Η αύξηση της θερμοκρασίας που σημειώνεται συστηματικά τα τελευταία χρόνια, η μεταβολή στο μοτίβο των βροχοπτώσεων, οι πυρκαγιές και οι πιέσεις που δέχονται οι υδατικοί πόροι στη χώρα μας οδηγούν μοιραία σε ξηρασία, σε υποβάθμιση των γαιών και κατ’ επέκταση στην ερημοποίηση περιοχών. Για τον έλεγχο του φαινομένου, απαιτείται μια εθνική στρατηγική για την ορθολογική και ολοκληρωμένη διαχείριση των υδατικών πόρων.
Η διαχείριση των υδάτων στην εποχή της κλιματικής κρίσης ουσιαστικά αναφέρεται στην έννοια της υδατικής διακυβέρνησης και ενσωματώνει καταρχήν την διαχείριση και προστασία των υδάτινων σωμάτων και υδροσυστημάτων, την διαχείριση υγρών αποβλήτων, πλημμυρών, και μια σειρά από ειδικά θέματα στον τομέα του νερού. «Διακυβέρνηση των Υδάτων» λοιπόν, διότι απαιτείται ένα ολοκληρωμένο στρατηγικό πρόγραμμα για την διαχείριση σε όλες τις κλίμακες, αλλά και για την αντιμετώπιση των διαρκώς αυξανόμενων πιέσεων στη σημερινή εποχή. Το νερό σημαίνει πολλά περισσότερα από την κάλυψη της υδατικής ζήτησης, είναι ο πρωταγωνιστής στο σύμπλεγμα «Νερό-Ενέργεια-Τρόφιμα», και η ασφάλεια του νερού βρίσκεται στον πυρήνα αυτού του «σχήματος», καθώς η ενεργειακή και η επισιτιστική ασφάλεια μπορούν να επιτευχθούν μόνο μέσω της υδατικής ασφάλειας. Στη λογική της ολοκληρωμένης διαχείρισης, η κλιματική κρίση αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα επιρροής, αλλά όχι τον μοναδικό. Οι χώρες που δεν θα το συνειδητοποιήσουν, θα βρεθούν πρώτες αντιμέτωπες με σοβαρά προβλήματα στην εποχή της κλιματικής κρίσης.
Καθώς οι συνολικές ανάγκες σε νερό αυξάνονται, η γενική κατάσταση, ιδίως στις πλέον ευάλωτες περιοχές όπως η Ανατολική Μεσόγειος, δείχνει ότι το υδατικό ισοζύγιο μεταξύ προσφοράς και ζήτησης στις περιοχές όπου συγκεντρώνονται οι περισσότερες δραστηριότητες είναι αρνητικό.
Στην Ελλάδα ειδικότερα, παράγοντες όπως η αστικοποίηση, ο υπερτουρισμός ιδιαίτερα στα νησιά του Αιγαίου, η ανισοκατανομή των βροχοπτώσεων, η εντατική γεωργία, που αποτελεί τον βασικό καταναλωτή νερού (ο γεωργικός τομέας αντιστοιχεί στο 86%, ενώ ενδεικτικά στη Γαλλία το ποσοστό είναι γύρω στο 25%) προκαλούν τεράστιες πιέσεις στους υδατικούς πόρους. Η εικόνα της άνισης ανάπτυξης σε σχέση με την άνιση κατανομή και των αποθεμάτων, όπου οι μεγάλοι χρήστες βρίσκονται κυρίως στις μειονεκτικές από άποψη διαθεσιμότητας νερού ανατολικές και νότιες περιοχές της χώρας, καθιστά επιτακτική τη μελέτη της κλιματικής αλλαγής και των επιπτώσεών της στους υδατικούς πόρους.
Πιο συγκεκριμένα, στην Ελλάδα επικρατεί ένα μοναδικό υδρολογικό καθεστώς:
- Έντονη χωροχρονική ανομοιομορφία στη διαθεσιμότητα των υδάτων. Το μεγαλύτερο μέρος των βροχοπτώσεων συμβαίνει στη Δυτική Ελλάδα (περίπου 1.200 mm/έτος), ενώ στην Ανατολική Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων των νησιών του Αιγαίου και της Κρήτης, οι βροχοπτώσεις είναι σημαντικά μειωμένες (400-700 mm/έτος).
- «Έλλειμμα» από πλευράς διαθεσιμότητας υδατικών πόρων. Σύμφωνα με τον Δείκτη ξηρότητας της UNESCO (βροχόπτωση προς εξατμισοδιαπνοή), η ένταση των φαινομένων ξηρασίας είναι εμφανής σε περιοχές της Νοτιοανατολικής Ελλάδας και των νησιών του Αιγαίου.
- Η κλιματική αλλαγή αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά βασικές υδρολογικές μεταβλητές, όπως οι βροχοπτώσεις και η εξατμισοδιαπνοή, με αποτέλεσμα οι μεταβολές στον υδρολογικό κύκλο να γίνουν ακόμη πιο σημαντικές στο μέλλον.
Ειδικότερα, η Κλιματική Αλλαγή στην Ελλάδα:
- Αναμένεται να προκαλέσει αύξηση της θερμοκρασίας για όλους τους μήνες του έτους, με συνεχώς αυξητικές τάσεις με την πάροδο του χρόνου.
- Μεγαλύτερη αύξηση τους θερινούς μήνες και τον Σεπτέμβριο, προμηνύοντας μεγαλύτερες ξηρές περιόδους το καλοκαίρι και άρα αυξημένες υδατικές ανάγκες.
- Μείωση των βροχοπτώσεων, ειδικά το καλοκαίρι, με εξαίρεση ορισμένους μήνες (κατά τη διάρκεια του χειμώνα, Ιανουάριος – Μάρτιος, +22%).
- Και βάσει αυτών, τα υδρολογικά μοντέλα εκτιμούν: μείωση της εδαφικής υγρασίας, και μείωση της απορροής κατά τόπους μέχρι και κατά 40%.
- Επιδείνωση της συχνότητας και της δριμύτητας των πλημμυρών, της ξηρασίας και της λειψυδρίας, και τέλος, η πιθανή αύξηση του κινδύνου για την εγγυημένη παραγωγή ενέργειας και νερού από τους υδροηλεκτρικούς σταθμούς της χώρας.
Υπάρχουν επίσης επιπτώσεις για την ποιότητα των υδάτων, όπου η υποβάθμιση συνδέεται με περιβαλλοντικές επιπτώσεις στο οικοσύστημα. Η υποβάθμιση της ποιότητας των υδάτων παρατηρείται πιο άμεσα και έντονα στους επιφανειακούς υδατικούς πόρους. Επιπλέον, η περιορισμένη διαχείριση των υπόγειων υδάτων, η οποία αντανακλάται μέσω των σχεδίων διαχείρισης υδάτων, στο πλαίσιο εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2000/60, δείχνει μακροχρόνια πτώση των επιπέδων των υπόγειων υδάτων και μείωση των αποθεμάτων των υπόγειων υδροφορέων. Τα παράκτια υδροφόρα συστήματα παρουσιάζουν υφαλμύρινση, ενώ η ρύπανση από νιτρικά αγροτικής προέλευσης αποτελεί σοβαρό πρόβλημα.
Το καθεστώς των βροχοπτώσεων στην Ελλάδα δεν βοηθάει προς την κατεύθυνση της προστασίας. Σε περιοχές με χαμηλές βροχοπτώσεις κατά τους θερινούς μήνες, το υπόγειο νερό είναι κρίσιμο για την κάλυψη των υδατικών αναγκών. Και αυτοί οι υπόγειοι υδροφορείς μπορεί να είναι πιο ανθεκτικοί σε σύγκριση με τους επιφανειακούς, αλλά είναι εξίσου ευάλωτοι και απαιτούν αποτελεσματική διακυβέρνηση και ολοκληρωμένη διαχείριση.
Την επίδραση αυτή στο υδατικό δυναμικό από τη μεταβολή στο καιρικό μοτίβο, την ανιχνεύουμε δυστυχώς όλο και εντονότερα και όλο και συχνότερα. Το περασμένο έτος είναι ενδεικτικό, καθώς αποτέλεσε ένα από τα ξηρότερα των περασμένων ετών, όπου σε αρκετές περιοχές της χώρας το ύψος βροχής ήταν χαμηλότερο από το μέσο ετήσιο της κλιματικής περιόδου 1991-2000. Το πρόβλημα είναι πιο οξύ στα νοτιοανατολικά της χώρας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Κρήτη, στην οποία η βροχόπτωση παρουσιάζει αποκλίσεις της τάξης του -40%. Εξαίρεση για τα ετήσια ύψη βροχής αποτελεί η περιοχή της Θεσσαλίας, όπου εξαιτίας του Ντάνιελ εμφανίζει πολύ μεγάλη θετική απόκλιση από την μέση κλιματική τιμή της περιοχής (~ +600% για την μηνιαία τιμή του Σεπτεμβρίου 2023). Θετικές αποκλίσεις τέλος υπολογίστηκαν την ίδια περίοδο για την περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας και την Ήπειρο.
Ο περιορισμός των υδατικών πόρων από πλευράς προσφοράς, ως αποτέλεσμα την μείωσης της βροχόπτωσης, σε βαθμό που δεν ικανοποιείται πλήρως η ζήτηση οδηγεί στην εμφάνιση του φαινομένου της λειψυδρίας. Είναι νωρίς για να το πούμε εάν πρόκειται για μια προσωρινή ή μονιμότερη (πολυετή) κλιματική διακύμανση, αλλά η συνθήκη φαίνεται να θυμίζει την περίοδο 1988-1993, με την έντονη υδρολογική ξηρασία, που συνοδεύτηκε από έντονη μείωση των απορροών. Όταν η ξηρασία συνδυάζεται με άλλους παράγοντες (υψηλή κατανάλωση, περιορισμένα έργα ταμίευσης, κλπ.), δύναται να εμφανιστεί ο κίνδυνος λειψυδρίας.
Υπάρχει ανάγκη για Μακροπρόθεσμη πολιτική συνολικής ορθολογικής διαχείρισης σε όλες τις κλίμακες, τόσο των πόρων, όσο και των χρήσεων νερού. Αν και η εμπειρική γνώση των επιπτώσεων των περιβαλλοντικών αλλαγών είναι εμφανής, είναι συχνά δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν με ακρίβεια.
Τα τελευταία χρόνια, πέρα από τη λήψη μέτρων για τον μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, έχει εμφανιστεί και η έννοια της προσαρμογής. Ως προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή νοείται η λήψη μέτρων με στόχο τον περιορισμό των προβλεπόμενων επιπτώσεων της.
Πρώτα απ’ όλα, αυτή η κατάσταση απαιτεί την αξιοποίηση μη συμβατικών υδατικών πόρων, όπως τα επεξεργασμένα νερά των βιολογικών καθαρισμών και τα υφάλμυρα νερά. Πρέπει να περάσουμε από το management στο governance, με σωστή διαχείριση και ακριβή υπολογισμό των αποθεμάτων, όπως προτείνει η UNESCO. Η εξοικονόμηση νερού, η επεξεργασία λυμάτων και η ενσωμάτωση του νερού στην κυκλική οικονομία είναι απαραίτητα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Το Ισραήλ αποτελεί παράδειγμα καλής πρακτικής, όπου καθημερινά περίπου 300.000 κυβικά μέτρα νερού εμπλουτίζουν τον υδροφόρο ορίζοντα, αλλά και η ΕΕ προωθεί πλέον την Επαναχρησιμοποίηση του νερού για γεωργική άρδευση, ως την ευνοϊκότερη για το περιβάλλον από τις εναλλακτικές μεθόδους παροχής νερού, όπως είναι η μεταφορά νερού ή η αφαλάτωση.
Η διαχείριση των υδατικών πόρων είναι κρίσιμη για την οικονομική ανάπτυξη, την προστασία των οικοσυστημάτων και τη δημόσια υγεία. Μέσω ολοκληρωμένων και βιώσιμων προσεγγίσεων, μπορούμε να διασφαλίσουμε την ανθεκτικότητα των υδατικών πόρων για τις σημερινές και μελλοντικές γενιές. Και τι μπορούμε να κάνουμε; Εδώ είναι ένα γενικό πλαίσιο δράσης:
- Αξιολόγηση Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής, συμπεριλαμβανομένων των αλλαγών σε βροχοπτώσεις, θερμοκρασία και της επίδρασης αυτών στον υδρολογικό κύκλο.
- Αξιολόγηση της υπάρχουσας χωρητικότητας των ταμιευτήρων, λαμβάνοντας υπόψη την ποσότητα των φερτών υλών (που λόγω ξηρασίας και πυρκαγιών ενισχύεται), τις απώλειες εξάτμισης και τις αλλαγές στην απορροή.
- Ανάπτυξη μοντέλων για προσομοίωση εισροών (υδρολογική μοντελοποίηση) στους ταμιευτήρες υπό διάφορα κλιματικά σενάρια.
- Εντοπισμός κινδύνων για τους ταμιευτήρες λόγω κλιματικής αλλαγής, όπως ξηρασίες και ακραία καιρικά φαινόμενα, και η διερεύνηση διαφόρων σεναρίων όσον αφορά τη μελλοντική ζήτηση νερού.
- Εξερεύνηση στρατηγικών προσαρμογής όπως η αύξηση χωρητικότητας, η εξοικονόμηση νερού και η επένδυση σε εναλλακτικές πηγές νερού, ιδίως για τη νησιωτική χώρα και τις περιοχές με υδατικό έλλειμα.
- Προώθηση συντονισμένων διαδικασιών διαχείρισης του νερού που περιλαμβάνουν πολλούς τομείς, λαμβάνοντας υπόψη κοινωνικούς, οικονομικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες.
- Αξιολόγηση των υφιστάμενων πολιτικών και προτάσεις για βελτιώσεις που θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητα και τη δίκαιη κατανομή του νερού σε όλους τους τομείς.
Ωστόσο, θα ήθελα να επισημάνω ορισμένες πιο συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές για την χώρα μας, οι οποίες είναι γενικά σε συμφωνία με αυτές που προτείνει η Οικονομική & Κοινωνική Επιτροπή της Ελλάδος.
- Περαιτέρω σχεδιασμός μιας ολιστικής πολιτικής για τα ύδατα, μέσα από τη λειτουργία ενός Κεντρικού Φορέα Διαχείρισης Υδατικών Πόρων.
- Επιβολή των νόμων για την υδρομάστευση. Η καταπολέμηση των παράνομων γεωτρήσεων και η μείωση της ρύπανσης των υδάτων πρέπει να είναι προτεραιότητα για κάθε περιοχή.
- Βελτίωση της αποδοτικότητας του αρδευτικού νερού. Συνολικά, η αλλαγή των μεθόδων άρδευσης είναι επιτακτική, με την εφαρμογή πιο αποδοτικών νέων τεχνολογιών/έξυπνων συστημάτων, καθώς τα συμβατικά συστήματα άρδευσης έχουν αποδείξει ότι χάνουν περισσότερο από το μισό του νερού που διοχετεύουν στη γεωργία.
- Ανάπτυξη μιας σύγχρονης Αγροτικής Πολιτικής, η οποία θα συμφωνεί με τη νέα νομοθεσία/ κοινή αγροτική πολιτική. Μια ορθολογική αγροτική πολιτική που τολμά να αποφασίσει ποιες καλλιέργειες προωθούνται πού, με βάση τους διαθέσιμους υδατικούς πόρους και τα συνολικά χαρακτηριστικά κάθε περιοχής.
- Συστηματική παρακολούθηση και χαρτογράφηση των χρήσεων γης και της ερημοποίησης.
- Ανάπτυξη συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης για πυρκαγιές και πλημμύρες.
- Εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση των πολιτών και των αγροτών.
- Βελτίωση των ελλειμματικών υποδομών και εκσυγχρονισμός της διαχείρισης των υδατικών πόρων. Η επένδυση σε ανθεκτικές υποδομές νερού και η υιοθέτηση σύγχρονων πρακτικών παρακολούθησης και διαχείρισης είναι κρίσιμα βήματα για να διασφαλιστεί η ασφαλής πρόσβαση σε καθαρό, αξιόπιστο πόσιμο νερό.
- Ίδρυση Ελληνικού Ινστιτούτου Υδατικών Πόρων, το οποίο θα λειτουργεί και ως Εθνικό Υδρολογικό Δίκτυο, για την ολοκληρωμένη παρακολούθηση των υδρομετεωρολογικών παραμέτρων.
Τελικά, το μέλλον μπορεί να είναι πιο φωτεινό; Καθώς η τελευταία εντύπωση έχει σημασία, ας προσπαθήσουμε να απαντήσουμε με αισιοδοξία.
Ναι, ελπίζουμε. Αλλά απαιτείται μια βαθιά μετασχηματιστική αλλαγή στον τρόπο που διαχειριζόμαστε το κοινωνικό, οικονομικό και περιβαλλοντικό μας οικοσύστημα. Ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός είναι η υιοθέτηση των αρχών της βιωσιμότητας, της κυκλικής οικονομίας και της πράσινης ανάπτυξης με χαμηλό αποτύπωμα άνθρακα σε διάφορες βιομηχανικές δραστηριότητες, τις μεταφορές και άλλους τομείς, μετά την ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών. Φυσικά, απαιτείται σημαντική προσπάθεια και από εμάς, ως άτομα - Πρέπει να αλλάξουμε τη συμπεριφορά μας, να αλλάξουμε τη νοοτροπία μας και να μειώσουμε το υδατικό μας αποτύπωμα—από τη γρήγορη μόδα και την υπερκατανάλωση τροφίμων μέχρι τη σπατάλη νερού σε οικιακό επίπεδο. Μικρά ατομικά βήματα προς ένα πιο βιώσιμο μέλλον μπορούν να κάνουν τη διαφορά. Και είναι απαραίτητο να μετασχηματιστεί ο τρόπος με τον οποίο οι κοινότητες, οι κυβερνήσεις και ο ιδιωτικός τομέας σκέφτονται, εκτιμούν και διαχειρίζονται το νερό. Ανάπτυξη στην εποχή της κλιματικής κρίσης σημαίνει ότι οι πρακτικές που εγγυώνται την ανθεκτικότητα συχνά απαιτούν σημαντικές αλλαγές.