Από την εποχή του Γεώργιου Παπανικολάου που διέπρεψε στο τομέα της ιατρικής μέχρι και σήμερα, η σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας χαρακτηρίζεται από φυγή εγκεφάλων, το γνωστό σε όλους μας brain drain.
Τα δύο μαζικά μεταναστευτικά κύματα του ελληνισμού τον 20ο αιώνα (στις αρχές του κυρίως στις ΗΠΑ και σε άλλες υπερπόντιες χώρες όπως ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Βραζιλία, αλλά και τη δεκαετία του ‘60 σε χώρες της Ευρώπης όπως η Δυτική Γερμανία και το Βέλγιο), αφορούσαν κυρίως άτομα χαμηλού μορφωτικού επιπέδου που εργάστηκαν ως επί το πλείστον ως εργάτες.
Αντιθέτως, η φυγή των Ελλήνων που επλήγησαν από την οικονομική κρίση κατά τη δεκαετία 2009-2019 αφορούσε κυρίως νέους υψηλού μορφωτικού επιπέδου όπως γιατρούς, μηχανικούς, πτυχιούχους πληροφορικής κτλ. Αν λάβουμε υπόψιν και τις χρόνιες παθογένειες του ελληνικού κράτους, τους χαμηλούς μισθούς, τον εργασιακό μεσαίωνα, την αναξιοκρατία κτλ. διαπιστώνει κανείς και άλλες επαγγελματικές κατηγορίες (όπως για παράδειγμα δάσκαλοι, μάγειρες κ.ο.κ) που διέφυγαν στο εξωτερικό για καλύτερες εργασιακές προοπτικές αλλά και ίσως για μια καλύτερη ποιότητα ζωής. Την τελευταία δεκαετία χύθηκαν πολλά κροκοδείλια δάκρυα για τους Έλληνες του εξωτερικού από όλο το φάσμα του πολιτικού συστήματος.
Η πανδημία COVID-19 και τα νέα δεδομένα που έφερε στην τηλεργασία, αλλά και ο θαυμαστός υπέροχος κόσμος που ανοίγεται μπροστά μας χάρη στην 4η βιομηχανική επανάσταση μπορεί να συμβάλει σε έναν μερικό επαναπατρισμό των Ελλήνων του εξωτερικού.
Συνεπώς, λίγο ή πολύ η αγορά με τα νέα επαγγέλματα που θα δημιουργηθούν τα επόμενα χρόνια, αλλά και λόγω της στροφής σε νέες πράσινες τεχνολογίες στα πλαίσια της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, θα κλείσει τη στρόφιγγα του brain drain. Ήδη μεγάλες εταιρίες που δραστηριοποιήθηκαν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια απορροφούν Έλληνες του εξωτερικού στις εγκαταστάσεις τους. Αν προσθέσουμε και την εκρηκτική ανάπτυξη του τουριστικού προϊόντος της χώρας τα τελευταία χρόνια και τις θέσεις εργασίας που δημιουργεί, μπορεί κανείς να αισιοδοξεί σχετικά με τον περιορισμό της αιμορραγίας των νέων στο εξωτερικό.
Η μόνη επαγγελματική κατηγορία η οποία αποκλείεται εξ ορισμού από τη νέα οικονομία είναι αυτή του ερευνητή/ακαδημαϊκού κυρίως γιατί βασίζεται στο κρατικό μονοπώλιο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενός στρεβλού ακαδημαϊκού χάρτη και παρωχημένων γνωστικών αντικείμενων.
Συνεπώς, το κανάλι επαναπατρισμού Ελλήνων επιστημόνων στα ΑΕΙ και σε εθνικά ερευνητικά κέντρα παραμένει κατά βάση κλειστό και δεν τους δίδεται καν η δυνατότητα στο να ζυγίσουν τα υπέρ και τα κατά μια πιθανής επιστροφής τους στην Ελλάδα. Αντιθέτως, ένας γιατρός ο οποίος εργάζεται για παράδειγμα σε ένα νοσοκομείο στη Γερμανία, έχει τη δυνατότητα να επιλέξει να εργασθεί είτε στο ελληνικό ΕΣΥ, είτε στο ιδιωτικό σύστημα υγείας στην Ελλάδα, ή ακόμα και να επιλέξει να ιδιωτεύσει.
Κοντολογίς, η οικονομική ανάπτυξη δεν είναι ικανή από μόνη της ώστε να συμβάλει στον επαναπατρισμό Ελλήνων ερευνητών της αλλοδαπής για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω.
Χρειάζεται μια πρωτοβουλία εμπλουτισμού των ΑΕΙ της χώρας με νέους διαπρέποντες επιστήμονες του εξωτερικού σε “tenure-track” θέσεις, ώστε να αποτελέσει τη μαγιά για προσέλκυση περισσοτέρων, αλλά και για να συγκρατήσει τη φυγή νέων ερευνητών στο μέλλον.
Δεν αρκεί η κάλυψη πάγιων αναγκών που προκύπτουν από συνταξιοδοτήσεις πανεπιστημιακών, αλλά η δημιουργία νέων γνωστικών αντικειμένων με βάση της απαιτήσεις της εποχής που διανύουμε. Η παιδεία, το brain drain και το δημογραφικό πρόβλημα συνδέονται στενά μεταξύ τους και κυρίως αντιμετωπίζονται με ένα ολοκληρωμένο σχέδιο και όχι αποσπασματικά.
Όπως διδασκόμαστε από την σύγχρονη ελληνική ιστορία, οι αθρόες προσλήψεις στο δημόσιο στις επιδόθηκαν οι περισσότερες κυβερνήσεις μας οδήγησαν στο σημερινό αδιέξοδο. Η καλύτερη επένδυση για το μέλλον της πατρίδας είναι η επένδυση στην παιδεία, την έρευνα και την καινοτομία.
Πηγή: www.kathimerini.gr