Με 22 νεκρούς και 59 τραυματίες, εφήβους και μικρά παιδιά, είναι κατάλληλες μέρες να δικάσουμε τη Σώτη για ισλαμοφοβία.
Δεν φανταζόμουν ότι θα συζητούσαμε ακόμα αυτό το θέμα, προσπάθησα να περάσει ανώδυνα και να χαθεί όσο γίνεται πιο γρήγορα. Άνθρωποι είμαστε, γίνονται και λάθη, αστοχίες, καμιά φορά ο υπερβολικός ζήλος ή η κρατική ευθυνοφοβία έχουν αναπάντεχα αποτελέσματα. Όμως δεν πρόκειται για λάθος, ένα μήνα τώρα, με φανατισμό και ζήλο, απίθανοι άνθρωποι που δεν θα το περίμενες ποτέ, συζητούν για τον «ρατσισμό» και την «ισλαμοφοβία» μιας συγγραφέως. Με τρομάζει η ελαφρότητα των ανθρώπων, με αφήνει άναυδο πώς αυτή η κοινωνία δεν μπορεί πια να ξεχωρίσει τα σοβαρά από τους καθημερινούς αυτοαναφορικούς ακκισμούς στο φέισμπουκ. Έχουν εκδώσει το δικό τους φετβά εναντίον της και συνεχίζουν κάθε μέρα να συντηρούν το θέμα.
Πάντα οι «επαγγελματίες» αλληλέγγυοι, οι οποιοιδήποτε «επαγγελματίες» για «καλό σκοπό», ήταν πρόβλημα. Ακόμα και γι’ αυτούς που δεν είχαν ποτέ ακούσει το όνομά της, για όλους, ξένους και ντόπιους, αν ρωτήσεις αυτή τη στιγμή, ο νούμερο ένα εχθρός του Ισλάμ στην Ελλάδα, έχει υποδειχθεί, είναι μια συγγραφέας. Μου φαίνεται πραγματικά απίστευτο, αυτοί οι άνθρωποι, οι οργανώσεις, οι εισαγγελείς, έχουν έστω συνειδητοποιήσει ότι έχουν καταστήσει τη Σ.Τ. το πιο επαπειλούμενο πρόσωπο στην Ελλάδα του σήμερα;
Βόμβες σε συναυλίες με εφηβικά ποπ είδωλα, κοριτσάκια νεκρά, βόμβες σε γήπεδα, σε μπαρ, σε περιοδικά, σε τουριστικά σημεία. Βόμβες πια με συχνότητα μια φορά το μήνα, στην ίδια την ταυτότητα της ζωής μας στη Δύση. Επιθέσεις που υποδεικνύουν ξεκάθαρα ποιος είναι ο εχθρός. Και όμως, κάποιοι τοποθετούν στο στόχαστρο μια εφημερίδα, την Athens Voice, και μια συγγραφέα-αρθρογράφο της, τη Σώτη Τριανταφύλλου. Για να πουν τη «γνώμη τους». Και κάποιοι γράφουν για το «φιλελεύθερο δικαίωμα» των μουσουλμάνων γυναικών να φοράνε μαντήλα. Εσείς που τα γράφετε αυτά, δεν ξέρετε και πολλά από γυναίκες, έτσι δεν είναι;
Άλλοι πάλι γράφουν για τους «στοχαστές του μίσους», τον Ουελμπέκ και την Τριανταφύλλου. Η πλήρης αναστροφή της πραγματικότητας, μπροστά στην επίθεση του φανατισμού κάποιοι ανακαλύπτουν το μίσος απέναντι, στους εχθρούς του ολοκληρωτισμού. Αντιδυτικισμός, λατρεία του τρίτου κόσμου, θαυμασμός στον αυταρχισμό, τα γνωστά εξαρτημένα ανακλαστικά, είναι παρόντα για μια ακόμα. Μόνο που στην υπόλοιπη Ευρώπη, όλα αυτά τουλάχιστον, οι «πολιτικές θρησκείες», ο «φανατισμός», η «βαρβαρότητα», είναι μέρος ενός διαλόγου. Οι κοινωνίες της Δύσης συζητάνε για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο. Εξετάζουν ξανά τα κοινωνικά μοντέλα, την πολυπολιτισμικότητα. Εδώ δεν μπορούμε να κάνουμε διάλογο, μόνο δίκες. Άνθρωποι που ούτε έχουν πάρει χαμπάρι τον προβληματισμό που αναπτύσσεται αυτά τα χρόνια στην Ευρώπη, μηνύουν, κατηγορούν για «ρατσισμό» όσους έχουν διαφορετική άποψη από τη δικιά τους. Ο «συριζαϊσμός» δεν περιορίζεται σε ένα χώρο.
«Ποιος τολμάει πια να μιλήσει έτσι;» γράφει ο Pierre-Andre Taguieff. «Θα αυτοϋποδεικνυόταν ως “ισλαμόφοβος”, θα αποχαλίνωνε την οργή και την αγανάκτηση των δικομανών αντιρατσιστών που έχουν προσηλυτιστεί στη μαχητική ισλαμοφιλία και, για να τελειώνουμε, θα προσφερόταν ως στόχος στο ένα ή το άλλο “μοναχικό λιοντάρι” που ονειρεύεται να καθαρίσει τον πλανήτη από κάθε “άπιστο”». («Ο εξτρεμισμός και τα είδωλά του», εκδ. Επίκεντρο) Λες και το ’ξερε.
Λέμε, διαδηλώσεις μουσουλμάνων στη Λαχόρη, καίνε σημαίες. Λέμε, φανατικοί μουσουλμάνοι επιτίθενται στην πρεσβεία για τα δανέζικα σκίτσα. Λέμε, όμως, διαδηλώσεις Τούρκων στο Ταξίμ, απέναντι στον αυταρχισμό του Ερντογάν. Ποιος μπορεί να μπερδεύει το ένα με το άλλο και να κατηγορεί τη Σώτη για ρατσισμό «απέναντι στους συμπατριώτες μας στη Θράκη»; Μπορούμε να μιλάμε και να κρίνουμε τις θρησκείες και τους πιστούς, όπως και οι θρησκείες λένε ότι οι άπιστοι θα καούν στην κόλαση. Οι κοινωνίες της Δύσης πολέμησαν αιώνες για αυτό το δικαίωμα. Ό,τι επιτρέπεται για τους δικούς μας θεούς, δεν θα απαγορευτεί τώρα για τους άλλους.
Οι καταγγελίες και οι δίκες έχουν ως αποτέλεσμα να μη συζητάμε για τα προβλήματα, να μη βρίσκουμε λύσεις, να οχυρωνόμαστε σε βολικά στρατόπεδα. Τη στιγμή ακριβώς που οι δυτικές κοινωνίες έχουν επείγουσα ανάγκη να χαράξουν στρατηγική απέναντι στην επίθεση του ισλαμοφασισμού. Δεν μένουν ίδιες οι αντιλήψεις μας 20 χρόνια. Η πραγματικότητα μας τις αλλάζει. Βλέπουμε αλλιώς τα πράγματα, γιατί τα πράγματα αλλάζουν. Στα προάστια της Γαλλίας τώρα πια δίνουν μάχες δρόμο με δρόμο απέναντι στον θρησκευτικό φονταμενταλισμό που παίρνει τις πιο ευάλωτες ψυχές και τις μετατρέπει σε κόρες του Αλλάχ ή σε τζιχαντιστές μαχητές. Δεν μιλάει καθόλου τυχαία η Σ.Τ. για «μετριοπαθείς» μουσουλμάνους. Σε κάθε βάναυση επίθεση, αυτό το πρόβλημα εμφανιζόταν: Οι «μετριοπαθείς» ιμάμηδες ήταν αντίθετοι βέβαια με τις δολοφονίες, αλλά επικροτούσαν «το σκεπτικό τους»: κι αυτοί γιατί ζωγράφιζαν τον Προφήτη; Το ξέρουμε και ’μεις αυτό το έργο, καταδικάζουμε τη βία αλλά η «δικαιολογημένη οργή», «κι αυτοί γιατί δεν απεργούσαν στη Μαρφίν;». Οι ίδιοι ιμάμηδες τον επόμενο χρόνο συλλαμβάνονταν σε μια γιάφκα προσηλυτισμού.
Οι φωνές από τον αραβικό κόσμο, όπως ο Καμέλ Νταούντ, ιρανές ποιήτριες, τουρκάλες συγγραφείς, όσοι έδωσαν μάχη απέναντι στον φανατισμό, δέχονταν επιθέσεις από φανατικούς και «μετριοπαθείς» εξίσου. Οι δυτικές κοινωνίες πρέπει ψύχραιμα αλλά αποφασιστικά να συζητήσουν και να αποφασίσουν για τα προβλήματα. Η αποδοχή, οι μαντήλες και τα «μπουρκίνι», τα χωριστά νοσοκομεία, πισίνες, γυμναστήρια, φαγητά στο σχολείο, οδηγούν στη ενσωμάτωση ή αντίθετα δίνουν έδαφος στον προσηλυτισμό; Μπορεί μια ευρωπαϊκή κοινωνία να αποδεχτεί την κλειτοριδεκτομή; Μπορεί ένα κοσμικό κράτος να εγκαταλείπει ένα τμήμα των πολιτών του στη Σαρία;
Αυτός είναι ο σύγχρονος διάλογος στις δυτικές κοινωνίες και οφείλει να γίνει κι εδώ. Δεν θα γίνει με δίκες. Λένε κάποιοι καλοπροαίρετοι άνθρωποι ότι δεν μπορεί στον αντιρατσιστικό νόμο να καταφεύγουμε μόνο για τους αντιπαθείς και όχι άμα πρόκειται για μια συμπαθή συγγραφέα. Ότι δικαίωμα του καθενός είναι να κάνει αναφορές και του κάθε εισαγγελέα να προσάγει σε δίκες συγγραφείς.
Όχι, δεν είναι έτσι. Αλλιώς το κλίμα της κοινωνίας μας θα το έδιναν οι παραεκκλησιαστικές οργανώσεις και η κυρία Λουκά.
Το βιβλίο της Σώτης για τα προβλήματα της πολυπολιτισμικότητας, είναι η ελληνική συνεισφορά σ’ έναν παγκόσμιο διάλογο που διεξάγεται αυτή τη στιγμή. Να κατηγορείς ένα άρθρο της στην Athens Voice και να προχωράς σε δίκη, είναι απλώς αδιανόητο. Είναι το ίδιο αδιανόητο σαν να έκανε κάποιος άλλος αναφορά στο FBI και στις αρχές και να ζητούσε διώξεις σε όσους διαφωνούν με τη Σώτη, κατηγορώντας τους για προπαγάνδιση της τρομοκρατίας και εγκωμιασμό του Μπιν Λάντεν.
Η εποχή μας έχει γυρίσει περίεργα. Το «δικαίωμα» στη μαντήλα δεν απέχει πολύ από το «δικαίωμα» των αναισθησιολόγων να αρνούνται τη νάρκωση στις γυναίκες που θέλουν να κάνουν έκτρωση. Στην Αγία Βαρβάρα προσκυνάμε τη «χρυσοποίκιλτη Χείρα», σκηνώματα περιφέρονται και κάνουν θαύματα. Άνθρωποι πεθαίνουν για την πίστη τους και οι νέοι των δυτικών πόλεων στο Παρίσι, το Λονδίνο, τη Μαδρίτη, τις Βρυξέλλες, τη Νίκαια, βρίσκουν το θάνατο, θύματα του «ιερού αγώνα». Πρέπει να μιλάμε γι’ αυτά ώστε να τα αντιμετωπίσουμε. Όσοι προσπαθούν να απαγορεύσουν τον διάλογο, είναι πολύ πιο κοντά στον φανατισμό από όσο νομίζουν.