1969: Ο Χέρμπερτ Μαρκούζε και ο Τέοντορ Αντόρνο συζητούν για τη Δημοκρατία και τα Πανεπιστήμια

Herbert Marcuse 12 Αυγ 2013

Με αφορμή μία πρόσκληση του Institut fur Sozialforschung [Ινστιτούτου για Κοινωνική Έρευνα] προς τον Μαρκούζε για να μιλήσει στη Φρανκφούρτη, και τα γεγονότα που συνδέονταν με τη κατάληψη του Ινστιτούτου από ομάδες φοιτητών και ειδικά την κλήση της αστυνομίας από τον Αντόρνο, ο Χέρμπερτ Μαρκούζε και ο Τέοντορ (Τέντυ) Αντόρνο ανταλλάσσουν επιστολές οι οποίες δημοσιεύθηκαν στο New Left Review, no. 233 (Ιανουάριος/Φεβρουάριος 1999): 123-136. (Εισαγωγή 118-123).  Το πλήρες κείμενο των επιστολών όπως δημοσιεύθηκαν στο New Left Review υπάρχει εδώ.

Να σημειωθεί ότι η τελευταία επιστολή του Αντόρνο δακτυλογραφείται από τη γραμματέα του την 6η Αυγούστου 1969, δηλαδή την ημερομηνία του θανάτου του φιλοσόφου. Παρακάτω δημοσιεύονται μεταφρασμένα αποσπάσματα από αυτές τις επιστολές διότι συνδέονται με γεγονότα και στη χώρα μας.

—————————————————-

14 Φεβρουαρίου 1969

Αγαπητέ Χέρμπερτ,

[…]

Τα πράγματα εδώ είναι πάλι τρομερά. Μια ομάδα φοιτητών της SDS [Σοσιαλιστική Γερμανική Ομοσπονδία Φοιτητών] με επικεφαλής τον Krahl κατέλαβε μία αίθουσα στο Ινστιτούτο και αρνούνταν να φύγουν, παρά το ότι τους καλέσαμε να αποχωρήσουν τρεις φορές. Αναγκαστήκαμε να καλέσουμε την αστυνομία που συνέλαβε όλους όσους βρήκε στην αίθουσα. Η κατάσταση είναι τρομακτική από μόνη της αλλά ο Friedeburg, ο Habermas κι εγώ ήμασταν εκεί όταν συνέβαιναν αυτά και αποτρέψαμε τη φυσική βία. Υπάρχουν οδυρμοί παρά το ότι ο μόνος λόγος που ο Krahl οργάνωσε την όλη υπόθεση ήταν για να συλληφθεί και να κρατήσει με αυτόν τον τρόπο ενωμένη τη διαλυόμενη SDS στη Φρανκφούρτη, πράγμα που εν τω μεταξύ πέτυχε. Η προπαγάνδα παρουσιάζει τα πράγματα εντελώς ανάποδα, σαν να ήμασταν εμείς αυτοί που μεταχειρίστηκαν καταπιεστικά μέτρα και όχι οι φοιτητές που μας φώναζαν να κρατήσουμε το στόμα μας κλειστό και να μην πούμε τίποτε γι’ αυτό που συνέβη. Στα λέω αυτά για να σου δώσω την εικόνα στην περίπτωση που φήμες και δραματοποιημένες περιγραφές φθάσουν σε σένα.

[…]

5 Απριλίου1969

Αγαπητέ Τέντυ,

Μου είναι δύσκολο να γράψω αυτό το γράμμα, αλλά πρέπει να γίνει, και σε κάθε περίπτωση αυτό είναι καλύτερο από το να καλύψουμε τη μεταξύ μας διαφωνία.
[…]
Πιστεύω ότι εάν δεχθώ την πρόσκληση του Ινστιτούτου χωρίς να μιλήσω στους φοιτητές, θα ταυτιστώ (ή θα με ταυτίσουν) με μία θέση που δεν συμμερίζομαι πολιτικά. Για να το θέσω ωμά: εάν οι εναλλακτικές λύσεις είναι η αστυνομία ή οι αριστεροί φοιτητές, τότε είμαι με τους φοιτητές –με μία κρίσιμη εξαίρεση, εάν απειλείται η ζωή μου ή εάν υπάρχει απειλή βίας εναντίον μου ή εναντίον των φίλων μου, και όταν η απειλή αυτή είναι σοβαρή. Η κατάληψη αιθουσών (εκτός από το διαμέρισμά μου) χωρίς τέτοια απειλή βίας δεν θα ήταν για μένα λόγος να καλέσω την αστυνομία. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι η υπόθεσή μας (που δεν είναι μόνο δική μας) υπηρετείται καλύτερα από τους εξεγερμένους φοιτητές παρά από την αστυνομία […] Και θα ανεχόμουν την αποδιοργάνωση του  ‘business as usual’, εάν η αντιπαράθεση ήταν τόσο σοβαρή ώστε να τη δικαιολογεί.
[…]

Ξέρουμε (και οι φοιτητές ξέρουν) ότι η κατάσταση δεν είναι επαναστατική ούτε καν προ-επαναστατική. Αλλά αυτή ακριβώς η κατάσταση είναι τόσο τρομερή, τόσο πνιγηρή και τόσο εξευτελιστική που η εξέγερση εναντίον της προκαλεί μία βιολογική αντίδραση, μια αντίδραση στο επίπεδο της φυσιολογίας: δεν το αντέχει κανείς, πνίγεται και  πρέπει να φέρει μέσα λίγο αέρα. Κι αυτός ο καθαρός αέρας δεν είναι αυτός του «αριστερού φασισμού»  (contradictio in adjecto!). Είναι ο αέρας που θέλουμε (τουλάχιστον θέλω) να αναπνεύσω μια μέρα, και σίγουρα δεν είναι ο αέρας του κατεστημένου. Συζητάω τα πράγματα με τους φοιτητές και τους επιτίθεμαι εάν, κατά τη γνώμη μου, λένε βλακείες, γίνονται υποχείρια της άλλη πλευράς, αλλά μάλλον δεν θα μεταχειριζόμουν για βοήθεια εναντίον των δικών τους κακών όπλων χειρότερα όπλα και πιο αποκρουστικά. Και θα απελπιζόμουν για μένα (για μας) εάν εγώ (εμείς) εμφανιζόμασταν να είμαστε με την πλευρά του κόσμου που υπερασπίζεται μαζικές δολοφονίες στο Βιετνάμ ή δεν λέει τίποτε γι’ αυτό και καταστρέφει κάθε επικράτεια που βρίσκεται έξω από τη σφαίρα επιρροής της δικής της καταπιεστικής εξουσίας.

[…]

5 Μαΐου 1969

Αγαπητέ Χέρμπερτ,

Πρέπει να φροντίσω τα συμφέροντα του Ινστιτούτου—του δικού μας παλιού Ινστιτούτου, Χέρμπερτ—και αυτά τα συμφέροντα, πίστεψέ με, θα κινδύνευαν ευθέως από ένα τέτοιο τσίρκο:  η τάση να περιοριστούν οι επιχορηγήσεις προς το Ινστιτούτο θα αυξανόταν δραματικά. Συνεπώς, εάν πραγματικά πρέπει να μιλήσεις με τους φοιτητές στη Φρανκφούρτη, είναι καλύτερα να αναλάβεις εσύ την ευθύνη και να μην εμπλέξεις το Ινστιτούτο ή το τμήμα. Πιστεύω ότι από το γράμμα σου μπορώ να υποθέσω ότι καταλαβαίνεις την αντίδρασή μου και δεν θα το κρατήσεις εναντίον μου.

Η αστυνομία δεν πρέπει –για να χρησιμοποιήσω τη διάλεκτο του ApO- [Au?erparlamentarische Opposition –εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευση] να δαιμονοποιείται αφηρημένα. Δεν μπορώ παρά να επαναλάβω ότι μεταχειρίστηκαν τους φοιτητές με μεγαλύτερη επιείκεια απ’ ότι οι φοιτητές μεταχειρίστηκαν εμένα: το πώς απλώς δεν μπορεί να περιγραφεί. Διαφωνώ μαζί σου για το πότε πρέπει να καλείται η αστυνομία. Πρόσφατα, σε μια συνεδρίαση του τμήματος, ο κ. Cohn-Bendit μου είπε ότι θα είχα το δικαίωμα να καλέσω την αστυνομία εάν επρόκειτο να φάω καμία γροθιά. Απάντησα, ότι τότε, θα ήταν πιθανόν πολύ αργά. Στην περίπτωση της κατάληψης του Ινστιτούτου καμία άλλη οδός δεν ήταν δυνατή. […] Σήμερα δεν θα αντιδρούσα διαφορετικά σε σχέση με ό,τι έκανα στις 31 Ιανουαρίου. Θεωρώ την πρόσφατη απαίτηση των φοιτητών να κάνω δημόσια την αυτοκριτική μου καθαρό Σταλινισμό. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με ‘business as usual’. […]
Για να το θέσω ωμά: Νομίζω ότι αυταπατάσαι εάν νομίζεις ότι δεν μπορείς να συνεχίσεις εάν δεν συμμετέχεις στις επιδείξεις των φοιτητών λόγω των όσων συμβαίνουν στο Βιετνάμ ή στη Μπιάφρα. Εάν αυτή είναι η αντίδρασή σου, τότε δεν πρέπει μόνο να διαμαρτύρεσαι εναντίον της φρίκης των βομβών ναπάλμ αλλά και εναντίον των απερίγραπτων Κινέζικών βασανιστηρίων που μετέρχονται οι Βιετκόνγκ. Αν δεν το κάνεις και αυτό τότε η διαμαρτυρία σου εναντίον των Αμερικάνων έχει ιδεολογικό χαρακτήρα. […] Καθώς απ’ όλους αυτός που εγκατέλειψε τελικά τις ΗΠΑ ήμουν εγώ, δικαιούμαι να έχω τη γνώμη μου.
[…]
Απορρίπτεις την έκφραση του Jurgen [Habermas] ‘αριστερός φασισμός’ χαρακτηρίζοντάς την contradictio in adjecto. Δέχεσαι όμως τη διαλεκτική, δεν είναι έτσι; Σαν να μην υπάρχουν αυτές οι αντιφάσεις –δεν μπορεί ένα κίνημα, δυνάμει των εμμενών αντινομιών του να μετασχηματιστεί στο αντίθετό του; Δεν έχω ούτε για μια στιγμή αμφιβολία ότι το φοιτητικό κίνημα στην παρούσα μορφή του οδηγείται στην τεχνοκρατικοποίηση του πανεπιστημίου που ισχυρίζεται ότι θέλει να εμποδίσει, μάλιστα εντελώς ευθέως. Και μου φαίνεται το ίδιο αδιαμφισβήτητο ότι τρόποι συμπεριφοράς όπως αυτές των οποίων ήμουν μάρτυρας και από την περιγραφή των οποίων θα απαλλάξω και εσένα και εμένα, πραγματικά δείχνουν κάτι από την απερίσκεπτη βία που κάποτε ανήκε στον φασισμό.

Άρα, για να απαντήσω την ερώτησή σου χωρίς περιστροφές: εάν έρθεις στη Φρανκφούρτη για να συζητήσεις με τους φοιτητές, που έχουν αποδειχθεί, σε ό,τι με αφορά, σε ό,τι αφορά όλους μας εδώ, μεθοδευμένα αντιδραστικοί, τότε να το αναλάβεις μόνος και όχι υπό την αιγίδα μας, Το αν θέλεις να το κάνεις ή όχι δεν είναι μία απόφαση που μπορώ να πάρω για σένα.

[…]

4 Ιουνίου 1969

Αγαπητέ Τέντυ,

Αισθάνομαι ότι πρέπει να μιλήσω ειλικρινά πιο επιτακτικά από πριν. Ergo:
[…]

Είναι πράγματι αλήθεια ότι η αστυνομία δεν πρέπει να «δαιμονοποιείται αφηρημένα». Και βεβαίως και εγώ θα καλούσα την αστυνομία σε ορισμένες καταστάσεις. Πρόσφατα, σε σχέση με το πανεπιστήμιο (και πουθενά αλλού) διαμόρφωσα τη θέση μου ως εξής: «εάν υπάρχει πραγματική απειλή τραυματισμού προσώπων και καταστροφής υλικών και εγκαταστάσεων που υπηρετούν την εκπαιδευτική λειτουργία του πανεπιστημίου». Από την άλλη μεριά πιστεύω ότι, σε ορισμένες καταστάσεις, η κατάληψη κτιρίων και η διακοπή διαλέξεων είναι θεμιτές μορφές πολιτικής διαμαρτυρίας. Για παράδειγμα στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια μετά την απίστευτα βίαιη διάλυση της διαδήλωσης τον Μάιο στο Μπέρκλεϋ.

Και τώρα στο πιο σημαντικό ίσως: […]Το να λες ότι δεν μπορεί κανείς να διαμαρτύρεται εναντίον του ιμπεριαλισμού χωρίς ταυτοχρόνως να κατηγορεί αυτούς που απεγνωσμένα παλεύουν εναντίον αυτής της κόλασης με οποιαδήποτε μέσα διαθέτουν, μου φαίνεται κάπως απάνθρωπο. Ως μεθοδολογική αρχή, γίνεται αμέσως δικαιολόγηση και συνηγορία υπέρ του επιτιθέμενου. Για τον ‘αριστερό φασισμό’: φυσικά δεν έχω ξεχάσει ότι υπάρχουν διαλεκτικές αντιφάσεις –αλλά επίσης δεν έχω ξεχάσει ότι δεν είναι όλες οι αντιφάσεις διαλεκτικές –μερικές είναι απλώς λάθος. Η (αυθεντική αριστερά) δεν μπορεί να μετασχηματιστεί σε Δεξιά (δυνάμει των δικών της εμμενών αντινομιών’ χωρίς να αλλάξει αποφασιστικά την κοινωνική της βάση και τους στόχους. Τίποτε στο φοιτητικό κίνημα δεν δείχνει τέτοια αλλαγή.

[…]

Η δημοκρατία μας παρέχει ελευθερίες και δικαιώματα. Αλλά στον βαθμό που η αστική δημοκρατία (στη βάση των εμμενών αντινομιών της) απομονώνει τον εαυτό της από κάθε ποιοτική αλλαγή –μέσω της ίδιας της δημοκρατικής διαδικασίας – η εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευση γίνεται η μόνη μορφή ‘αμφισβήτησης’, ‘πολιτικής ανυπακοής’, άμεσης δράσης. Και οι μορφές αυτής της δραστηριότητας δεν ακολουθούν πλέον παραδοσιακές διαδρομές. Καταδικάζω πολλές από αυτές τις μορφές όπως και εσύ, αλλά τις αποδέχομαι και τις υπερασπίζομαι απέναντι στους αντιπάλους, διότι απλώς η υπεράσπιση και η διατήρηση του status quo και το κόστος σε ανθρώπινες ζωές είναι ακόμη πιο τρομερό. Εδώ έγκειται η πιο βαθειά διαφωνία μας. Να μιλάει κανείς για τους ‘Κινέζους στον Ρήνο’ όταν οι Αμερικανοί βρίσκονται ήδη στον Ρήνο, είναι για μένα αδύνατο.

[…]

19 Ιουνίου 1969

Αγαπητέ Χέρμπερτ,

Θα απαντήσω όσο καλύτερα μπορώ αν και βρίσκομαι σε φάση ακραίας κατάθλιψης της οποίας τα αίτια δεν είναι καθόλου ψυχολογικά και η οποία δεν ευνοεί την ικανότητά μου να εκφράζομαι. Γι’ αυτό πάνω απ’ όλα ζητώ την υπομονή σου, ακόμη κι αν επαναλαμβάνομαι. Για να πάρεις μια ιδέα της ατμόσφαιρας εδώ, σου λέω ότι οι διαλέξεις μου διακόπηκαν για δεύτερη φορά, και αυτή τη φορά χωρίς καν να έχουν το πρόσχημα μιας δικαιολογίας.

Γράφεις ότι στο γράμμα μου δεν υπάρχει καμία ένδειξη για τους λόγους της εχθρότητας των φοιτητών απέναντι στο Ινστιτούτο. Δεν υπήρχε κανένας τέτοιος λόγος πριν την κατάληψη. Αυτή συνέβη όταν υπολόγισαν ότι ήμασταν υποχρεωμένοι να καλέσουμε την αστυνομία. Δεδομένου του μειούμενου ενδιαφέροντος των φοιτητών στο κίνημα διαμαρτυρίας, ήταν ο μόνος τρόπος να επιτύχουν κάποιου τύπου αλληλεγγύη. Ο Krahl το υπολόγισε αυτό πολύ σωστά. Δεν θα μπορούσες να ενεργήσεις διαφορετικά εάν ήσουν στη θέση μας. Η περίπτωση που αναφέρεις «εάν υπάρχει πραγματική απειλή τραυματισμού προσώπων και καταστροφής υλικών και εγκαταστάσεων που υπηρετούν την εκπαιδευτική λειτουργία του πανεπιστημίου» ήταν ακριβώς η δική μας. Αυτό που ονομάζεις εχθρότητα απέναντι στο Ινστιτούτο πηγάζει απλώς από το γεγονός ότι αντιδράσαμε σύμφωνα με την πρόκληση.

[…]

Θα έπρεπε να αρνηθώ όλα όσα σκέφτομαι και ξέρω περί αντικειμενικής τάσης εάν ήθελα να πιστεύω ότι το φοιτητικό κίνημα διαμαρτυρίας στη Γερμανία είχε την παραμικρή προοπτική να έχει μία κοινωνική παρέμβαση. Επειδή, όμως, δεν μπορεί να κάνει αυτό, η επίδραση του είναι συζητήσιμη ως προς δύο ζητήματα. Πρώτον, στον βαθμό που εξάπτει τη φασιστική δυναμική στη Γερμανία, χωρίς καν να ενδιαφέρεται γι’ αυτό. Δεύτερον, στον βαθμό που επωάζει μέσα του τάσεις οι οποίες –και εδώ πρέπει να διαφέρουμε- ευθέως συγκλίνουν με τον φασισμό. Συμπτώματα αυτού είναι η τεχνική να ζητάς συζήτηση την οποία μετά καθιστάς αδύνατη, η βάρβαρη απανθρωπιά ενός τρόπου συμπεριφοράς που είναι αντιδραστική και η οποία φθάνει να συγχέει την αντίδραση με την επανάσταση, η τυφλή προτεραιότητα της δράσης, ο φορμαλισμός που είναι αδιάφορος στο περιεχόμενο και το σχήμα αυτού εναντίον του οποίου κανείς επαναστατεί, συγκεκριμένα στη θεωρία μας. Εδώ στη Φρανκφούρτη και σίγουρα στο Βερολίνο, η λέξη ‘καθηγητής’ χρησιμοποιείται υποτιμητικά για να απαξιώσει τους ανθρώπους, ή όπως τόσο ωραία το θέτουν, ‘να τους υποβιβάσει’, όπως ακριβώς οι Ναζί χρησιμοποιούσαν τη λέξη ‘Εβραίος’ στην εποχή τους, Δεν θεωρώ πλέον το συνολικό πλέγμα που σταθερά αντιμετώπισα τους δύο τελευταίους μήνες ως συσσώρευση μερικών επεισοδίων. Για να ξαναχρησιμοποιήσω μία λέξη που μας έκανε να χαμογελάμε παλαιά, το όλον διαμορφώνει ένα σύνδρομο. Διαλεκτική σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι οι στόχοι δεν είναι αδιάφοροι για τα μέσα. Αυτό που συμβαίνει εδώ δείχνει με δραστικό τρόπο και στις παραμικρότερες λεπτομέρειες, όπως με τη γραφειοκρατική προσήλωση σε ατζέντες, τις ‘δεσμευτικές αποφάσεις’, τις αναρίθμητες επιτροπές και λοιπά, τα χαρακτηριστικά εκείνης ακριβώς της τεχνοκρατικοποίησης που ισχυρίζονται ότι θέλουν να αποκρούσουν, και την οποία εμείς ακριβώς αποκρούουμε. Παίρνω πολύ πιο σοβαρά από εσένα τον κίνδυνο το φοιτητικό κίνημα να μεταστραφεί προς τον φασισμό. Αφού εξανάγκασαν με τις φωνές τους τον Ισραηλινό Πρέσβη σε σιωπή στη Φρανκφούρτη, η διαβεβαίωση ότι αυτό δεν συνέβη λόγω αντι-σημιτισμού και η στρατολόγηση κάποιου ισραηλινού στην ApO δεν βοηθάει στο παραμικρό. Δεν χρειάζεται καν να περιμένει κανείς να έρθουν οι Κινέζοι στον Ρήνο. Χρειάζεται μόνο να δεις μια φορά το μανικό βλέμμα αυτών που, όπου μπορούν να μας προκαλέσουν, στρέφουν την οργή τους εναντίον μας.

[…]

21 Ιουλίου 1969

Αγαπητέ Τέντυ,

Η απροσδόκητη συνάντηση με τον Cohn-Bendit είχε πολύ πλάκα: όχι μόνο γιατί κατάφερα να εξαναγκάσω την ομιλούσα χορωδία του στη σιωπή και να δώσω τη διάλεξή μου (οι εφημερίδες έκαναν λάθος στο ρεπορτάζ τους), αλλά διότι οι συζητήσεις με τους Ιταλούς φοιτητές γι’ αυτό το επεισόδιο έδειξαν ότι ο Cohn-Bendit και οι μέθοδοί του είναι πλήρως απομονωμένοι από τον πυρήνα του φοιτητικού κινήματος. Ακούω το ίδιο πράγμα από τους φίλους μου στο Βερολίνο.

[…]

Εγώ σίγουρα πιστεύω ότι το φοιτητικό κίνημα έχει την προοπτική «να έχει μία κοινωνική παρέμβαση». Σκέφτομαι εδώ κυρίως τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και τη Γαλλία (η παραμονή μου στο Παρίσι ενίσχυσε αυτή μου την πεποίθηση άλλη μια φορά) και τη Νότια Αμερική. Φυσικά, οι αιτίες που πυροδοτούν αυτή την προοπτική είναι όλες πολύ διαφορετικές, αλλά αντίθετα με τον Χάμπερμας, μου φαίνεται ότι παρά τις διαφορές, το κίνητρο που οδηγεί τις εξελίξεις στοχεύει στον ίδιο σκοπό. Και αυτός ο σκοπός είναι τώρα η διαμαρτυρία απέναντι στον καπιταλισμό που φθάνει στις ρίζες της ύπαρξής του, ενάντια στα πρωτοπαλλήκαρά  του στον Τρίτο κόσμο, την κουλτούρα του και την ηθική του. Φυσικά ποτέ δεν διατύπωσα την ανόητη πρόταση ότι το φοιτητικό κίνημα είναι το ίδιο επαναστατικό. Αλλά είναι ο ισχυρότερος, ίσως ο μόνος, καταλύτης: για την ανάπτυξη πολιτικής συνείδησης, την κινητοποίηση των γκέτο, τη ριζοσπαστική αποξένωση από το σύστημα στρωμάτων που είχαν προηγουμένως αφομοιωθεί και, το πιο σπουδαίο, για την κινητοποίηση ευρύτερων κύκλων του πληθυσμού εναντίον του Αμερικανικού ιμπεριαλισμού (πραγματικά δεν βλέπω κανέναν λόγο να είναι κανείς αλλεργικός στη χρήση αυτής της έννοιας). Όλα αυτά μπορεί να μην σημαίνουν πολλά, αλλά δεν υπάρχει καμία επαναστατική κατάσταση στις περισσότερες προηγμένες βιομηχανικές χώρες και ο βαθμός ενσωμάτωσης απλώς περιορίζει νέες, ανορθόδοξες μορφές ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης. Όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα, οι άνθρωποι της εξουσίας έχουν πιο ακριβή εκτίμηση για το νόημα της φοιτητικής αντιπολίτευσης απ’ ό,τι έχει η ίδια: στις ΗΠΑ η καταπίεση οργανώνεται πιο επιτακτικά εναντίον σχολών και πανεπιστημίων – όταν ο προσεταιρισμός δεν βοηθάει αναλαμβάνει η αστυνομία.

Το φοιτητικό κίνημα σήμερα ψάχνει απεγνωσμένα θεωρία και πρακτική. Αναζητεί μορφές οργάνωσης οι οποίες να αντιστοιχούν και να αντιφάσκουν προς την ύστερη καπιταλιστική κοινωνία.  Είναι το ίδιο διχασμένο, έχουν διεισδύσει εντός του προβοκάτορες ή άνθρωποι που αντικειμενικά προάγουν τον σκοπό της προβοκάτσιας. Αποδοκιμάζω όπως κι εσύ ορισμένες πράξεις όπως αυτές που ακούω από τη Φρανκφούρτη και το Βερολίνο. Έχω πολεμήσει δημοσία ενάντια στο σύνθημα «καταστρέψτε το πανεπιστήμιο» που θεωρώ αυτοκτονική πράξη. Πιστεύω ότι ακριβώς σε καταστάσεις όπως αυτή το καθήκον μας είναι να βοηθήσουμε το κίνημα, θεωρητικά, αλλά και να το υπερασπιστούμε απέναντι στην καταπίεση και στην καταγγελία.

[…]

Σε συμφωνία με τη δική του δυναμική, το σπουδαίο, θα έλεγα ιστορικό, έργο του Ινστιτούτου απαιτεί την υιοθέτηση μιας καθαρής θέσης ενάντια στον Αμερικανικό ιμπεριαλισμό και υπέρ της απελευθερωτικής πάλης στο Βιετνάμ και απλώς δεν πρέπει να μιλάει για ‘Κινέζους στον Ρήνο’ όσο ο καπιταλισμός είναι ο κύριος εκμεταλλευτής. Από το 1965 άκουσα ήδη για την ταύτιση του Ινστιτούτου με την Αμερικανική πολιτική στη Γερμανία.

[…]

Η ‘δημοκρατία’ είναι απομονωμένη, αποκομμένη από τον πραγματικό της περιεχόμενο: τη μορφή κυριαρχίας του ύστερου καπιταλισμού. Αυτή η απομόνωση επιτρέπει την καταπίεση της ερώτησης: ‘καλύτερο’ για ποιον; Για το Βιετνάμ; Την Μπιάφρα; Τους σκλαβωμένους λαούς της Νότιας Αμερικής, για τα γκέτο; Το σύστημα είναι παγκόσμιο, και είναι η δική του δημοκρατία, η οποία με όλα τα λάθη της φέρει σε πέρας, πληρώνει και εξοπλίζει την νέο-αποικιοκρατία και τον νέο-φασισμό και εμποδίζει την απελευθέρωση. Διπλή απομόνωση: Νέο-φασισμός και αυτή η δημοκρατία δεν είναι εναλλακτικές λύσεις: αυτή η δημοκρατία, ως καπιταλιστική, οδηγεί, σε συμφωνία με την εσωτερική της δυναμική, σε ένα εξουσιαστικό καθεστώς; Και γιατί η κατάρρευσή της είναι υποχρεωτικό να οδηγήσει σε δικτατορία που είναι χειρότερη από αυτό που υπάρχει; Δεν είναι ακριβώς δουλειά του σημερινού κινήματος διαμαρτυρίας, και ειδικά του φοιτητικού, να προλάβει μια τέτοια εξέλιξη;

Και πρέπει κανείς να αποδοκιμάσει αυτό το κίνημα εξ αρχής ως ‘ανίσχυρη δύναμη –όταν είναι ακόμη πιο συζητήσιμο εάν μπορεί καν να μιλήσει κανείς με καθαρή συνείδηση για δύναμη – όταν συγκρίνεται με τα μέσα που διαθέτουν οι άνθρωποι της εξουσίας; Τι ‘εξυπηρετεί’ καλύερα τους αντιπάλους: η διαβεβαίωση από έγκυρα χείλη ότι το κίνημα είναι ανίσχυρο ή η ενίσχυση του κινήματος; Οι φοιτητές γνωρίζουν πολύ καλά τα αντικειμενικά όρια της διαμαρτυρίας τους – δεν χρειάζονται εμάς να τους τα δείξουμε, αλλά ίσως μας χρειάζονται για να τους βοηθήσουμε να τα ξεπεράσουν. Η χρήση βίας, το ‘επαγγελματίες της βίας, όλα αυτά είναι από την άλλη μεριά, στο στρατόπεδο των αντιπάλων και πρέπει να μας ανησυχεί εάν παίρνουμε τις κατηγορίες τους και τις χρησιμοποιούμε για να ονομάσουμε το κίνημα διαμρτυρίας.

Και η δικτατορία μετά την κατάρρευση; Πρέπει να έχουμε το θεωρητικό θάρρος να μην ταυτίζουμε την απελευθερωτική βία με την βία της καταπίεσης, όλα κάτω από τη γενική κατηγορία της δικτατορίας. Όσο τρομερό κι αν είναι ο Βιετναμέζος χωρικός που πυροβολεί το αφεντικό του που τον βασάνισε και τον εκμεταλλεύτηκε για δεκαετίες δεν κάνει το ίδιο με το αφεντικό του που πυροβολεί τους εξεγερμένους σκλάβους.

Βέβαια, πρέπει κανείς να υπερασπίζεται κοινοβουλευτικούς-δημοκρατικούς θεσμούς όταν ακόμη εγγυώνται το δικαίωμα στην ελευθερία και την εργασία ενάντια στο βάθεμα της καταπίεσης. Αλλά αυτοί δεν αποδιαρθρώνονται από τη φοιτητική δραστηριότητα αλλά από την άρχουσα τάξη.
[…]

6 Αυγούστου 1969

Αγαπητέ Χέρμπερτ,

[..]

Είμαι ο τελευταίος που θα υποτιμήσω την αξία του φοιτητικού κινήματος. Έχει διακόψει την απρόσκοπτη μετάβαση σε έναν πλήρως ελεγχόμενο κόσμο. Αλλά είναι αναμεμειγμένο με ένα δράμι τρέλας, και στο οποίο το ολοκληρωτικό ενυπάρχει τελεολογικά και όχι απλώς ως παράπλευρη συνέπεια (αν και υπάρχει και αυτό). Και δεν είμαι μαζοχιστής, όταν πρόκειται για τη θεωρία. Επιπλέον η Γερμανική κατάσταση είναι  πράγματι διαφορετική. Παρεμπιπτόντως, σε κάτι εξετάσεις πρόσφατα, πήρα άλλη μία δόση δακρυγόνων, πράγμα που είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικό δεδομένης της πολύ σοβαρής επιπεφυκίτιδας που έχω.Σε ό,τι αφορά το Ινστιτούτο σήμερα, σίγουρα δεν απέχει περισσότερο πολιτικά απ’ ότι το έκανε στη Νέα Υόρκη. Είναι εμφανές ότι δεν έχεις ιδέα για το μέγεθος του μίσους που στρέφεται εναντίον του Friedeburg, του Habermas και εμού. Διαβάζοντας την Frankfurter Allgemeine Zeitung μπορεί να καταλάβεις.

[…]

ΥΓ. Έχω μερικά πράγματα να σου πω για τον Danny-le-rouge [Κόκκινο Ντάνυ]: κωμικά επεισόδια. Θα είχαν διάφορα ωραία οι οδομαχίες με αυτό μέσα. Και στη Φρανκφούρτη θεωρείται ακόμη ένας από τους πιο ανθρώπινους, Quel monde!

.

 

.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην Παραπολιτική