«Προσωπικά, είμαι πολύ χαρούμενος που κέρδισε τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί; Όχι επειδή εμπιστεύομαι το δήθεν κεϋνσιανό οικονομικό του πρόγραμμα, που είναι πολύ πρόχειρο, ασυλλόγιστο και εντελώς ανεφάρμοστο. Αλλά επειδή πιστεύω ότι μόνον ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μεταρρυθμίσει το ελληνικό κράτος.
Δεν το είχαμε καταλάβει στην αρχή της κρίσης, το 2010, αλλά τώρα πια οι περισσότεροι ευρωπαίοι παράγοντες έχουν συνειδητοποιήσει ότι το ελληνικό πρόβλημα δεν είναι ένα πρόβλημα δημόσιων οικονομικών, είναι ένα πρόβλημα δομής του κράτους, κράτους δικαίου, απονομής δικαιοσύνης. Πρέπει όλα να αλλάξουν, η Ελλάδα χρειάζεται μια αληθινή επανάσταση. Αλλά η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ είχαν εξαντλήσει τα μεταρρυθμιστικά όριά τους. Αυτό το διεφθαρμένο, πελατειακό, αναποτελεσματικό κράτος, που απομυζά την ελληνική οικονομία προς το συμφέρον ολίγων και που αποτελεί την αληθινή αιτία της ελληνικής κρίσης, είναι τέκνο τους, δημιούργημά τους. Προσπάθησαν να κάνουν αλλαγές, αλλά δεν ήταν δυνατόν να τις ολοκληρώσουν. Ήταν ώρα να φύγουν, λοιπόν. Είναι προφανές. Και ήταν αναγκαίο να έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ. Στην αρχή θα τους ακούσετε να λένε διάφορες βλακείες, να κάνουν ανόητες δηλώσεις- αλλά όλες οι νέες κυβερνήσεις κομμάτων που έρχονται πρώτη φορά στην εξουσία το κάνουν αυτό. Κάποια στιγμή, ελπίζω ότι θα συνειδητοποιήσουν πως έχουν μια μεγάλη ευκαιρία. Να έρθουν εδώ στις Βρυξέλλες και να διαπραγματευθούν μια συμφωνία για την οποία οι Ευρωπαίοι είναι έτοιμοι: «Χαλαρώστε λίγο την λιτότητα, δώστε μας τον αναγκαίο δημοσιονομικό χώρο και την στήριξη, κι εμείς δεσμευόμαστε να θέσουμε σε εφαρμογή ένα συγκεκριμμένο και μετρήσιμο πρόγραμμα βαθιάς μεταρρύθμισης του κράτους και του τρόπου απονομής δικαιοσύνης στην Ελλάδα».
Καταγράφω, απομαγνητοφωνημένη λέξη προς λέξη, την απάντηση που μου είχε δώσει ένας insider των Βρυξελλών, πριν ακόμη η πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα πάρει ψήφο εμπιστοσύνης στην Βουλή, αρχές Φεβρουαρίου του 2015. Την κράτησα γιατί αποτυπώνει με μεγάλη ακρίβεια το κλίμα που συναντούσα εκείνες τις ημέρες στις Βρυξέλλες, την στάση των περισσότερων από τους συνομιλητές μου στο ευρωπαϊκό πεδίο.
Λίγους μήνες αργότερα, ενώ το βαρουφάκειο δράμα πλησίαζε την κορύφωσή του και τα νεύρα ήταν τεντωμένα, ο συνομιλητής μου διατηρούσε ψυχραιμία και καλή πίστη. Στοιχημάτιζε πως στο τέλος ένας συμβιβασμός θα βρισκόταν. Αλλά όταν τον ρώτησα αν διατηρεί τις ελπίδες του πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα γινόταν ο φορέας της μεταρρύθμισης του ελληνικού κράτους, ήταν ήδη συννεφιασμένος: «Νιώθω- και πολλοί άλλοι σαν εμένα- κάποια απογοήτευση. Πέντε μήνες τώρα δεν έχει γίνει το παραμικρό. Ούτε βήμα. Καμμιά αλλαγή. Υπάρχει η δικαιολογία της διαπραγμάτευσης. Αλλά δεν διαπραγματεύεται δα ολόκληρη η κυβέρνηση στις Βρυξέλλες. Δεν υπάρχει κανείς πίσω, να προωθήσει κάτι; Φοβάμαι ότι απλώς δεν υπάρχει κανένα απολύτως σχέδιο».
Δύο χρόνια αργότερα, παραμονές της επετείου των εκλογών του Ιουνίου, επέστρεψα στον ίδιο συνομιλητή, ζητώντας του κάτι σαν τελικό απολογισμό. Απομαγνητοφωνώ την απάντησή του: «Όλη η συζήτηση εξακολουθεί να γυρίζει γύρω από το θέμα του χρέους. Αλλά το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι το χρέος της, είναι το κράτος της. Μπορεί η κυβέρνηση Τσίπρα να μεταρρυθμίσει αυτό το κράτος; Λυπάμαι που το λέω, αλλά δεν ξέρω απόλύτως κανέναν εδώ στις Βρυξέλλες που να το πιστεύει πια αυτό. Μετά από δύο χρόνια, κανείς δεν έχει αυταπάτες. Στα δικά μου μάτια, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κάτι σαν το «υπαρκτό ΠΑΣΟΚ». Οικειοποιείται αυτό που θα έπρεπε να αλλάξει. Η μεταρρυθμιστική προσδοκία έχει ολοκληρωτικά διαψευστεί».
Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να συμφωνήσει με την άποψη κάποιου τρίτου, καλοπροαίρετου τρίτου, που μας βλέπει, όμως, από μακρυά. Ούτε την παραθέτω ως ακριβές μέτρο της διαδρομής που διανύθηκε αυτά τα δύο χρόνια. Αλλά, ως συμβολή στους εορτασμούς της σημερινής επετείου, ίσως κάποιος την προσέξει. Έστω, με το κίνητρο να την διαψεύσει.