Θα σημάνει άραγε το 2013 τον τερματισμό της κρίσης της ευρωζώνης ή αντιθέτως η κρίση θα σέρνεται καθ’ όλη την διάρκεια του έτους, χωρίς να αποκλείεται ακόμα και η επιδείνωσή της; Πιθανότατα αυτό θα αποδειχθεί πως είναι το κρίσιμο ερώτημα, όχι μόνο για την περαιτέρω ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), αλλά και για τις συνολικές επιδόσεις της παγκόσμιας οικονομίας.
Ενώ είναι σαφές πως η ΕΕ χρειάζεται εσωτερικές μεταρρυθμίσεις, δύο εξωτερικοί πολιτικοί παράγοντες θα αποδειχθούν φέτος κεντρικής σημασίας:
Ο πρώτος είναι η «δημοσιονομική κατακρήμνιση» που επέβαλε στον εαυτό της η Αμερική, και που αν δεν αποφευχθεί θα μπορούσε να βυθίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε νέα ύφεση, πράγμα που θα είχε καταλυτικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης.
Ο δεύτερος είναι η προοπτική ενός θερμού επεισοδίου στον Περσικό Κόλπο, στο οποίο το Ισραήλ και/ή οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συγκρουστούν με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα, πράγμα που θα αύξαινε απότομα τις τιμές της ενέργειας.
Οποιοδήποτε από τα δύο αυτά σενάρια γινόταν πραγματικότητα, θα επιδείνωνε σοβαρά την ευρωπαϊκή κρίση: η εκτίναξη του κόστους του πετρελαίου ή μια ακόμα αμερικανική ύφεση θα έπλητταν ακόμα και τις ισχυρές οικονομίες της βορείου Ευρώπης, για να μην μιλήσουμε για τον βυθισμένο στην ύφεση νότο. Αλλά και πάλι, το πιθανότερο είναι πως οι ανθρωπιστικές επιπτώσεις, ιδίως στην περίπτωση μιας ανάφλεξης της Μέσης Ανατολής, κατά πάσα πιθανότητα θα επισκίαζαν τις όποιες επιπτώσεις αυτού του σεναρίου στην κρίση της Ευρώπης.
Η ευρωπαϊκή κρίση μόνο επιφανειακά είναι οικονομική ή δημοσιονομική. Στην πραγματικότητα είναι πολιτική ως το μεδούλι, καθώς ανέδειξε πως από την Ευρώπη λείπουν δύο πράγματα:
ένα πολιτικό πλαίσιο (ήτοι περισσότερη κοινή κρατική λειτουργία για την ΟΝΕ, την νομισματική της ένωση) αλλά και
το όραμα -ή η βούληση- να δημιουργηθεί κάτι τέτοιο.
Από το ξέσπασμα της ευρωπαϊκής κρίσης το 2009, η ΕΕ και η ευρωζώνη αντιμετώπισαν μείζονες και πρωτοφανείς προκλήσεις. Σήμερα η ευρωζώνη κατευθύνεται προς την τραπεζική της ενοποίηση, που πιθανότητα θα ακολουθήσει η δημοσιονομική ενοποίηση, που με την σειρά της θα οδηγήσει σε μια αυθεντική πολιτική ενοποίηση, που θα μεταβιβάζει την εθνική κυριαρχία για σημαντικές αποφάσεις οικονομικής πολιτικής σε ένα ενιαίο κέντρο αποφάσεων.
Αλλά αυτές είναι κινήσεις «φορσέ», που δεν προήρθαν από μια συνειδητή στρατηγική. Χωρίς την κρίση, η καγκελάριος ’Ανγκελα Μέρκελ (Angela Merkel) και άλλοι εθνικοί ηγέτες της ΕΕ ουδέποτε θα έκαναν αυτά τα βήματα. Κι αυτό δύσκολα θα αλλάξει το 2013.
Ακόμα και σήμερα, που οι σημαντικότεροι παίκτες της ευρωζώνης προφανώς θεωρούν πως τα χειρότερα πέρασαν, η εθνοκεντρική στενομυαλιά φαίνεται να αναβιώνει στην ΕΕ και η βούληση για αλλαγή καρκινοβατεί. Η Μέρκελ ιδίως, επιθυμεί να επανεκλεγεί το 2013 και φαίνεται πρόθυμη να αναβάλει «τα ευρωπαϊκά» για μετά τις εκλογές. Ατυχώς, καθώς οι εκλογές είναι προγραμματισμένες για τον Σεπτέμβριο, αυτό σημαίνει πως θα σπαταληθούν τα 3/4 της χρονιάς. Και καθώς το πιθανότερο αποτέλεσμα των εκλογών, τουλάχιστο όπως φαίνεται σήμερα, είναι ακόμα ένας κυβερνητικός συνασπισμός υπό την ηγεσία της Μέρκελ και όχι μια πραγματική κυβερνητική αλλαγή, η μετεκλογική Γερμανία, απαλλαγμένη ίσως από την πίεση της κρίσης, θα εξακολουθεί να ασπάζεται την πολιτική των ανεπαίσθητων βημάτων, αφήνοντας την Ευρώπη στο «σημειωτόν».
Αυτό σημαίνει πως το κλειδί για την ευρωπαϊκή πορεία το 2013 θα εξακολουθήσει να βρίσκεται στα χέρια των εξελίξεων στην νότιο Ευρώπη. Εκεί η ύφεση θα συνεχιστεί, υπονομεύοντας τις προοπτικές της οικονομικής ανάπτυξης στην ΕΕ και την ευρωζώνη. Το χάσμα μεταξύ του πλουσίου βορρά και του χτυπημένου από την κρίση νότου θα διευρυνθεί, υπογραμμίζοντας τα αντιθετικά τους συμφέροντα και επιδεινώνοντας τις αποσχιστικές τάσεις εντός της Ευρώπης, πρωτίστως μεταξύ βορρά-νότου, αλλά και μεταξύ ευρωζώνης και ΕΕ.
Η «ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα» (ΕΚΤ) θα συνεχίσει να παίζει τον ρόλο του βασικού κέντρου εξουσίας της ευρωζώνης σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό από ότι σήμερα, καθώς είναι ο μόνος θεσμός της ΟΝΕ που μπορεί στ’ αλήθεια να αναλάβει δράση. Αν και η ΕΚΤ δεν θυμίζει σε τίποτα απολύτως την παλιά «ντόιτσε μπούντεσμπανκ», το γερμανικό κοινό δεν το έχει συνειδητοποιήσει αυτό. Αλλά το ότι η ΕΚΤ παραμένει το τεχνοκρατικό υποκατάστατο της απουσίας δημοκρατικών πολιτικών θεσμών στην ευρωζώνη, θα αποδεικνύεται ολοένα και πιο προβληματικό το 2013.
Αυτό θα αποδειχθεί εξίσου αληθές για την γερμανική επικυριαρχία επί της ΕΕ. Χωρίς θεσμική συγκρότηση της ευρωζώνης, που θα απορροφούσε τον ρόλο της Γερμανίας, το 2013 θα αποδειχθεί μια χρονιά περαιτέρω αποσύνθεσης της Ευρώπης.
Το 2013 θα είναι επίσης μια μοιραία χρονιά για την Γαλλία, που η κυβέρνησή της έχει συνειδητοποιήσει απολύτως πως η χώρα μπορεί να είναι καταδικασμένη χωρίς επώδυνες μεταρρυθμίσεις. Το μόνο ερώτημα που εκκρεμεί είναι κατά πόσο μπορεί να τις επιβάλλει αυτές. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν θα καθορίσει μόνο το πολιτικό μέλλον του προέδρου Φρανσουά Ολάντ (Francois Hollande), αλλά και το μέλλον της ΕΕ συνολικά, καθώς χωρίς ισχυρή γαλλογερμανική συνεργασία, η κρίση δεν ξεπερνιέται.
Εντωμεταξύ, οι αρνητικές τάσεις της ευρωπαϊκής πολιτικής επιδεινώνονται από την αβεβαιότητα για την παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ, τις επερχόμενες ιταλικές γενικές εκλογές και τον επιθετικό εθνικισμό σε πολλά κράτη-μέλη. Τούτων δοθέντων, η Ευρώπη προφανώς πολύ απέχει από το να έχει σταθεροποιηθεί, ό,τι κι αν λένε σε πρόσφατες δηλώσεις τους διάφοροι κορυφαίοι παράγοντες της Ευρώπης.
Το 2013 η Ευρώπη θα εξακολουθήσει να χρειάζεται την πίεση της κρίσης προκειμένου να βρει έναν τρόπο να την ξεπεράσει άπαξ δια παντός. Ανεξαρτήτως των εκλογικών αποτελεσμάτων σε ορισμένα σημαντικά κράτη-μέλη της ΕΕ, οι Ευρωπαίοι θα συνεχίσουν να μην μπορούν να ελπίσουν και πολλά από τους ηγέτες τους, καθώς γενικά οι αντιπολιτευόμενοι έχουν πολύ λιγότερα να προσφέρουν από τους εν ενεργεία. Μπορούμε πάντα να ευχόμαστε το 2013 να είναι μια πετυχημένη χρονιά για την Ευρώπη, αλλά θα ήταν σκέτη ανοησία να στοιχηματίσουμε σε αυτό.
Ο Joschka Fischer είναι πρώην υπουργός εξωτερικών της Γερμανίας (1998-2005) κι ιστορικός ηγέτης των «πρασίνων» της Γερμανίας