφαλίσει έδρα στο Ανώτατο Σοβιέτ, και το καλοκαίρι σχημάτισε την πρώτη αντιπολίτευση, τη Διαπεριφερειακή Ομάδα Αντιπροσώπων, η οποία αποτελούταν από Ρώσους εθνικιστές και φιλελεύθερους. Συνθέτοντας τη τελική νομοθετική ομάδα στη Σοβιετική Ένωση, αυτοί που εκλέχθηκαν το 1989 έπαιξαν ζωτικό ρόλο στις μεταρρυθμίσεις και την επακόλουθη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης κατά τα επόμενα δύο χρόνια.

Στις 30 Μαΐου 1989 ο Γκορμπατσόφ πρότεινε ότι οι εθνικές τοπικές εκλογές, προγραμματισμένες για τον Νοέμβριο του 1989, θα πρέπει να αναβληθούν μέχρι τις αρχές του 1990 καθώς δεν υπήρχε νόμος για την πραγματοποίηση αυτών των εκλογών. Αυτό θεωρείται από κάποιους τοπικούς αξιωματούχους του Κόμματος ως παραχώρηση, οι οποίοι φοβήθηκαν ότι θα πρέπει να παραιτηθούν από την εξουσία σε ένα κύμα συναισθήματος αντι-δημιουργίας.

Στις 25 Οκτωβρίου 1989 το Ανώτατο Σοβιέτ ψήφισε για την εξάλειψη των ειδικών εδρών για το Κομμουνιστικό Κόμμα και άλλες επίσημες οργανώσεις, στις εθνικές και τοπικές εκλογές, απαντώντας στη λαϊκή κριτική ότι οι ειδικές έδρες ήταν αντιδημοκρατικές. Μετά από έντονη συζήτηση, το 542 μελών Ανώτατο Σοβιέτ πέρασε το μέτρο με 254 υπέρ και 85 κατά (με 36 αποχές). Η απόφαση απαίτησε μια συνταγματική τροπολογία, η οποία επικυρώθηκε από την Ολομέλεια του Κογκρέσου, η οποία συνεδρίασε από τις 12 έως τις 15 Δεκεμβρίου. Επίσης περάστηκαν μέτρα που θα επιτρέπουν άμεσες εκλογές για τους προέδρους καθεμιάς από τις 15 δημοκρατίες. Ο Γκορμπατσόφ αντιστάθηκε έντονα στη μεταρρύθμιση κατά τη διάρκεια της συζήτησης, αλλά ηττήθηκε.

Απώλεια των κρατών-δορυφόρων

Η ψηφοφορία επέκτεινε την εξουσία των δημοκρατιών στις τοπικές εκλογές, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να αποφασίσουν οι ίδιες για το πώς να οργανώσουν την ψηφοφορία. Η Λετονία, η Λιθουανία και η Εσθονία είχαν ήδη προτείνει νόμους για τις άμεσες προεδρικές εκλογές. Οι τοπικές εκλογές σε όλες τις δημοκρατίες είχαν ήδη προγραμματιστεί να λάβουν χώρα σε διάφορες μέρες μεταξύ του Δεκεμβρίου και του Μαρτίου 1990.

Ενώ ήταν ονομαστικά ανεξάρτητες, οι έξι χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Ανατολική Ευρώπη ήταν ευρέως αναγνωρισμένες από τη διεθνή κοινότητα ως κράτη δορυφόροι. Όλες είχαν καταληφθεί από το Σοβιετικό Κόκκινο Στρατό το 1945, είχαν επιβεβλημμένα σοσιαλιστικά καθεστώτα Σοβιετικού τύπου και είχαν πολύ περιορισμένη ελευθερία δράσης σε εγχώριες και διεθνείς υποθέσεις. Κάθε κίνηση προς την πραγματική ανεξαρτησία καταπνιγόταν με στρατιωτική δύναμη όπως η Ουγγρική Επανάσταση του 1956 και η Άνοιξη της Πράγας το 1968. Ο Γκορμπατσόφ εγκατέλειψε το καταπιεστικό και ακριβό Δόγμα Μπρέζνιεφ το οποίο έκανε υποχρεωτική την παρέμβαση στα κράτη του Συμφώνου της Βαρσοβίας υπέρ της μη επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις των συμμάχων και χαριτολογώντας ανέφερε το τραγούδι "My Way" του Φρανκ Σινάτρα.

Ουκρανικό Ρουχ

Η Ημέρα Ανεξαρτησίας της Ουκρανίας εορτάστηκε στο Λβιβ και το Κίεβο στις 22 Ιανουαρίου του 1989. Χιλιάδες άτομα συγκεντρώθηκαν στο Λβιβ για μια μη εγκεκριμένη μολεμπέν (θρησκευτική λειτουργία) μπροστά από τον Καθεδρικό του Αγίου Γεωργίου. Στο Κίεβο, 60 ακτιβιστές συναντήθηκαν σε διαμέρισμα του Κιέβου για να τιμήσουν την ανακήρυξη της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουκρανίας το 1918. Στις 11 με 12 Φεβρουαρίου του 1989, η Εταιρεία Ουκρανικής Γλώσσας πραγματοποίησε το ιδρυτικό της συνέδριο. Στις 15 Φεβρουαρίου 1989 ανακοινώθηκε ο σχηματισμός της Πρωτοβουλίας της Επιτροπής για την Ανανέωση της Ουκρανικής Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το πρόγραμμα και το καταστατικό του κινήματος προτάθηκε από την Ένωση Συγγραφέων της Ουκρανίας και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Literaturna Ukraina στις 16 Φεβρουαρίου του 1989. Η οργάνωση περιείχε Ουκρανούς αντιφρονούντες όπως ο Βιατσεσλάβ Τσορνοβίλ.

Στο Κίεβο έλαβαν χώρα μεγάλες δημόσιες συγκεντρώσεις στα τέλη Φεβρουαρίου ως διαμαρτυρία ενάντια στους εκλογικούς νόμους στην παραμονή των εκλογών του Κογκρέσου των Αντιπροσώπων του Λαού της ΕΣΣΔ στις 26 Μαρτίου. Επίσης, οι διαδηλωτές ζήτησαν την παραίτηση του πρώτου γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ουκρανίας Βολοντιμίρ Στσερμπίτσκι. Οι διαδηλώσεις συνέπεσαν με την επίσκεψη του Σοβιετικού Προέδρου Γκορμπατσόφ στην Ουκρανία. Στις 26 Φεβρουαρίου 1989 20.000 με 30.000 άνθρωποι συμμετείχαν σε εγκεκριμένο οικουμενικό μνημόσυνο στο Λβιβ το οποίο σηματοδοτούσε την επέτειο θανάτου του Ουκρανού καλλιτέχνη και εθνικιστή Ταράς Σεβτσένκο, ο οποίος έζησε τον 19ο αιώνα.

Στις 4 Μαρτίου 1989 η Μνημειακή Κοινωνία ιδρύθηκε στο Κίεβο και δεσμεύτηκε να τιμήσει τα θύματα του Σταλινισμού και της κοινωνίας καθαρισμών των Σοβιετικών πρακτικών. Την επόμενη μέρα πραγματοποιήθηκε δημόσια διαδήλωση. Στις 12 Μαρτίου η προεκλογική συνάντηση που διοργανώθηκε μεταξύ της Ουκρανικής Ένωσης Ελσίνκι και της Μαριανικής Κοινωνίας Μιλοσέρντια (Συμπόνια) διαλύθηκε βίαια. Σχεδόν 300 άτομα συνελήφθησαν μετά τη συγκέντρωση. Στις 26 Μαρτίου πραγματοποιήθηκαν εκλογές για το Κογκρέσο των Αντιπροσώπων του Λαού. Οι επαναληπτικές εκλογές διεξήχθησαν στις 9 Απριλίου, 14 Μαΐου και 21 Μαΐου. Μεταξύ των 225 Ουκρανών βουλευτών οι περισσότεροι ήταν συντηρητικοί αλλά υπήρχαν και αρκετοί προοδευτικοί.

Η Μόσχα χάνει έξι δημοκρατίες

Στις 7 Φεβρουαρίου 1990 η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΣΕ αποδέχτηκε τη σύσταση του Γκορμπατσόφ για την κατάργηση του μονοπώλιου του Κόμματος στην πολιτική εξουσία. Το 1990 οι δεκαπέντε δημοκρατίες της ΕΣΣΔ πραγματοποίησαν τις πρώτες ανταγωνιστικές εκλογές, με τους μεταρρυθμιστές και εθνικιστές να κερδίζουν πολλές έδρες. Το ΚΚΣΕ έχασε τις εκλογές σε έξι δημοκρατίες:

Στη Λιθουανία κέρδισε το Σαγιούντις στις 24 Φεβρουαρίου (επαναληπτικές εκλογές διεξήχθησαν στις 4, 7, 8 και 10 Μαρτίου).

Στη Μολδοβία κέρδισε το Λαϊκό Μέτωπο της Μολδαβίας στις 25 Φεβρουαρίου.

Στην Εσθονία κέρδισε το Εσθονικό Λαϊκό Μέτωπο στις 18 Μαρτίου.

Στη Λετονία κέρδισε το Λετονικό Λαϊκό Μέτωπο στις 18 Μαρτίου (επαναληπτικές εκλογές διεξήχθησαν στις 25 Μαρτίου, στις 1 Απριλίου και 29 Απριλίου).

Στην Αρμενία κέρδισε το Παναρμενικό Εθνικό Κίνημα στις 20 Μαΐου (επαναληπτικές εκλογές διεξήχθησαν στις 3 Ιουνίου και 15 Ιουλίου).

Στη Γεωργία κέρδισε το Γυριστό Τραπέζι-Ελεύθερη Γεωργία στις 28 Οκτωβρίου (η επαναληπτική εκλογή διεξήχθη στις 11 Νοεμβρίου).

Οι δημοκρατίες άρχισαν να δηλώνουν την εθνική τους κυριαρχία και άρχισε ο λεγόμενος "πόλεμος των νόμων" με την κεντρική κυβέρνηση της Μόσχας, απορρίπτοντας την ενωσιακή νομοθεσία που ερχόταν σε σύγκρουση με τους τοπικούς νόμους, υποστηρίζοντας τον έλεγχο τους στην τοπική οικονομία. Επίσης αρνήθηκαν να πληρώσουν τους φόρους. Αυτή η σύγκρουση προκάλεσε οικονομική αποδιάρθρωση καθώς οι γραμμές παροχής είχαν διακοπεί. Αυτό προκάλεσε την περαιτέρω πτώση της Σοβιετικής οικονομίας.

1991 Κρίση της Μόσχας

Μετά την ανακήρυξη ανεξαρτησίας από τη Γεωργία το 1991, η Νότια Οσσετία και Αμπχαζία εξέφρασαν την επιθυμία τους να αποσχιστούν από τη Γεωργία και να παραμείνουν μέρος της Σοβιετικής Ένωσης/Ρωσίας.

Στις 14 Ιανουαρίου 1991, ο Νικολάι Ρύζκοφ παραιτήθηκε από τη θέση του ως Πρόεδρος του Συμβουλίου των Υπουργών ή Πρωθυπουργός της Σοβιετικής Ένωσης. Τον διαδέχτηκε ο Βαλεντίν Παβλόφ στη νεοσύστατη θέση του Πρωθυπουργού της Σοβιετικής Ένωσης.

Στο δημοψήφισμα της 17ης Μαρτίου 1991, το 76.4% των ψηφοφόρων ενέκρινε τη διατήρηση μιας μεταρρυθμισμένης Σοβιετικής Ένωσης.Οι δημοκρατίες της Βαλτικής, ηΑρμενία, η Γεωργία και η Μολδαβία μποϊκόταραν ο δημοψήφισμα, καθώς και η Τσετσενο-Ινγκουσετία (μια αυτόνομη δημοκρατία στη νότια Ρωσία με έντονη επιθυμία για ανεξαρτησία, η οποία αυτοαναφερόταν ως Ιτσκερία).[100] Στις εννέα συμμετέχοντες δημοκρατίες η πλειοψηφία των ψηφοφόρων υποστήριξε τη διατήρηση της μεταρρυθμισμένης Σοβιετικής Ένωσης.

Πρόεδρος της Ρωσίας, Μπορίς Γέλτσιν

Στις 12 Ιουνίου 1991 ο Μπορίς Γέλτσιν κέρδισε το 57% της λαϊκής ψήφου στις προεδρικές εκλογές, νικώντας τον προτεινόμενο υποψήφιο του Γκορμπατσόφ, τον Νικολάι Ρύζκοφ, ο οποίος κέρδισε το 16 τοις εκατό των ψήφων. Μετά την εκλογή του Γέλτσιν ως πρόεδρος, η Ρωσία διακήρυξε την ανεξαρτησία της. Κατά την προεκλογική του εκστρατεία ο Γέλτσιν επέκρινε τη "δικτατορία του κέντρου" αλλά δεν πρότεινε την εισαγωγή της οικονομίας της αγοράς.

Πραξικόπημα του Αυγούστου

Άρματα μάχης στην Κόκκινη Πλατεία κατά την απόπειρα πραξικοπήματος του 1991.

Αντιμέτωπος με αυξανόμενες αποσχιστικές τάσεις, ο Γκορμπατσώφ προσπάθησε να αναδιαρθρώσει τη Σοβιετική Ένωση σε μια λιγότερο συγκεντρωτική κατάσταση. Στις 20 Αυγούστου 1991, είχε προγραμματιστεί η υπογραφή μιας νέας Ενωσιακής Συνθήκης που θα μετέτρεπε τη Σοβιετική Ένωση σε ομοσπονδία ανεξάρτητων δημοκρατιών με κοινό πρόεδρο, εξωτερική πολιτική και στρατό. Το σχέδιο έλαβε σθεναρή υποστήριξη από τις δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας, οι οποίες χρειαζόντουσαν τα οικονομικά πλεονεκτήματα μιας κοινής αγοράς για να ευημερήσουν. Ωστόσο, αυτό θα περιείχε κάποιο βαθμό από το συνεχιζόμενο έλεγχο του Κομμουνιστικού Κόμματος επί της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.

Οι πιο ριζοσπάστες μεταρρυθμιστές ήταν όλο και περισσότερο πεπεισμένοι ότι η ταχεία μετάβαση στην οικονομία της αγοράς ήταν απαραίτητη, ακόμη και αν το τελικό αποτέλεσμα σήμαινε τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης σε διάφορα ανεξάρτητα κράτη. Η ανεξαρτησία επίσης αναγνωρίστηκε με τις επιθυμίες του Γέλτσιν ως πρόεδρος της ρωσικής Ομοσπονδίας, καθώς και από τις περιφερειακές και τοπικές αρχές που ήθελαν να απαλλαγούν από το διάχυτο έλεγχο της Μόσχας. Σε αντίθεση με τη χλιαρή ανταπόκριση της συνθήκης από τους μεταρρυθμιστές, οι συντηρητικοί, οι "πατριώτες" και οι ρώσοι εθνικιστές της ΕΣΣΔ – ακόμα δυνατοί εντός του ΚΚΣΕ και του στρατού – ήταν αντίθετοι με την αποδυνάμωση του Σοβιετικού κράτους και τη συγκεντρωτική δομή της εξουσίας.

Στις 19 Αυγούστου 1991, ο αντιπρόεδρος του Γκορμπατσόφ Γκενάντι Γιανάγιεφ, ο Πρωθυπουργός Βαλεντίν Πάβλοφ, ο Υπουργός Άμυνας Ντμίτρι Γιάζοφ, ο αρχηγός της KGB Βλαντιμίρ Κριούτσκοφ και άλλοι ανώτεροι αξιωματούχοι ενήργησαν για να εμποδίσουν την υπογραφή της Νέας Ενωσιακής Συνθήκης διαμορφώνοντας τη "Γενική Επιτροπή για την Κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης", η οποία έθεσε τον Γκορμπατσόφ σε κατ΄οίκον περιορισμό, διακόπτοντας τις επικοινωνίες του Γκορμπατσόφ. Εκείνη τη στιγμή ο Γκορμπατσόφ βρισκόταν σε διακοπές στο Φόρος στη Κριμαία. Οι ηγέτες του πραξικοπήματος εξέδωσαν επείγον διάταγμα για την αναστολή της πολιτικής δραστηριότητας και την απαγόρευση των περισσότερων εφημερίδων.

Οι διοργανωτές του πραξικοπήματος ανέμεναν λαϊκή υποστήριξη αλλά διαπίστωσαν ότι η κοινή γνώμη στις μεγάλες πόλεις και δημοκρατίες ήταν σε μεγάλο βαθμό εναντίον τους, το οποίο εκδηλώθηκε με δημόσιες διαδηλώσεις, ιδιαίτερα στη Μόσχα. Ο πρόεδρος Γέλτσιν της Ρωσικής ΣΟΣΔ καταδίκασε το πραξικόπημα και κέρδισε λαϊκή υποστήριξη.

Χιλιάδες Μοσχοβίτες βγήκαν να υπερασπιστούν τον Λευκό Οίκο (του Κοινοβουλίου της Ρωσικής Ομοσπονδίας και του Γραφείου του Γέλτσιν), τη συμβολική έδρα της ρωσικής κυριαρχίας. Οι διοργανωτές προσπάθησαν χωρίς επιτυχία να συλλάβουν τον Γέλτσιν, ο οποίος πραγματοποιούσε αντίσταση στο πραξικόπημα, κάνοντας ομιλίες από την κορυφή ενός άρματος μάχης. Οι ειδικές δυνάμεις που απεστάλησαν από τους ηγέτες του πραξικοπήματος έλαβαν θέσεις κοντά στο Λευκό Οίκο, αλλά οι βουλευτές αρνήθηκαν να εισβάλουν στο κλεισμένο κτίριο. Οι ηγέτες του πραξικοπήματος παρέλειψαν να παρεμβάλουν τα ξένα δελτία ειδήσεων. Έτσι πολλοί Μοσχοβίτες παρακολούθησαν το γεγονός ζωντανά στο CNN. Ακόμη και ο απομονωμένος Γκορμπατσόφ μπόρεσε να μείνει ενήμερος για τις εξελίξεις, μένοντας συντονισμένος στην Παγκόσμια Υπηρεσία του BBC σε ένα μικρό τρανζίστορ.[102]

Μετά από τρεις μέρες, στις 21 Αυγούστου, το πραξικόπημα κατέρρευσε. Οι διοργανωτές συνελήφθησαν και ο Γκορμπατσόφ αποκαταστάθηκε στο αξίωμά του. Ωστόσο, η εξουσία του είχε μειωθεί αρκετά.

Η πτώση: Αύγουστος-Δεκέμβριος 1991

Υπογραφή της συμφωνίας για την ίδρυση της Κοινοπολιτείας των Ανεξάρτητων Κρατών (ΚΑΚ), 8 Δεκεμβρίου 1991.

Στις 24 Αυγούστου του 1991, ο Γκορμπατσόφ διέλυσε την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΣΕ, παραιτήθηκε από γενικός γραμματέας του κόμματος και διέλυσε όλες τις μονάδες του κόμματος στην κυβέρνηση. Πέντε ημέρες αργότερα, το Ανώτατο Σοβιέτ ανέστειλε επ΄ αόριστον όλες τις δραστηριότητες του ΚΚΣΕ στο έδαφος της Σοβιετικής Ένωσης, ολοκληρώνοντας το κομμουνιστικό καθεστώς της Σοβιετικής Ένωσης και διαλύοντας τη μόνη εναπομείνουσα ενοποιητική δύναμη της χώρας. Ο Γκορμπατσόφ ίδρυσε το Κρατικό Συμβούλιο της Σοβιετικής Ένωσης στις 5 Σεπτεμβρίου, με σκοπό να φέρει τον ίδιο και τους ανώτατους αξιωματούχους από τις υπόλοιπες δημοκρατίες σε μια συλλογική ηγεσία, ικανή να διορίζει τον πρωθυπουργό της Σοβιετικής Ένωσης. Το συμβούλιο δεν λειτούργησε ποτέ σωστά, αν και ο Ιβάν Σιλάγιεφ ανέλαβε ντε φάκτο το εν λόγω αξίωμα μέσω της Επιτροπής για τη Λειτουργική Διαχείριση της Σοβιετικής Οικονομίας και την Εθνική Οικονομική Επιτροπή. Ακόμη προσπάθησε να διαμορφώσει μια κυβέρνηση αλλά υπήρξε ραγδαία μείωση των εξουσιών.

Η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε με δραματική ταχύτητα κατά το τελευταίο τρίμηνο του 1991. Μεταξύ Αυγούστου και Δεκεμβρίου, 10 δημοκρατίες ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους, σε μεγάλο βαθμό υπό το φόβο νέου πραξικοπήματος. Στα τέλη Σεπτεμβρίου, ο Γκορμπατσόφ δεν είχε πλέον την εξουσία να επηρεάσει τα γεγονότα έξω από τη Μόσχα. Αμφισβητήθηκε ακόμη και εκεί από τον Γέλτσιν, ο οποίος είχε αρχίσει να παίρνει πάνω του ότι απέμεινε από τη Σοβιετική κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένου του Κρεμλίνου.

Στις 17 Σεπτεμβρίου 1991, η Εσθονία, η Λετονία και η Λιθουανία προσχώρησαν στα Ηνωμένα Έθνη μετά την έγκριση των ψηφισμάτων 46/4, 46/5 και 46/6, που αντιστοιχούν στα ψηφίσματα 709, 710 και 711 του Συμβουλίου Ασφαλείας τα οποία περάστηκαν στις 12 Σεπτεμβρίου.

Στις 7 Νοεμβρίου 1991 οι περισσότερες εφημερίδες αναφέρονταν στη χώρα ως «πρώην Σοβιετική Ένωση».

Ο τελικός γύρος της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης ξεκίνησε με το ουκρανικό δημοψήφισμα στις 1 Δεκεμβρίου 1991, όπου το 90% των ψηφοφόρων επέλεξαν την ανεξαρτησία της χώρας. Η απόσχιση της Ουκρανίας, η δεύτερη σημαντικότερη δημοκρατία της ένωσης οικονομικά και πολιτικά, εξανέμισε κάθε ρεαλιστική δυνατότητα διατήρησης της Σοβιετικής Ένωσης ακόμη και σε περιορισμένη κλίμακα. Οι ηγέτες των τριών βασικών Σλαβικών δημοκρατιών (Ρωσία, Ουκρανία και Λευκορωσία) συμφώνησαν να συζητήσουν τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις για την ένωση.

Στις 8 Δεκεμβρίου, οι ηγέτες της Ρωσίας, της Ουκρανίας, και της Λευκορωσίας συναντήθηκαν κρυφά στο Μπελαβέζσκαγια Πούστσα της δυτικής Λευκορωσίας όπου υπέγραψαν τις Συμφωνίες Μπελαβέζα. Οι συμφωνίες κήρυξαν το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης και ανακοίνωσαν τον σχηματισμό της Κοινοπολιτείας Ανεξάρτητων Κρατών (ΚΑΚ) ως μια πιο χαλαρή ένωση που θα πάρει τη θέση της. Επίσης κάλεσαν τις άλλες δημοκρατίες να ενταχθούν στην ΚΑΚ. Ο Γκορμπατσόφ το ονόμασε ως αντισυνταγματικό πραξικόπημα. Ωστόσο, αυτή τη φορά δεν υπήρχε πλέον καμία αμφιβολία, καθώς το προοίμιο των Συμφωνιών έγραφε: "Η ΕΣΣΔ, ως αντικείμενο διεθνούς δικαίου και γεωπολιτικής πραγματικότητας, παύει να υπάρχει."

Στις 12 Δεκεμβρίου, το Ανώτατο Σοβιέτ της Ρωσικής ΣΟΣΔ επικύρωσε επίσημα τις Συμφωνίες Μπελαβέζα και αποκήρυξε τη Συνθήκη Δημιουργίας της ΕΣΣΔ του 1922. Επίσης οι Ρώσοι βουλευτές ανακλήθηκαν από το Ανώτατο Σοβιέτ της ΕΣΣΔ. Η νομιμότητα της δράσης αυτής ήταν αμφίβολη, καθώς η Σοβιετική νομοθεσία δεν επέτρεπε τη μονομερή ανάκληση αντιπροσώπων από μια δημοκρατία.

Ωστόσο δεν υπήρχε αντίδραση από το Κρεμλίνο ή τη Ρωσία. Κατά πάσα πιθανότητα οι ενστάσεις του Κρεμλίνου δεν θα είχαν καμία επίδραση, δεδομένου ότι η Σοβιετική κυβέρνηση είχε γίνει ανίκανη αρκετό καιρό πριν τον Δεκέμβριο. Στην πραγματικότητα η μεγαλύτερη και ισχυρότερη δημοκρατία είχε αποσχιστεί από την Ένωση. Αργότερα εκείνη την ημέρα ο Γκορμπατσόφ άφησε να εννοηθεί για πρώτη φορά ότι σκεφτόταν να παραιτηθεί.

Στις 17 Δεκεμβρίου του 1991, μαζί με 28 Ευρωπαϊκές χώρες, την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, και τέσσερις μη-Ευρωπαϊκές χώρες, οι τρεις Δημοκρατίες της Βαλτικής και εννέα από τις δώδεκα υπόλοιπες Σοβιετικές δημοκρατίες υπέγραψαν την Ευρωπαϊκή Χάρτα για την Ενέργεια στη Χάγη ως κυρίαρχα κράτη.

Πέντε δικέφαλοι Ρωσικοί αετοί (στο κάτω μέρος) αντικατέστησαν το πρώην κρατικό έμβλημα της Σοβιετικής Ένωσης και την επιγραφή "СССР" (στο πάνω μέρος) στην πρόσοψη του Μεγάλου Παλατιού του Κρεμλίνου μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ.

Υπήρχαν αμφιβολίες πάνω από το εάν οι Συμφωνίες Μπελαβέζα διέλυσαν νόμιμα τη Σοβιετική Ένωση, καθώς υπεγράφησαν από τρεις δημοκρατίες. Ωστόσο, στις 21 Δεκεμβρίου του 1991, εκπρόσωποι των 11 από τις 12 δημοκρατίες (όλες εκτός από τη Γεωργία) υπέγραψαν το Πρωτόκολλο της Άλμα-Άτα, το οποίο επιβεβαίωσε τη διάλυση της Ένωσης και ίδρυσε επίσημα Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών. Επίσης "αποδέχτηκαν" την παραίτηση του Γκορμπατσόφ. Ενώ ο Γκορμπατσόφ δεν είχε κάνει κάποιο επίσημο σχεδιασμό για να παραιτηθεί από το αξίωμά του, δήλωσε στο CBS News ότι θα παραιτηθεί μόλις δει ότι η ΚΑΚ θα γίνει όντως μια πραγματικότητα.[109]

Σε μια εθνική τηλεοπτική ομιλία νωρίς το πρωί της 25ης Δεκεμβρίου 1991, ο Γκορμπατσόφ παραιτήθηκε ως πρόεδρος της ΕΣΣΔ – ή όπως ανακοίνωσε, "δηλώνω ότι διακόπτω τις δραστηριότητές μου στη θέση του Προέδρου της Ένωσης των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών." Δήλωσε ότι το αξίωμα καταργείται, και ότι όλες τις εξουσίες του (όπως ο έλεγχος του πυρηνικού οπλοστασίου) παραχωρούνται στον Γέλτσιν. Μια εβδομάδα νωρίτερα, ο Γκορμπατσόφ συναντήθηκε με τον Γέλτσιν και αποδέχθηκε το τετελεσμένο γεγονός της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης. Την ίδια ημέρα, το Ανώτατο Σοβιέτ της Ρωσικής ΣΟΣΔ ενέκρινε το καταστατικό αλλαγής του επίσημου ονόματος της Ρωσίας από "Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία" σε "Ρωσική Ομοσπονδία," δείχνοντας ότι πλέον είναι κυρίαρχο κράτος.

Το βράδυ της 25ης Δεκεμβρίου, στις 7:32 μ. μ. ώρα Μόσχας, αφού ο Γκορμπατσόφ έφυγε από το Κρεμλίνο, η Σοβιετική σημαία υπεστάλη για τελευταία φορά. Στη θέση της υψώθηκε η ρωσική σημαία, σηματοδοτώντας συμβολικά το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης. Στα αποχαιρετιστήρια λόγια του, υπερασπίστηκε το ρεκόρ του για την εγχώρια μεταρρύθμιση και την ύφεση, αλλά παραδέχθηκε ότι "Το παλιό σύστημα κατέρρευσε πριν αφότου ένα νέο είχε χρόνο για να αρχίσει να δουλεύει."[110] Την ίδια μέρα, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος πραγματοποίησε μια σύντομη τηλεοπτική ομιλία αναγνωρίζοντας επισήμως την ανεξαρτησία των 11 δημοκρατιών.

Στις 26 Δεκεμβρίου, η άνω βουλή του Ενωσιακού Ανώτατου Σοβιέτ ψήφισε την κατάργηση της ύπαρξης της Σοβιετικής Ένωσης. (Η κάτω βουλή, το Συμβούλιο της Ένωσης, δεν ήταν σε θέση να λειτουργήσει από τις 12 Δεκεμβρίου, όταν ανακλήθηκαν οι Ρώσοι βουλευτές αφήνοντάς το χωρίς ένα ελάχιστο αριθμό αντιπροσώπων έτσι ώστε να είναι ικανό να λειτουργήσει.) Την επόμενη μέρα ο Γέλτσιν μετακινήθηκε στο πρώην αξίωμα του Γκορμπατσόφ, αν και οι ρωσικές αρχές είχαν αναλάβει τη σουίτα δύο ημέρες νωρίτερα. Στο τέλος του 1991, τα λίγα εναπομείναντα Σοβιετικά ιδρύματα που δεν είχαν καταληφθεί από τη Ρωσία έπαυσαν τη λειτουργία τους, και οι επιμέρους δημοκρατίες ανέλαβαν τον ρόλο της κεντρικής κυβέρνησης.

Το Πρωτόκολλο της Άλμα-Άτα απευθυνόταν επίσης και σε άλλα θέματα όπως η ιδιότητα μέλους στον ΟΗΕ. Ειδικότερα, η Ρωσία ανέλαβε την ιδιότητα μέλους της Σοβιετικής Ένωσης στον ΟΗΕ, καθώς και τη μόνιμη έδρα της στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Ο Σοβιετικός Πρεσβευτής στον ΟΗΕ παρέδωσε μια επιστολή υπογεγραμμένη από τον Ρώσο Πρόεδρο Γέλτσιν στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών με ημερομηνία 24 Δεκεμβρίου 1991, ενημερώνοντάς τον ότι με βάση το Πρωτόκολλο της Άλμα-Άτα, η Ρωσία ήταν το διάδοχο κράτος της ΕΣΣΔ. Αφού έγινε γνωστό σε όλα τα μέλη του ΟΗΕ η δήλωση ανακηρύχθηκε αποδεκτή την τελευταία ημέρα του έτους, στις 31 Δεκεμβρίου 1991, χωρίς να υπάρξει ένσταση.