2015: Ανατολικά της Εδέμ

Σπύρος Καβουνίδης 04 Ιαν 2015

Θα στηθούν λοιπόν κάλπες σε λίγες εβδομάδες. Για πολλοστή φορά σε λίγα χρόνια. Και αυτή τη φορά – ίσως έτσι ήταν και το 2012 – αυτό που «παίζεται» έχει ιστορικές διαστάσεις. Διαστάσεις και διλήμματα που ξεκινούν από τη γένεση του νέου ελληνικού κράτους και που νομίζαμε – λανθασμένα – ότι είχαν οριστικά απαντηθεί πριν από λίγα χρόνια. Το ελληνικό δίλημμα ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Ή με άλλους όρους, ανάμεσα σε Πρώτο και Τρίτο Κόσμο, ή, αν θέλετε, ανάμεσα σε εκσυγχρονισμό και καθυστέρηση.

Ο Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (όπως έχει το δικαίωμα να αυτοαποκαλείται, άσχετα από το αν συμφωνεί κανείς με τη χρήση των όρων) διεκδικεί την πρώτη θέση και άρα την κυβερνητική εξουσία. Προβάλλοντας προτάσεις και υποσχέσεις ασύμβατες με την οικονομική πραγματικότητα και απειλώντας με ενέργειες ασύμβατες με τους ευρωπαϊκούς κανόνες. Παρατηρείται μια προσπάθεια της ηγετικής ομάδας να μετριάσει τις προσδοκίες αλλά σύντομα επαναφέρεται στην τάξη από την εσωτερική αντιπολίτευση που – εδώ που τα λέμε – πολύ πιο αυθεντικά διαβάζει τις συλλογικές τους αποφάσεις. Η φαλκίδευση ή η ανατροπή των συλλογικών αποφάσεων μπρος στις πραγματικότητες της άσκησης κυβερνητικής εξουσίας είναι κωμικό να παρουσιάζεται ως ελπιδοφόρα προοπτική από αυτούς – εκτός ΣΥΡΙΖΑ – που οργισμένα ή τυχοδιωκτικά τείνουν προς τα εκεί, όπως για παράδειγμα τα υπόλοιπα της ΔΗΜΑΡ.
Η ασυμβατότητα των διακηρυγμένων προθέσεων με τους κανόνες της ευρωζώνης και την οικονομική πραγματικότητα της συντεταγμένης χρεοκοπίας από την οποία δειλά συνερχόμασταν μπορεί να οδηγήσει σε δύο, χοντρικά, οδούς (και αυτές αν δεν καταρρεύσουμε οικονομικά πριν φτάσουμε εκεί). Στη μία περίπτωση στο εσωτερικό ρήγμα του ΣΥΡΙΖΑ ανάμεσα στους πραγματιστές (που θα διστάσουν να κάνουν το άλμα στο κενό) και στους συνεπείς στις διακηρύξεις, με προφανές αποτέλεσμα την περιδίνηση της χώρας για αρκετούς μήνες ή χρόνια. Στη δεύτερη περίπτωση της εφαρμογής των διακηρύξεων είναι προφανές ότι η χώρα θα οδηγηθεί (όχι με απόφαση αλλά αναγκαστικά εκ των πραγμάτων) σε έξοδο από την ευρωζώνη. Γιατί η ροή των δανεικών ευρώ θα σταματήσει και η μόνη λύση θα είναι να κόβουμε δική μας «μονέδα», τη δραχμή. Ομως και στην πρώτη περίπτωση είναι πλέον αργά για να μας περιμένει η Ευρώπη. Τόσο γιατί έχει πλέον θωρακιστεί απέναντι στις πιθανές αναταράξεις όσο και γιατί ο «φιλελληνισμός» έχει πια στερέψει (παρενθετικά να πούμε ότι αν δεν λεγόμασταν Ελλάδα αλλά π.χ. Ουζμπεκιστάν θα ήμασταν εκτός ευρωζώνης εδώ και κάποια χρόνια). Και η ανάγκη θα οδηγήσει την Ελλάδα να υιοθετήσει μέτρα που δεν συνάδουν με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ενωσης (π.χ. δασμούς, περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων κ.τ.λ.), δηλαδή που οδηγούν εκτός και της ΕΕ.
Είναι γεγονός ότι πολλοί – ίσως η πλειοψηφία – των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ συμφωνούν με τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας. Ομως τελικά αυτό μικρή σημασία έχει. Οπως, ενδεχομένως, θα τους έλεγε ο καθοδηγητής τους παλαιότερα, οι διακηρύξεις τους οδηγούν τη χώρα «αντικειμενικά» εκτός ευρωζώνης και ΕΕ. Και, εν πάση περιπτώσει, ευρωπαϊκός προσανατολισμός δεν σημαίνει Ευρώπη α λα καρτ. Μέσα μόνο στην Ευρώπη, έχει νόημα η πάλη για καλύτερη Ευρώπη.
Βεβαίως το να συζητήσει κανείς για τη στάση του ΚΚΕ είναι άνευ αντικειμένου, μια και υπάρχει χρονικό χάσμα – βρίσκεται ακόμη στις αρχές του 20ού αιώνα.
Με «ψεκασμένους» υπάρχει πραγματική δυσκολία επικοινωνίας, μιλάμε άλλη γλώσσα.
Οι νεοναζιστές είναι εχθροί.
Στο ευρωπαϊκό τόξο υπάρχει η ΝΔ, ένα κόμμα που περιλαμβάνει από κεντροδεξιούς φιλελεύθερους ως κρατιστές λαϊκιστές και αντιδραστικούς παλαιοδεξιούς. Πάντως έχει ευρωπαϊκό προσανατολισμό, αν και πολλά στελέχη της δεν φαίνεται να τον υιοθετούν στην πράξη και συμπεριφέρονται ως πολιτικοί απόγονοι των κοτζαμπάσηδων.
Υπάρχει το Ποτάμι, με ορισμένα αξιόλογα στελέχη, μεταμοντέρνο προσανατολισμό και έμφαση στην επικοινωνία. Είναι σχήμα της αποδόμησης, της μετα-πολιτικής που δυσκολεύει κάποιον που έχει μάθει να εντάσσει – με όλες τις αντιφάσεις, έστω – την τρέχουσα πολιτική σε μια μεγαλύτερη θεωρία. Η πρόσφατη σύμπραξη με τους Μεταρρυθμιστές μόνο λίγο μειώνει αυτή τη δυσκολία.
Υπάρχει και η Δημοκρατική Παράταξη, με κύριο κορμό το, αποψιλωμένο, ΠαΣοΚ. Ενα ΠαΣοΚ που σέρνει πολλές αμαρτίες, μα που με την «αποψίλωση» ξεφορτώθηκε πολλές από αυτές και με την πολιτική συμπεριφορά του τα τελευταία χρόνια στήριξε στην πράξη τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Ελλάδας. Μαζί με το ΠαΣοΚ, μικρότερα σχήματα και ομάδες, αλλά και με τη μικρή απώλεια των περί τον Γ. Παπανδρέου.
Εδώ που είναι τα πράγματα η κυρίαρχη αντίθεση οδηγεί στην υποστήριξη κομμάτων του ευρωπαϊκού τόξου. Και αμέσως πιο πέρα, σημαντική είναι η αντίθεση προοδευτικού – συντηρητικού. Με αυτά τα διλήμματα, με αυτές τις κύριες αντιθέσεις καλούνται να ψηφίσουν οι δημοκρατικοί πολίτες.
Και κάτι τελευταίο. Λέγεται, ορθά, ότι η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική, είναι και κοινωνική και πολιτισμική και κρίση θεσμών. Συμφωνώ απολύτως. Ομως αν δεν διευθετηθεί η πρώτη κρίση – η οικονομική -, όλα τα υπόλοιπα δεν θα έχουν νόημα ή μάλλον απλώς θα ενταθούν στο έπακρο.
Γι’ αυτό είναι κρίσιμη, ίσως ιστορική, η ψήφος στις επόμενες εθνικές εκλογές. Μπορεί η Ευρώπη να μην είναι η Εδέμ, είναι όμως ό,τι το καλύτερο σήμερα. Ανατολικότερα δεν είναι απλώς η κρίση. Είναι η κατάρρευση.