Το 2004 είναι μια χρονιά που συμπυκνώνει σημαντικά επιτεύγματα της ελληνικής κοινωνίας. Κορυφαίο, οι Ολυμπιακοί Αγώνες που έδειξαν ένα άλλο πρόσωπο της χώρας. Πέραν του αγωνιστικού μέρους, οι τελετές Έναρξης και Λήξης ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να βιώσει μια χώρα και μια κοινωνία που μόλις 30 χρόνια πριν είχαν αποτινάξει ένα δικτατορικό καθεστώς.
Πολιτικά, ήταν το τέλος του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος Σημίτη, που είχε πιστωθεί την ένταξη της χώρας στη ζώνη του Ευρώ, σε μια Ευρώπη που η διεύρυνσή της ανατολικά, με χώρες που ανήκαν στο κομμουνιστικό μπλοκ, έδινε μια άλλη διάσταση στο ενωσιακό γίγνεσθαι. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η ένταξη της Κύπρου, κάτι που ελάχιστοι πίστευαν πριν από λίγα χρόνια.
Επρόκειτο για μια σχεδόν ειδυλλιακή κατάσταση. Η οικονομία μεγεθυνόταν με γρήγορους ρυθμούς και η ευημερία ήταν διάχυτη και εύκολα αντιληπτή από τη μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων της χώρας.
Η ελληνική κοινωνία ζούσε αναμφισβήτητα την καλύτερη περίοδο από τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους.
Ελάχιστες ήταν οι Κασσάνδρες που επισήμαιναν το εύθραυστο αυτής της ευημερίας. Ελάχιστοι μιλούσαν για τον ελέφαντα στο δωμάτιο, ότι η χώρα αυτή κατανάλωνε πολύ περισσότερα από όσα παρήγαγε και ότι με μαθηματική ακρίβεια οδηγούνταν στη χρεοκοπία.
Όμως, παράλληλα με το πολιτικό και το οικονομικό επίπεδο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το τι είχε συντελεστεί, στο επίπεδο των ιδεών, στην αυτοεικόνα της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που επιμένει διαχρονικά στην ανωτερότητά της σε σχέση με τις άλλες χώρες και κοινωνίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλες τις έρευνες του ινστιτούτου Pew, περίπου το 90% των Ελλήνων είναι πεπεισμένο για την ανωτερότητα του ελληνικού πολιτισμού. Ακολουθούν οι Ρώσοι με 69%, η Γερμανία βρίσκεται στο 45%, ενώ τις τελευταίες θέσεις καταλαμβάνουν οι Ολλανδοί (31%), οι Βέλγοι (21%) και οι Ισπανοί (20%).
Αυτή η εικόνα της ανωτερότητας, εκφράστηκε χαρακτηριστικά από Ελληνίδα αθλήτρια η οποία, όταν κέρδισε χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, δήλωσε: «Έτρεξα δυνατά και στην τελική ευθεία ήξερα ότι εγώ θα είμαι η νικήτρια. Οι Έλληνες είναι γεννημένοι νικητές, γεννημένοι ήρωες, μπορούμε να καταφέρουμε θαύματα». Αρκετά χρόνια αργότερα, η εν λόγω χρυσή ολυμπιονίκης εξακολούθησε να δηλώνει ότι οι Έλληνες είναι γεννημένοι νικητές, ότι αυτό είναι γραμμένο στο DNA τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η αθλήτρια καταδικάστηκε αργότερα για χρήση ντόπινγκ από διεθνείς αθλητικούς οργανισμούς και αθωώθηκε από την ελληνική δικαιοσύνη.
Το ανφάν γκατέ
Αυτός ο περί φυλετικής ανωτερότητας των Ελλήνων λόγος έχει πολύ βαθιές ρίζες. Απαντάται στον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο (1815-1881) που υποστήριζε ότι:
Αυταί δε αι ιδιοτροπίαι μας,
και αι φαντασίαι μας,
και αι προπετείς μας αξιώσεις,
μαρτυρούσιν, ότι είμεθα
les enfants gâtés de l’histoire
Ο Ζαμπέλιος, σύμφωνα με τον Σβορώνο «είναι ο πρώτος Νεοέλληνας ιστορικός που συλλαμβάνει και εκφράζει με δύναμη την έννοια της συνέχειας του Ελληνισμού από την αρχαιότητα ως τα σήμερα».
Όμως, ακόμα και για έναν κοσμοπολίτη διανοούμενο όπως ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είμαστε τα «κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας», les enfants gâtés de l’histoire. Δεν υπάρχει αμφιβολία, σύμφωνα με αυτή την αντίληψη ότι «δεν ανήκουμε στη Δύση. Απλά η Δύση μάς χρωστάει. Μας χρωστάει πάρα πολλά, σχεδόν τα πάντα», όπως είχε πει ο Σταύρος Ξαρχάκος και προσυπέγραψαν ο Αντώνης Σαμαράς και ο Ρομπέρτο Μπενίνι.
Αυτή η αυτοεικόνα έχει σφραγίσει τις νοοτροπίες, τις αντιλήψεις και τα στερεότυπα της μεγάλης πλειονότητας των κατοίκων αυτής της χώρας. Συγκροτεί την αντίληψη περί ελληνικού εξαιρετισμού, που έχει έξοχα περιγράψει ο Κώστας Κωστής στο βιβλίο του Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας. Φτάνει στο απόγειό της το 2004 με τους Ολυμπιακούς Αγώνες και όσα συνέβησαν τη χρονιά αυτή, συνεχίζει με κεκτημένη ταχύτητα για μερικά χρόνια και το 2009-2010 εισέρχεται στην περιδίνηση της κρίσης.
Υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα μετωνυμία της φράσης enfants gâtés, που έχει ελληνοποιηθεί ως ανφάν γκατέ. Στην καθομιλουμένη δεν σημαίνει πλέον κακομαθημένα παιδιά αλλά αφρόκρεμα. Η αρνητική συνδήλωση μετατρέπεται σε θετική. Παράδειγμα, «στη δεξίωση ήταν το ανφάν γκατέ της τοπικής κοινωνίας». Το ανφάν γκατέ είναι όνομα εστιατορίων, ενώ το χρησιμοποιεί ακόμα και ο Μάρκος Βαμβακάρης στον στίχο «Κι έπαιξες και γουστάρανε ανφάν-γκατέ κυρίες».
Ξεφεύγει από τους στόχους του παρόντος κειμένου η παρακολούθηση αυτής της διαδρομής. Η περίπτωση της μετάλλαξης του ανφάν γκατέ δείχνει την επιμονή στερεοτύπων και αντιλήψεων που έχουν φωλιάσει στον «κοινό νου». Ελληνικός εξαιρετισμός, αντιδυτικισμός, συμπεριφορά κακομαθημένων παιδιών. Η ταλάντωση ανάμεσα στα «κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας» και την «αφρόκρεμα» είναι ίσως η εξήγηση για τη διαρκή αντιμετώπιση της ελληνικής κοινωνίας από την πλειονότητα των κατοίκων αυτής της χώρας άλλοτε ως παρία και άλλοτε ως έθνους περιούσιου.
Όλα αυτά τα φαινόμενα υπήρχαν στο οπλοστάσιο της πλειονότητας της ελληνικής κοινωνίας και η επιρροή τους φάνηκε όταν ξέσπασε η κρίση το 2009-2010. Συγκρότησαν το φαινόμενο της καταστροφικής ιδεολογίας της Μεταπολίτευσης, το οποίο αναπτύσσεται κατωτέρω.
Η καταστροφική ιδεολογία της Μεταπολίτευσης
Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, από το 1974 και μετά, παρατηρήθηκε μια ολοκληρωτική κατάρρευση της κυρίαρχης ιδεολογίας της εθνικοφροσύνης και του αντικομμουνισμού, που είχε επικρατήσει για δεκαετίες. Επειδή, όμως, τόσο οι κοινωνίες όσο και τα υποκείμενα της ιστορίας, τα άτομα, είναι αδύνατο να λειτουργήσουν χωρίς αυτοαντίληψη και κοσμοαντίληψη, το κενό της εθνικοφροσύνης και του αντικομμουνισμού έπρεπε να αντικατασταθεί από ένα νέο σύστημα αξιών. Πολύ περισσότερο που η αντίληψη για το ανφάν-γκατέ δημιουργούσε τον προνομιακό βιότοπο για αυτές τις αντιλήψεις.
Οι μηχανισμοί παραγωγής ιδεολογίας στις σύγχρονες κοινωνίες είναι ιδιαίτερα περίπλοκοι και δεν μπορούν να αναφερθούν αναλυτικά σε αυτό το κείμενο. Πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά τους είναι ότι δημιουργούνται και αναπτύσσονται τόσο από «τα πάνω προς τα κάτω» όσο και από «τα κάτω προς τα πάνω», σε μια αμφίδρομη και διαρκώς ανατροφοδοτούμενη διαδικασία.
Αυτό, με απλά λόγια, σημαίνει ότι σε αυτές τις διεργασίες δεν υπάρχουν αθώοι (τα άτομα) και ένοχοι (η πολιτική εξουσία), θύτες και θύματα. ∆εν υπάρχει μια «αθώα» κοινωνία πολιτών και μια ένοχη «πολιτική κοινωνία». Τα άτομα εσωτερικεύουν και αναπαράγουν τις κυρίαρχες ιδεολογίες και αντιλήψεις, στον βαθμό που αισθάνονται ότι τα συμφέροντά τους εξυπηρετούνται από αυτές.
Τα τρία βασικά στοιχεία στην «ιδεολογία της Μεταπολίτευσης»
Παρατηρώντας τον αργόσυρτο κύκλο της Μεταπολίτευσης που διαρκεί 50 χρόνια και ίσως δεν έχει ακόμα κλείσει, διανύοντας την ύστερη φάση του, όπου το παλιό πεθαίνει και το καινούργιο δεν έχει ακόμα γεννηθεί, μπορούμε να επισημάνουμε τρία βασικά στοιχεία στην κυρίαρχη ιδεολογία της Μεταπολίτευσης, που συγκροτούν το «παράδειγμα» που επικράτησε στην ελληνική κοινωνία από το 1974 και μετά:
1. Τη μετάθεση των ευθυνών στους άλλους, ιδίως στους ξένους, για τα όποια προβλήματα παρουσιάζονταν. Η «δεξιά» εκδοχή αυτής της συλλογικής φαντασίωσης είναι το «Έθνος ανάδελφον», και η «αριστερή» ο απλοϊκός αντι-ιμπεριαλισμός του ΠΑΣΟΚ και της παραδοσιακής και αντισυστημικής Αριστεράς. Οι ρίζες μιας τέτοιας αντίληψης είναι πολύ βαθιές και μπορούν να ανιχνευθούν από τα πρώτα χρόνια της συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους. Στη Μεταπολίτευση, συμπυκνώθηκε υποδειγματικά από τον Ανδρέα Παπανδρέου με το σύνθημα «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες». Το σύνθημα αυτό ήταν το πόρισμα μιας μονοδιάστατης, απλής και γραμμικής ανάγνωσης της μεταπολεμικής ιστορίας. Οι «ξένοι», και κυρίως οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί, ήταν οι μόνοι και αποκλειστικοί υπεύθυνοι για τον εμφύλιο πόλεμο, η αμερικανική πρεσβεία κυβερνούσε κατά τη δεκαετία του 1950, οι Αμερικανοί ήταν υπεύθυνοι για τη δικτατορία, το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή. Για να ανήκει ξανά η Ελλάδα στους Έλληνες έπρεπε να φύγουν οι αμερικανικές βάσεις, να αποχωρήσει η χώρα από το ΝΑΤΟ και να μην ενταχθεί στην ΕΟΚ, τον «λάκκο των λεόντων». Ακόμα και μέχρι πρόσφατα, πολιτικές δυνάμεις θεωρούν ότι το πρόβλημα της Ελλάδας είναι το ότι βρίσκεται «υπό την κατοχή της τρόικας», αντί να αντιληφθούν το αυτονόητο, ότι για την κρίση στην Ελλάδα οι κύριες και βασικές αιτίες είναι οι εσωτερικές παθογένειες και όχι οι επιβουλές των ξένων. Η δήθεν «αριστερή» ιδεολογία της Μεταπολίτευσης δεν ήταν τίποτε άλλο από τον θρίαμβο της αντικοινωνικής αντίληψης του νεοφιλελευθερισμού της Μάργκαρετ Θάτσερ. Άλλωστε, τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας δεν φταίνε, εξ ορισμού, για τίποτα.
2. Την επικράτηση ενός ακραίου αντικοινωνικού ατομικισμού και συντεχνιασμού σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής. Τα άτομα της Μεταπολίτευσης κοινωνικοποιήθηκαν στη βάση της εξυπηρέτησης των στενών τους συμφερόντων, που είχαν ως απώτατο όριο τη συντεχνία τους και τον στενό περίγυρό τους. Το ανορθολογικό και εξαμβλωματικό κράτος της Μεταπολίτευσης δομήθηκε στη βάση των επάλληλων συμβιβασμών με τα συντεχνιακά συμφέροντα. Λαϊκιστές πολιτικοί στο όνομα του «πολιτικού κόστους» ήταν αδύνατο να αντισταθούν στο τέρας που οι ίδιοι είχαν εκθρέψει και το οποίο είχε πλέον αυτονομηθεί. Η τάση αυτή ενυπήρχε από το 1974, εμφωλευμένη αλλά όχι κυρίαρχη, στην αριστερή-λαϊκιστική κουλτούρα της εποχής. Σταδιακά επικράτησε πλήρως.
Ο ατομικισμός και ο κορπορατισμός διέλυσαν τον κοινωνικό ιστό της χώρας. Ήταν και συνεχίζουν να είναι η καρκινική μετάλλαξη του κοινωνικού σώματος.
3. Την απαξίωση της εργασίας ως κοινωνικής αξίας και την υποκατάστασή της με τη λογική του βολέματος, κυρίως στον δημόσιο τομέα. Η επιχειρηματικότητα δαιμονοποιήθηκε και το δίπολο ανταγωνιστικότητα-παραγωγικότητα πετάχτηκε στις χωματερές των αγροτικών επιδοτήσεων.
Όταν ένας παλαίμαχος ηγέτης της Αριστεράς, όπως χαρακτηριστικά περιγράφει ο ίδιος, στα μέσα της δεκαετίας του ’80 δήλωσε «επιτέλους πρέπει να βάλουμε την Ελλάδα να δουλέψει», δέχθηκε σφοδρότατες επικρίσεις από τους ίδιους τους συντρόφους του.
Ιδεολογικά εκτός θέματος
Η κρίση του 2009-2010 βρήκε τη χώρα πολιτικά απροετοίμαστη, οικονομικά ανοχύρωτη και ιδεολογικά εκτός θέματος. Κυριολεκτικά, ένα ιδεολογικό κοκτέιλ μολότοφ.
Δημιουργήθηκε ένα ακατανίκητο ιδεολόγημα, με όλα τα στοιχεία που περιγράψαμε ανωτέρω, το οποίο ήταν η συνταγή για τη χρεοκοπία της χώρας. Οι κακοί ξένοι δεν έπρεπε να τολμήσουν να αγγίξουν τη χώρα των κακομαθημένων παιδιών, επιβάλλοντας δημοσιονομική πειθαρχία. Αντίθετα, έπρεπε να δεχτούν τις «προπετείς μας αξιώσεις».
Με την απόσταση από τα γεγονότα της εποχής της κρίσης φαίνεται ότι το πρόβλημα της χώρας δεν ήταν μόνο οικονομικό και πολιτικό. Ήταν πρωτίστως ανθρωπολογικό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αγκιστρώθηκε σε αυτό το ρεύμα και κέρδισε θριαμβευτικά τις εκλογές του 2015. Πολύ σύντομα όμως ήλθε η ώρα του λογαριασμού. Οι υποσχέσεις για τα νταούλια και την κατάργηση του Μνημονίου με ένα άρθρο και έναν νόμο προσέκρουσαν στο κενό. Οι υποσχέσεις του δεν ήταν πλέον η ηχώ της φωνής του λαού. Ήταν η συνταγή καταστροφής της χώρας, που αποσοβήθηκε την τελευταία στιγμή.
Πολιτικά, ο ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε στις εκλογές του 2019 και του 2023. Η χώρα φαίνεται να ανακάμπτει οικονομικά και το πολιτικό σύστημα λειτουργεί χωρίς την εχθροπάθεια που χαρακτήρισε την περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Σίγουρα το κράτος δικαίου χρειάζεται περισσότερο σεβασμό. Σίγουρα οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να υποστηριχθούν ιδεολογικά και να μην αρκούνται σε μια διαχειριστική λογική.
Το μεγάλο ερώτημα είναι εάν οι αντιλήψεις που προσπαθήσαμε να σκιαγραφήσουμε σε αυτό το κείμενο συνεχίζουν να ηγεμονεύουν στην ελληνική κοινωνία. Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Το διαπιστώνει κανείς καθημερινά μιλώντας με απλούς πολίτες που έχουν την ανασφάλεια της επιβίωσης και που είναι δεκτικοί στις ασυνάρτητες υποσχέσεις των λαϊκιστών και των άκρων. Η άνοδός τους είναι, προς το παρόν, οριακή, αλλά κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα συμβεί στο μέλλον.
Η αναζωπύρωση της αντιμνημονιακής ρητορείας και η αποκόλληση από τα πραγματικά προβλήματα της χώρας δεν μπορούν να αποκλειστούν.
Αυτό που χρειάζεται η ελληνική κοινωνία είναι μια νέα κοσμοαντίληψη, χωρίς αυταπάτες και μικρομεγαλισμούς, μεταρρυθμιστική, φιλοευρωπαΐκή, που θα ανοίξει τον δρόμο για τις ριζικές αλλαγές που έχει ανάγκη ο τόπος.
Προς το παρόν, στην πρόσφατη δημοσκόπηση του ινστιτούτου Pew, το 89% των Ελλήνων συνεχίζει να είναι πεπεισμένο για την ανωτερότητα του ελληνικού πολιτισμού.
Πηγή: www.tovima.gr