1922: η δύσκολη επέτειος

Γιάννης Βούλγαρης 07 Φεβ 2022

Η τύχη το έχει φέρει δύο από τις πιο σημαδιακές αλλά και τόσο διαφορετικές επετείους της εθνικής μας ιστορίας να διαδέχονται η μία την άλλη. Τα διακόσια χρόνια της επανάστασης του 1821, τα εκατό χρόνια της μικρασιατικής καταστροφής. Διαφορετικά ιστορικά γεγονότα, διαφορετικές εκβάσεις, διαφορετικά συναισθήματα. Από τη μια το έπος της ανεξαρτησίας, από την άλλη το τραύμα της ήττας. Όπως όμως συνέβη πέρσι, έτσι και φέτος, πλήθος εκδηλώσεων, εκδόσεων και πρωτοβουλιών ετοιμάζονται να θυμίσουν και να θυμηθούν το 1922, τα πριν, τα τότε, τα μετά. Και ορθώς. Η ωριμότητα μιας κοινωνίας εξαρτάται από την ικανότητά της να στοχάζεται κριτικά την πορεία της, να βαθαίνει την αυτογνωσία της, να μαθαίνει από το παρελθόν της για να σχεδιάζει καλύτερα το μέλλον της.

Η περσινή επέτειος των διακοσίων χρόνων από το 1821 έδειξε ότι η ελληνική κοινωνία, έχει εξοικειωθεί σε γενικές γραμμές με ένα νέο «εθνικό αφήγημα», πιο σύνθετο, πιο κοντά στη σύγχρονη επιστημονική γνώση. Δεν έχουν ξεπεραστεί, ωστόσο, έχουν αδυνατίσει οι εθνικιστικές θεωρήσεις της ιστορικής μας διαδρομής σαν αδιάκοπη επιβεβαίωση των «αιώνιων αρετών» των Ελλήνων, όπως και από την άλλη, οι αρνητικές θεωρήσεις που έβλεπαν την Ελλάδα καθηλωμένη στην υπανάπτυξη, την καθυστέρηση, κάτι σαν αρνητική ιδιομορφία ως προς τον ευρωπαϊκό κανόνα. Τα θετικά βήματα αυτογνωσίας που έκανε η ελληνική κοινωνία δεν οφείλονται σε κάποια «από τα πάνω» κατήχηση, ούτε απλώς στην εξέλιξη των επιστημονικών γνώσεων. Άλλαξαν οι συνθήκες στη χώρα και στον Κόσμο, κι επομένως άλλαξαν οι αντιλήψεις και οι τρόποι σκέψης. Η παγκοσμιοποίηση μάς έμαθε ότι η αλληλεξάρτηση των ανθρώπων και των κρατών είναι μόνιμο στοιχείο της νεωτερικότητας. Η πολύχρονη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ μάς έκανε να αισθανόμαστε πιο ασφαλείς ως προς την ευρωπαϊκή μας ταυτότητα. Η ιστορική διάψευση των υποσχέσεων για ένα ιδανικό μέλλον είτε κομμουνιστικής αρμονίας είτε φιλελεύθερου «τέλους ιστορίας» μάς θύμισε την τραγικότητα ως χαρακτηριστικό της Πολιτικής όπως καλά το ήξεραν οι αρχαίοι Έλληνες. Η πανδημία υπογράμμισε την παρουσία του τυχαίου και της ενδεχομενικότητας στην ιστορία και στις ζωές μας. Σε αυτό το σχεδόν ανεπαίσθητο στη συνείδηση πλαίσιο, άλλαξαν οι αντιλήψεις μας για την εθνική πορεία. Η ματιά μας για τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, όπως το 1821, ξεπέρασε τη στενή επαρχιώτική εθνικιστική διάσταση, και τα τοποθέτησε στην ευρύτερη διεθνή και κυρίως ευρωπαϊκή εξέλιξη. Το 1821 ως ευρωπαϊκό /παγκόσμιο γεγονός ήταν ο πυρήνας της περσινής επετείου, και η διαπίστωση ξεπερνούσε την απλή επιστημονική γνώση, γιατί πιστοποιούσε τις συνειδησιακές αλλαγές που εξελίσσονται στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία.

Με την ίδια ματιά χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε το 1922 υπερβαίνοντας τη στενή ελληνοτουρκική διάσταση της σύγκρουσης. Εκ πρώτης όψεως το πράγμα είναι προφανές γιατί η παρέμβαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων, της νεοσύστατης τότε Σοβιετικής Ένωσης και των λοιπών βαλκανικών κρατών στην περιοχή, είναι τεκμηριωμένη και εξαντλητικά αναλυμένη. Λιγότερο όμως σαφής είναι η συνολικότερη εικόνα της Ευρώπης και οι νέες δραματικές διεργασίες που εκτυλίχτηκαν την ίδια εποχή. Πράγματι, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος τέλειωσε το 1918 μόνο για τους νικητές – Βρεττανούς, Γάλλους, Αμερικανούς. Στην υπόλοιπη Ευρώπη κατά την περίοδο 1917-1923 η πολεμική κατάσταση συνεχίστηκε καθώς καταλύθηκαν οι παλαιές χερσαίες αυτοκρατορίες – ρωσική, γερμανική, αυστρο-ουγγρική, οθωμανική. Έτσι και αλλιώς, στην τελική του φάση ο Μεγάλος Πόλεμος είχε πάψει να είναι συμβατική σύγκρουση κρατών, είχε διαπλεχτεί με εθνικές, εθνοτικές και ταξικές διεργασίες, με κοσμογονικό γεγονός την μπολσεβίκικη επανάσταση που θα βάλει τη σφραγίδα της στον «σύντομο 20ο αιώνα». Ο χάρτης της Ευρώπης αναμορφώθηκε μέσω διαφόρων μορφών συγκρούσεων, συχνά αλληλεπικαλυπτόμενων. Διακρατικοί πόλεμοι (σοβιετο -πολωνικός, ελληνο-τουρκικός, ρουμανο-ουγγρικός), εμφύλιοι πόλεμοι (Ρωσία, Φιλανδία, Ουγγαρία, Ιρλανδία), επαναστάσεις και εξεγέρσεις εθνικές ή κοινωνικές (Ρωσία, Ουγγαρία, Βουλγαρία, Γερμανία, Τουρκία). Οι νεκροί και οι πρόσφυγες αυτών των συγκρούσεων ήταν περισσότεροι από όσο στον καθαυτό Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (Gerwarth R., Οι Ηττημένοι, εκδ. Αλεξάνδρεια 2018). Ακόμα ριζικότερη ήταν η αλλαγή του χάρτη στη Μέση Ανατολή μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη συγκρότηση του τουρκικού έθνους-κράτους.

Τα Βαλκάνια, όπου οι πολεμικές συγκρούσεις ξεκίνησαν ήδη από το 1911-13, δυσφημίστηκαν με αλαζονική περιφρόνηση από ευρωπαίους πολιτικούς και δημοσιογράφους της εποχής, ως περιοχή εγγενούς βίας και πρωτογονισμού. Αυτό όμως που συνέβαινε στην Ευρώπη και στον Κόσμο ήταν μια ιστορική τομή με ανάλογα χαρακτηριστικά. Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία, έλεγε ο  Hobsbawm, ότι μετα το 1914 η καμπύλη της βαρβαρότητας πήρε την ανιούσα. Οι πόλεμοι έγιναν αδιανόητα φονικοί, οι άμαχοι πληθυσμοί ήταν τα κυρίως θύματα, ενώ «κανονικοποιήθηκαν» πρακτικές εθνικής εκκαθάρισης, εθνικής «ομογενοποίησης», γενοκτονίας, συστηματικών βασανιστηρίων.

Η επέτειος του 1922 θα δώσει αφορμή για αναδρομές στον τρόπο που η Ελλάδα έδρασε και βίωσε αυτή την ιστορική τομή. Βαλκανικοί πόλεμοι, συμμετοχή στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εθνικός διχασμός, μικρασιατική εκστρατεία, ήττα στον ελληνο-τουρκικό πόλεμο, κύματα προσφυγιάς. Η περίοδο 1911-1923 καθόρισε τη σύγχρονη Ελλάδα. Οι ιστορικοί και οι ειδικοί θα καταθέσουν τη ματιά τους. Όμως ο πολιτικός και ο δημοσιογραφικός κόσμος θα έχουν τη δική τους συμβολή. Το έθεσε εύστοχα η θρακιώτισσα Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου: «οι σιωπές του παρελθόντος γεννούν τις διαφορές του μέλλοντος. Η ιστορική γνώση και παραδοχή είναι μια πράξη γενναιότητας και αυτοσυνείδησης. Αυτήν οφείλει να αναλαμβάνει πρωτίστως και παραδειγματικά η πολιτική τάξη, συμβάλλοντας στον νηφάλιο διάλογο και την κοινή πορεία των εθνών». Στην Ελλάδα, την Τουρκία, στα Βαλκάνια ευρύτερα, είναι δυστυχώς σύνηθες τα ιστορικά τραύματα να γίνονται εργαλεία εθνικιστικής μισαλλοδοξίας και δημαγωγίας. Η όξυνση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων σήμερα ευνοεί την επανάληψη του φαινομένου. Όμως η Ελλάδα, όντας πλέον μια σταθερή ευρωπαϊκή φιλελεύθερη δημοκρατία, δεν πρέπει να το έχει ανάγκη, μπορεί να ανατρέχει στην ιστορία της με ώριμη απόσταση, χωρίς τις υπερβολές της εχθροπάθειας και της αυτοθυματοποίησης. 

Αντιθέτως, αυτό που έχει ανάγκη είναι να θυμηθεί την ικανότητα που έδειξε το ελληνικό κράτος και βαθμιαία η ελληνική κοινωνία να επουλώσει τις πληγές. Με την πολιτική τόλμη του Βενιζέλου μετά την ήττα, με την ασυνήθιστη αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού για την αποκατάσταση των προσφύγων, με τις φωτισμένες πρωτοβουλίες διάσωσης του πολιτισμού και των βιωμάτων τους. Κυρίως όμως με τον δυναμισμό που έδειξαν οι ίδιοι οι πρόσφυγες για να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους, οι περισσότεροι ξεκινώντας από το μηδέν, αντιμετωπίζοντας συχνά την εχθρότητα των ντόπιων, χτίζοντας και μεταμορφώνοντας τις συνοικίες της Αθήνας, του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης και των άλλων πόλεων. Πίσω από αυτές τις καταστάσεις υπάρχει η εποποιΐα των απλών ανθρώπων, η θέληση για ζωή μετά την καταστροφή. Δεν είναι τυχαίο ότι από ότι οι απόγονοί τους, η δεύτερη, η τρίτη και τώρα τέταρτη γενιά, αισθάνονται βαθύτερα την επέτειο του 1922.

Τη μνήμη αυτής της εποποιίας έχουμε ανάγκη σήμερα, καθώς συγκεντρώνουμε τις δυνάμεις μας μετά τη δεκαετή κρίση, για να ανασυνταχθούμε ως έθνος και ως κοινωνία.