Φαίνεται μάλλον ως ένα ακόμα κυπριακό κατόρθωμα: 16 χρόνια μετά την 1η Μαίου 2004, 16 χρόνια από την ένταξη της νήσου στην ΕΕ, η σημαντικότερη ημερομηνία στη σύγχρονη ιστορία μας περνά, σχεδόν, απαρατήρητη. Φυσιολογική εξέλιξη μιας «ανάποδης» πορείας με παρέα την στοχευμένη προχειρότητα. Κεντρική επιδίωξη της ένταξης –τουλάχιστον για τους οραματιστές της- αποτελούσε η επίλυση του κυπριακού, η ενταξιακή διαδικασία και η ένταξη καθευτή να εξελιχθούν σε καταλύτη της λύσης-αλλαγή γηπέδου, νέο υλικό προς αξιοποίηση.
Αυτή η στρατηγική οικοδομήθηκε βήμα βήμα (1999, 2002), με μια σοβαρά επεξεργασμένη στρατηγική. Οι δύομιση παίκτες (Κύπρος, Τουρκία, Ελλάδα) να αλλάξουν το πλαίσο της αντιπαράθεσης σε win win στρατηγική-επίλυση του κυπριακού με αξιοποίηση του ευρωπαϊκού πλαισίου, ενταξιακές συνομιλίες για την Τουρκία (2004, 2005), Χάγη για τις διαφορές Ελλάδας- Τουρκίας στο Αίγαίο-1999, 2003, 2004. Ήταν έναν μεγάλο γεωπολιτικό project το οποίο με το σχεδασμό του Γ. Κρανιδιώτη (1986, 1999), τη συστηματικότητα και τη σοβαρότητα του Κ. Σημίτη, κέρδισε τη θετική ψήφο των 14 άλλων εταίρων της Ελλάδας, (κυρίως Σιράκ, Σρέτερ, Κούκ, 1999), πήρε ενεργητική υποστήριξη από τις ΗΠΑ (Χόλπρουκ) και έφερε τα πράγματα στο παρά ένα των λύσεων (εκπαραθύρωση Ντενκτάς για επίλυση στο κυπριακό, Χάγη για Αιγαίο, εισιτήριο για Τουρκία για να μπει στο ενταξιακό τρένο). Αυτό πρέπει να λέγεται με μεγάλη σαφήνεια: είναι η ε/κ ηγεσία που παρεμπόδισε μια μεγάλη γεωπολιτική αλλαγή, αυτήν που φιλοδοξούσε να φέρει όλους τους παίκτες της περιοχής μέσα σε μια νέα ισορροπία συμφερόντων με επίκεντρο τις Βρυξέλλες και με άξονα αλλαγής τον «τρόπο ΕΕ»-αξιοποίηση του συνταγματικού της πλαισίου, αποδοχή του θεσμικού υλικού της (ΕΚΤ, Ευρώ, ΟΝΕ, Ασφάλεια, Προγράμματα).
Κανένα, ωστόσο, σενάριο, δεν θα συναντήσει με έργα την ε/κ πατέντα. Στόχος της κυρίαρχης ε/κ σκέψης είναι να τιμωρήσουμε την Τουρκία για την εισβολή, να την εξαφανίσουμε από το χάρτη των παγκόσμιων αλληλεξαρτήσεων, να νικήσουμε εμείς και να χάσουν όλοι οι άλλοι. Τέτοιο ζήτημα στην ευρωπαϊκή πολιτική σκέψη δεν υφίσταται. Η ευρωπαϊκή αντίληψη ως επιδίωξη λύσεων όπου όλοι οι παίκτες- στο βασικό πλαίσιο και σε διαφορετικά επίπεδα-, θα αποκτήσουν οφέλη, δεν έχει ακόμα προσγειωθεί στο αεροδρόμιο Λάρνακας.
Με την εκλογή Ακιντζ (2015), ο πρόεδρος της Επιτροπής Γιούνκερ ήρθε στη Λευκωσία με σκοπό να συμβάλει στην επανεκκίνηση του συνολικού εγχειρήματος της επίλυσης. Για να βοηθήσει στην αλλαγή κλίματος ασχολήθηκε ακόμα και με το χαλλούμιν, παρά τις πρωτες του αντιδράσεις («για ένα τυρί; Για σκεφτείτε πόσα τυριά διαθέτει η Γαλλία;»). Παρά ταύτα, ασχολήθηκε με το χαλλούμιν προσφέροντας μιαν ακόμα πιο σημαντική δυνατότητα. Έκτοτε σημαντικές ευκαιρίες προς αξιοποίηση πήγαν στο κάλαθο των αχρήστων. Η συμμετοχή Γιούνκερ, Τίμμερμαν, Μογκερίνι στην τελευταία φάση των συνομιλιών για επίλυση του κυπριακού το 2016 και 2017 (Μον Πελεράν, Γενεύη, Κραν Μοντάνα), συνέπεσε με μια αρκετά σημαντική προσπάθεια της ΕΕ να βρει φόρμουλες ευρείας αποδοχής που θα οδηγούσαν στην επίλυση. Ο Γιούνκερ ανακοίνωσε στη Γενεύη (Γενάρης, 2017) οικονομική βοήθεια στο νησί από τρία δις ευρώ σε περίπτωση λύσης. Η Μογκερίνι εργάστηκε πάνω στα ζητήματα της ασφάλειας που απέφεραν καρπούς. Όλη η προσπάθεια προσέκρουσε στην πλήρη αποκάλυψη του «μυστικού πλάνου» που εξ αρχής φαίνεται ότι είχε ο ε/κ ηγέτης- σχέδιο με την κωδική ονομασία «ποτέ ξανά συνομιλίες όσο εγώ είμαι πρόεδρος». Μέσα από συστηματικά τεχνάσματα έσπρωξε τα πράγματα στην πλήρη ακινησία- δήθεν χάθηκαν τα πρακτικά του ΟΗΕ, ανακάλυψε δύο «Πλαίσια Γκουτέρες», πρότεινε «αποκεντρωμένη» ομοσπονδία, αλλά ποτέ δεν την προσδιόρισε, εισηγήθηκε νέα συνταγματική δομή, αξιοποίησε το ΕΛΑΜ για να προκαλέσει και άλλα προβλήματα στη διαδικασία με το ψήφισμα της Βουλής για την σχολική αναφορά στην 15 Ιανουαρίου 1950.
Τι πήγε λάθος από την πλευρά της ΕΕ στην τελευταία τριετία; Θεωρώ ότι η ΕΕ θα μπορούσε να συνοδεύει την καταδίκη της τουρκικής συμπεριφοράς στην κυπριακή ΑΟΖ με την επιδίωξη επίλυσης στο κυπριακό στη βάση του Πλαισίου Γκουτέρες. Στήριξη στη Λευκωσία, υπό προϋποθέσεις και μέσα σε συμφωνημένο χρονικό πλαίσιο. Η ενασχόληση με σκέτες κυρώσεις ουδέν απέδωσε, αν δεν έκανε τα πράγματα ακόμα πιο πολύπλοκα. Η παλαιότερη γενιά των ευρωπαίων πολιτικών διαμόρφωνε ευρωπαϊκές στρατηγικές και καλούσε τους «παίκτες» να εργαστούν σε μια κατεύθυνση που υπηρετούσε τόσο το κοινοτικό όσο και το εθνικό συμφέρον. Σήμερα τμήμα της νέας γενιάς ηγετών στην ΕΕ, προσέχει τι θέλει το κράτος- μέλος και υποβαθμίζει το άλλο σκέλος. Η ΕΕ, ωστόσο, δεν είναι μια συντεχνία όπου το κάθε κράτος- μέλος έχει εξ ορισμού δίκαιον. «Κανονικό» μέλος σημαίνει να αναγνωρίζεις το ευρύτερο κοινοτικό συμφέρον με έργα. Η ΕΕ ως πολιτικός οργανισμός οφείλει να διαμορφώνει στρατηγικές, ή να επαναλαμβάνει στοιχεία από προηγούμενες πρακτκές της. Η λανθασμένη στάση της ΕΕ συνέβαλε, σε ένα βαθμό, στη διεύρυνση του σημερινού στρατηγικού αδιεξόδου. Χρειάζεται ηγεσία στην εξωτερική πολιτική της ΕΕ (Λαϊεν, Μπορέλ, Σχοινάς)η οποία να πάει πέρα από τις καταδίκες, τις ισορροπίες ή τις δημόσιες σχέσεις. Με αναζωογόνηση της ευρωτουρκικής σχέσης (όπως η ανανέωση της Τελωνειακής Ένωσης Τουρκίας-ΕΕ και η κατάργηση των θεωρήσεων βίζας εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις). Με στήριξη σε από κοινού προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για Ελλάδα-Τουρκία και με καθαρή συνεννόηση με τη Λευκωσία. Η ένταξη αφορά όλο το νησί, η αδιαφορία για την επίλυση παραβιάζει πρόνοιες της Συνθήκης Προσχώρησης του 2003 και συνεπώς συνιστά παραβίαση μέρους του κοινοτικού κεκτημένου που συνοδεύει, υπό προϋποθέσεις, τη συμμετοχή μας.