Η εκτίμησή μου είναι ότι το 2021 θα είναι τελικά ( και κατά πάσα πιθανότητα) ο χρόνος επιστροφής της Τουρκίας στην Ευρώπη, την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Η “επιστροφή” έχει καταστεί αδήριτη αναγκαιότητα πρωτίστως για οικονομικούς λόγους αλλά και ευρύτερους γεωπολιτικούς. Άλλωστε κάτι τέτοιο επιδιώκεται από την Άγκυρα από τον περασμένο χρόνο χωρίς επιτυχία. Η επιστροφή στην Ευρώπη δεν σημαίνει ότι η Άγκυρα θα εγκαταλείψει το στόχο αναδειξής σε “περιφερειακή δύναμη”. Θα τον επιδιώξει με επιμονή αλλά τα δεδομένα αλλάζουν στην περιοχή και αυτό θα πρέπει να το λάβει σοβαρά υπόψη, όπως λ.χ. την ομαλοποίηση των σχέσεων των χωρών του Κόλπου (Σ. Αραβίας, Μπαχρέιν, Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων/ ΗΑΕ και Αιγύπτου) με το Κατάρ, τον κύριο σύμμαχο της Τουρκίας στην περιοχή. Από την άλλη μεριά, η άνοδος του Τζο Μπάιντεν στην εξουσία στις ΗΠΑ δημιουργεί επίσης μια άλλη κατάσταση όχι και τόσο ευνοϊκή για την Τουρκία. Αλλά ενώ θα εμμείνει στο στόχο της περιφερειακής δύναμης, θα εγκαταλείψει ή πάντως θα συρρικνώσει τις νεο-οθωμανικές φιλοδοξίες της καθώς δεν οδηγούν πουθενά. Η μόνη ρεαλιστική επιλογή για την Τουρκία παραμένει η Ευρώπη ως στήριγμα στην οικονομία της και σταθερότερο γεωπολιτικό πλαίσιο. Και για την προώθηση του στόχου αυτού η Άγκυρα έχει ήδη εγκαινιάσει μια σειρά επαφών με τη νέα προεδρία του Συμβουλίου ΕΕ (Πορτογαλία) αλλά και με την ηγεσία της Ένωσης (Πρόεδρο Επιτροπής φον ντερ Λάιεν, Ύπατο Εκπρόσωπο Ζ. Μπορέλ, κ.α.). Στη λογική αυτή θα ορίσει, ως φαίνεται, και ημερομηνία για έναρξη του διαλόγου/ διερευνητικών επαφών με την Ελλάδα. Από την πλευρά της και η ΕΕ στοχεύει στην κανονικοποίηση της σχέσης της με την Τουρκία υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις βέβαια. Και αυτό θα είναι το περιεχόμενο της σχετικής συζήτησης στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου με βάση και την έκθεση Μπορέλ.
Για την Ελλάδα, η προοπτική της “επιστροφής” προσφέρει ένα μεγάλο παράθυρο ευκαιρίας που πρέπει να αξιοποιήσει δυναμικά και ευρηματικά. Και για το σκοπό αυτό θα πρέπει να ετοιμάσει ένα ολοκηρωμένο paper με τις ελληνικές θέσεις και επιδιώξεις. Αντίθετα με ότι γράφει (ΝΕΑ, 9/1) ο καθηγητής Δ. Τριανταφύλλου (εξαίρετος γνώστης του θέματος “Τουρκία”), δεν χρειάζεται καμιά επιτροπή σε επίπεδο Ένωσης για να επεξεργασθεί προτάσεις για τη σχέση με την Τουρκία. Ξέρουμε πού πρέπει να κινηθούμε εδώ και χρόνια. Με δεδομένο ότι δεν τίθεται θέμα ένταξης για το ορατό χρονικό διάστημα, θα πρέπει να διαμορφώσουμε με αυστηρή αιρεσιμότητα μια ειδική σχέση με την Τουρκία πάνω σε τέσσερεις άξονες:
Πρώτον, εκσυγχρονισμό της τελωνειακής ένωσης του 1995 όπως επιδιώκει διακαώς και η Τουρκία.
Δεύτερον, νέα ρύθμιση για τη διαχείριση των προσφυγικών – μεταναστευτικών ροών (σε αντικατάσταση της Δήλωσης του 2016).
Τρίτον, συμφωνία για το καθεστώς θεωρήσεων (visas).
Τέταρτον, συμπερίληψη της Τουρκίας στην αμυντική πολιτική της ΕΕ μέσω της μόνιμης διαρθρωμένης συνεργασίας (PESCO). Κάτι τέτοιο, αν και φιλόδοξο, θα πρέπει να το επιδιώξει η ελληνική πλευρά αλλά με πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις που θα δένουν την Τουρκία σε ένα σύστημα αυστηρών ρυθμίσεων, σεβασμού δικαίου, κανόνων, κυριαρχίας, κλπ.
Η επιλογή της ένταξης ως μακροχρόνιος στόχος δεν θα πρέπει βεβαίως να εγκαταλειφθεί. Θα παραμείνει για υλοποίηση ως “κινητήρια δύναμη” εάν και εφόσον οι συνθήκες το επιτρέψουν.
Πηγή: www.tanea.gr