Τις τελευταίες μέρες, μετά το U-turn του Τσίπρα και την προσπάθεια του γιά κλείσιμο συμφωνίας την ύστατη στιγμή γιά να μην διαλυθεί η χώρα, δεν έγραψα τίποτα το πολιτικό, ούτε καν γιά να ασκήσω την αναμενόμενη λεκτική βία πάνω σε ένα εύκολο πιά στόχο, τον ολικά ηττημένο ηγέτη των «Αγανακτισμένων» που προσπαθούσε να γίνει πρωθυπουργός της Ελλάδας με προαγωγή στο πεδίο της μάχης, ξέπνοος μα (όπως αποδείχθηκε) αποφασισμένος, κάτι που καλωσορίζω και σε κάποιο βαθμό σέβομαι (όχι το πρόσωπο, μα την ανάληψη μίας μεγάλης ευθύνης).
Η συμφωνία που υπέγραψε ο Τσίπρας ολοκληρώνει τους πεντέμιση μήνες του αντιμνημονιακού πειράματος της «διαπραγμάτευσης» ακριβώς με τον τρόπο που αναμενόταν : την συντριπτική ήττα και παράδοση της κυβέρνησης στον τρομακτικά ισχυρότερο «αντίπαλο», αφού προηγουμένως η χώρα υπέστη τεράστια και πολυεπίπεδη ζημιά, το μέγεθος και το βάθος της οποίας θα γίνει περισσότερο κατανοητό σε προσεχή χρόνο. Και ο τελικός λογαριασμός της ζημιάς είναι σχεδόν επιθυμητός, αν αναλογιστεί κανείς ότι η Ελλάδα βρέθηκε στο χείλος της απόλυτης εθνικής καταστροφής και βίωσε στιγμές που θύμιζαν έναρξη πολέμου, ενώ γιά λίγο ως βασικό σενάριο της επόμενης ημέρας αναδύθηκε η μάχη της επιβίωσης σε συνθήκες Mad Max – μέγα αρνητικό κατόρθωμα σε μία χώρα που πέρσυ τέτοιο καιρό έμπαινε σε ανάπτυξη, μείωνε την ανεργία και ανακτούσε πρόσβαση στις αγορές, μα ένα κατόρθωμα που δεν θα μπορούσε συμβεί χωρίς την βοήθεια και τις επιλογές του ίδιου του ελληνικού λαού.
Το βασικό κέρδος από την επώδυνη διαδικασία είναι ασφαλώς η αποδόμηση του τοξικού διλήμματος «μνημόνιο – αντιμνημόνιο», που αποτέλεσε το προωθητικό καύσιμο στον πρωτόγονο πολιτικό διάλογο (σε επίπεδο υψηλής πολιτικής μα και κοινωνίας) από το 2010 και μετά, το οποίο κατέρρευσε εν μία νυκτί ακριβώς επειδή ήταν πάντα ένα κάλπικο δίλημμα, μία ψευδοκατασκευή χωρίς την παραμικρή επαφή με τα πραγματικά δεδομένα στην Ελλάδα και τον κόσμο γύρω της. Οταν η πραγματικότητα συγκρούεται μετωπικά με την ψευδαίσθηση, είτε η ψευδαίσθηση διαλύεται, είτε το υποκείμενο αποδρά από την πραγματικότητα, κάτι που όμως είναι πολύ πιό δύσκολο και σπάνιο απ’ ό,τι φαντάζεται κανείς, και αποτελεί «επιλογή» μόνο των βαριά ψυχωσικών, όχι των απλώς νευρωτικών (όπως π.χ. οι Ελληνες).
Ως εκ τούτου, η υπόθεση ότι μπορεί η Ελλάδα να παραμείνει στο ευρώ (και κατ’ επέκταση στην Ε.Ε.) και να λαμβάνει χρηματοδότηση χωρίς μνημόνιο και λιτότητα, αρκεί να διαπραγματευτεί σκληρά και να είναι αποφασισμένη να απειλήσει τους δανειστές ότι θα τα τινάξει όλα στον αέρα, δοκιμάστηκε σε πραγματικές συνθήκες και αποδείχθηκε απόλυτα λανθασμένη, οπότε τίθεται πλέον στο αρχείο. Αφού αρχειοθετήθηκε το ψευδές δίλημμα, απομένει τώρα το επόμενο και πιό σκληρό : Ευρώπη και ευρώ vs δραχμή και περιφέρεια. Αυτό, σε αντίθεση με το «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», είναι όμως ένα πραγματικό και θεμιτό ερώτημα, που έχει υπαρκτές πολιτικές, οικονομικές, γεωστρατηγικές και ταυτοτικές προεκτάσεις, και σε αυτό κάποια στιγμή στο μέλλον θα κληθούμε επίσης να απαντήσουμε. Με τους τωρινούς συσχετισμούς πάντως, οι πολιτικοί και οι οπαδοί της «δραχμής και περιφέρειας» θα αναγκαστούν να καταφύγουν σε μία πολύ πιό ακραία, επιθετική και διχαστική ρητορική, συμβατή με τους σχηματισμούς που θα την αγκαλιάσουν (καθαροί φασίστες και ακροαριστεροί επί το πλείστον) που οπωσδήποτε θα βρει αρκετούς συνοδοιπόρους στην Ελλάδα του σήμερα, μα συγχρόνως θα αποξενώσει τους πολύ περισσότερους που ψήφισαν «όχι» ή Σύριζα πηγαίνοντας απλώς μαζί με το κυρίαρχο ρεύμα, χωρίς να αμφισβητούν σοβαρά την θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη ή να επιθυμούν περαιτέρω περιπέτειες στο άγνωστο μετά από μία εξουθενωτική εξαετία. Η σταθερή προτίμηση της μεγάλης μάζας στο ευρώ και η επιθυμία της γιά συμφωνία με τους Ευρωπαίους, όπως αποτυπώθηκε σε όλες τις δημοσκοπήσεις, ακόμα και μετά το μπαϊράκι του «οχι» που οι περισσότεροι θεώρησαν (κακώς, αλλά πιστεύοντας τους όρκους του πρωθυπουργού) ότι δεν θα έχει επιπτώσεις, προς το παρόν δείχνει ότι η δραχμή μέσα σε ένα περιβάλλον μπολιβαριανό ή ισραηλίτικου κιμπούτς υπό πολιορκία δεν προσελκύει παρά ένα μικρό ποσοστό Ελλήνων και δεν είναι καθόλου το μοντέλο γιά χάρη του οποίου ο μέσος ψηφοφόρος ψήφισε Σύριζα και ΑνΕλ.
Μερικά ακόμα παραμύθια που γκρεμίστηκαν με πάταγο :
α) Οι Ευρωπαίοι μπλοφάρουν, αν απειλήσουμε πειστικά θα κάνουν πίσω. Δημοφιλέστατος αντιμνημονιακός μύθος, που ταυτίστηκε ιδιαίτερα με τις θεωρίες που ανέπτυξε ο Βαρουφάκης στην αρθρογραφία του στο Protagon, ο οποίος μύθος παρ΄ότι σε αρκετούς φαινόταν στρατηγικά απλοϊκός, πολιτικά αδιανόητος και οικονομικά σαθρός, δοκιμάστηκε στην πράξη και όπως ήταν φυσικό συνετρίβη. Οι Ευρωπαίοι, και ιδίως οι Γερμανοί, έγινε παραπάνω από σαφές ότι όχι μόνο δεν μπλοφάρουν, αλλά ότι δεν έχουν και κανένα λόγο να το κάνουν, από την στιγμή που ο συσχετισμός δυνάμεων είναι τέτοιος που δεν έχουν να χάσουν σχεδόν τίποτα, ενώ η Ελλάδα ρισκάρει να καταστραφεί. Αυτό είναι πολύ καλό ότι ξεκαθαρίστηκε πέραν πάσης αμφισβήτησης (ιδίως όταν η Μέρκελ συγκάλεσε την σύνοδο των 28) και θα αλλάξει οπωσδήποτε τον εν πολλοίς φαντασιακό τρόπο που σχεδιάζεται η πολιτική στη μνημονιακή Ελλάδα.
β) Οι αγορές θα καταρρεύσουν, το ευρώ θα διαλυθεί, οι χώρες του Νότου θα ακολουθήσουν αν η Ελλάδα χρεοκοπήσει. Και όμως, η Ελλάδα χρεοκόπησε και έφτασε ένα εκατοστό από την έξοδο από το ευρώ, και το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα έμεινε σχεδόν ατάραχο, ενώ η ΕΚΤ δεν χρειάστηκε καν να σκεφτεί να παρέμβει. Η πλήρης και ολοκληρωτική ψευδαίσθηση δύναμης (και μεγαλείου) του αντιμνημονιακού στρατοπέδου στραπατσαρίστηκε αγρίως και σε αυτό το πεδίο, αποδεικνύοντας γιά πολλοστή φορά πως οι βαρετοί και ορθολογιστές Ευρωπαίοι από το 2011 και μετά φρόντισαν και έκαναν τα κουμάντα τους με την μεθοδικότητα και τους χαμηλούς τόνους που τους διακρίνουν, ενόσω οι Ελληνες μεθούσαν με το αντιμνημονιακό κρασί και τις φωνές που τους έλεγαν πως αν συνειδητοποιήσουν την δύναμη τους και πατήσουν πόδι, ως δια μαγείας ο κόσμος θα υποταχθεί στο θέλημα τους «γιά να μην πάθει χειρότερα». Οταν οι Ευρωπαίοι φάνηκε πως είναι απολύτως έτοιμοι να αναμετρηθούν με την όποια πραγματικότητα τους επιφύλασσε η ελληνική έξοδος προκειμένου να προστατέψουν αυτό που οι ίδιοι θεωρούν ως χτισμένο με κόπους γενεών κοινό οικοδόμημα, οι θεωρίες περί των τρισ. που θα χάσουν και δεν θα τολμήσουν έγιναν χαρτοπόλεμος και τις πήρε ο αέρας και κανείς δεν ξανάκουσε ποτέ γιά αυτές.
γ) Η Ελλάδα έχει και άλλες εναλλακτικές. Ενας επίμονος μύθος που στοιχειώνει την αντιμνημονιακή αφήγηση από τα χρόνια του ΓΑΠ και που, όπως ήταν απόλυτα αναμενόμενο, διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη ήδη από τους πρώτους μήνες της κυβέρνησης ΣυριζΑνΕλ. Πολύ απλά, καμμία χώρα εκτός Ευρώπης δεν έχει είτε την οικονομική δυνατότητα (π.χ. Ρωσία) να παράσχει τα τεράστια κεφάλαια που χρειάζεται το είδος της Ελλάδας που οραματίζεται η ελληνική αριστερά, είτε το παραμικρό ενδιαφέρον ή συμφέρον να μπει σε οικονομικοπολιτικό ανταγωνισμό με την Ευρωζώνη γιά χάρη της Ελλάδας (π.χ. Κίνα), είτε την τεχνική/καταστατική δυνατότητα να δανείζει (π.χ. τράπεζα BRICS) με φτηνότερα επιτόκια από τα ευρωπαϊκά μία χρεοκοπημένη χώρα η οποία, σε αυτό το σενάριο, θα είχε μόλις «πιστολιάσει» επιπλέον το ΔΝΤ, την ΕΚΤ και ολόκληρη την Ευρωζώνη. Ακόμα και οι τελείως ψεκασμένοι αυτό το πράγμα πλέον το κατάλαβαν : κανείς, εκτός από τη μισητή Μέρκελ και τα τσιράκια της, δεν έχει τα λεφτά ή το έννομο συμφέρον να μας χρηματοδοτήσει προκειμένου να διατηρήσουμε έστω και ένα μέρος από το προηγούμενο βιοτικό μας επίπεδο, με το ελληνικό κράτος σε σχετικά κανονική λειτουργία. Απολύτως κανείς.
Η κυβέρνηση ΣυριζΑνΕλ ήταν η πρώτη αμιγής αντιμνημονιακή κυβέρνηση, αποτελούμενη εξ ολοκλήρου από άμεμπτους αγωνιστές του «ηρωϊκού αφηγήματος» – κινηματικούς αριστερούς, βετεράνους συνδικαλιστές του δημοσίου, μαχητικούς κομμουνιστές και ακροδεξιούς συνομωσιολόγους εθνικιστές. Απαντες διαπίστωσαν the hard way ότι όσο κι αν φωνάζεις, όσο κι αν τσαμπουκαλεύεσαι, όσο κι αν καλλιεργείς το μίσος κατά του νεοφιλελευθερισμού, των Ευρωπαίων ή αυτού του κόσμου (επειδή «ένας άλλος είναι εφικτός»), το μεγάλο ζήτημα είναι αν είσαι (ή μπορείς να γίνεις άμεσα) πραγματικά ανεξάρτητος και βιώσιμος οικονομικά, ώστε να μην χρειάζεται διαρκώς να ζητιανεύεις προκειμένου να επιβιώσεις. Από την στιγμή που ΔΕΝ διαθέτεις πραγματική απάντηση στο οικονομικό ζήτημα (κι ας λες παντού ότι «οι άνθρωποι είναι πάνω από τους αριθμούς» – αυτά τα λέμε το πολύ ως τις φοιτητικές εκλογές, μετά καλό είναι να τα ξεφορτωνόμαστε ως εντελώς αποπροσανατολιστικά) και ΔΕΝ μπορείς να εγγυηθείς μισθούς-συντάξεις-τρόφιμα-καύσιμα-δημόσια υγεία-αστυνόμευση-εθνική ασφάλεια στον πληθυσμό χωρίς τα λεφτά των ξένων, όσο και να φωνάξεις, όσο κι αν χτυπηθείς, η εξαρτητική σου σχέση είναι αυτή που καθορίζει τις πραγματικές σου δυνατότητες και απολύτως τίποτα άλλο. Η μετατροπή του Τσίπρα και της κυβέρνησης σε «προδότες» επειδή επέλεξαν το προφανές όταν έγινε σαφές (σε εκείνους, γιατί σε εμάς είχε γίνει από χρόνια πριν) πως δεν υπήρχε άλλη επιλογή δείχνει απλώς τον βαθμό ανωριμότητας ενός κομματιού της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και το πόσο βαθιά έχει ενσταλαχθεί η αντιμνημονιακή παραμυθία, ασφαλώς με τεράστια ευθύνη και του ίδιου του Τσίπρα που τώρα αναγκάζεται, κατά πλήρη ιστορική ειρωνία που, ξανά, προβλέψαμε πολλοί, να την υποστεί και να την λουστεί.
Το σημείο καμπής ήταν, ασφαλώς, οι τράπεζες. Το παντελώς ανόητο πλάνο του Βαρουφάκη, που ως το ηλίθιο δημοψήφισμα ακολουθούσε πιστά ο Τσίπρας, έγινε σκόνη όταν έγινε σαφές ότι όχι απλώς τα ΑΤΜ αύριο-μεθαύριο θα στέρευαν εντελώς από ρευστό, αλλά κι ότι οσονούπω ο Ντράγκι θα διέκοπτε τον ELA, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να μπει σε μία φάση άγνωστης διάρκειας χωρίς τράπεζες, χωρίς καθόλου πραγματικό χρήμα και σχεδόν καθόλου συναλλαγματικά αποθέματα εστω και γιά τα ελάχιστα χρειώδη. Ο Τσίπρας κατάλαβε τότε πως η χώρα θα ήταν πλέον όχι απλώς μη κυβερνήσιμη, αλλά μη-χώρα με την τυπική έννοια – κανείς πιά δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί τίποτα σε κανένα, και η ίδια η κυβέρνηση θα αναγκαζόταν πιθανώς είτε να επιβάλλει κάποιο είδος δικτατορίας, είτε να ανατραπεί από κάποιο είδος δικτατορίας. Ξανά, όλα αυτά ήταν πράγματα που από τους «κινδυνολόγους» και «καταστροφολόγους» είχαν επακριβώς περιγραφεί και προβλεφθεί, μα ο Τσίπρας τα είδε μπροστά του έκπληκτος μόλις τα τελευταία 24ωρα. Τουλάχιστον έκανε την σωστή επιλογή, κάτι που γιά μερικούς (και γιά εμένα) δεν ήταν απολύτως αυτονόητο.
Ως προς τους Ευρωπαίους : Παρ΄ότι σκληροί και εντελώς μονοδιάστατοι, από στρατηγική άποψη έφτασαν πιά να πρέπει να λύσουν το πρόβλημα μίας κανονικής επίθεσης εναντίον του ευρωπαϊκού πολιτικού-οικονομικού οικοδομήματος από μία κυβέρνηση που στη διάρκεια της «διαπραγμάτευσης» φαινόταν να κοροϊδεύει ξεδιάντροπα κάθε ευρωπαϊκό πρόσωπο και θεσμό, να απαξιώνει ακατάπαυστα το σύνολο των ευρωπαϊκών πολιτικών και εφαρμοσμένων λύσεων, να απειλεί ευθέως εταίρους αλλά και κοινωνίες (με εξαγωγή τζιχαντιστών!), να παίζει εξαιρετικά ύποπτα γεωπολιτικά παιχνίδια, και να δείχνει διαρκώς πως έχει κάποια κρυφή ατζέντα, ενώ συγχρόνως τα μάτια όλου του κόσμου ήταν στραμμένα πάνω στην Ευρωπαϊκή Ενωση (και κυρίως τη Γερμανία) που προσπαθούσε να βγει μία λύση γιά αυτό το πρωτόγνωρο πρόβλημα μίας ευρωπαϊκής χώρας που προσπαθεί να αποσπάσει χρήματα εκβιαστικά παίζοντας εντελώς έξω από τους κοινούς κανόνες. Αυτή η ελληνική επιλογή (γιατί το χαρτί του συστημικού κινδύνου υπήρξε κεντρική επιλογή του Σύριζα κυρίως) είναι απολύτως φανερό ότι υπήρξε καταστροφική. Οταν ένα απλό οικονομικό ή δημοσιονομικό ζήτημα μετατρέπεται σε ευθεία απειλή γιά το σύστημα, και μάλιστα με μείζον γεωστρατηγικό διακύβευμα, δυστυχώς είθισται οι νικητές να επιβάλλουν ολοκληρωτικά, παραδειγματικά και απόλυτα τις θέσεις τους, ώστε να σιγουρέψουν πως δεν θα έχουν ξανά τα ίδια (από τους ίδιους ή άλλους) γιά ένα αρκετά μεγάλο διάστημα. Εκείνοι που αποφάσισαν να μετατρέψουν τη διαπραγμάτευση σε πόλεμο κόσμων και ιδεών έπρεπε να το γνωρίζουν αυτό πριν κινήσουν γιά το μέτωπο. Το νέο υπερ-μνημόνιο είναι εξαιρετικά σκληρό, αλλά αυτό συμβαίνει όχι επειδή οι δανειστές είναι απάνθρωποι σαδιστές που ηδονίζονται να βλέπουν τους επαναστάτες Ελληνες να βασανίζονται, αλλά γιατί ο τρόπος που χειρίστηκε η ελληνική κυβέρνηση την διαπραγμάτευση απαίτησε πλέον μία ριζική αντιμετώπιση του προβλήματος σε όλα τα επίπεδα, και κυρίως στο πολιτικό. Με άλλα λόγια, η πολιτική διαπραγμάτευση που πάντα ήθελε ο Τσίπρας έφερε αυτό το κεραυνοβόλο και ισοπεδωτικό αποτέλεσμα, που είναι ασφαλώς πολύ χειρότερο από εκείνο που θα έφερνε η τεχνική διαπραγμάτευση με τα κλιμάκια των θεσμών και τους «κατώτερους υπαλλήλους» που τόσο πολύ σνομπάριζαν οι καθεστωτικοί αριστεροί που μας κυβερνούν.
Κάτι τελευταίο, που θα βρούμε μπροστά μας θέλοντας και μη : είναι πιά σαφές ότι ένα μεγάλο τμήμα της νεολαίας στην Ελλάδα εμφορείται από αντιευρωπαϊκά αισθήματα και τείνει να πιστεύει πως η συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση λειτουργεί ως βαρίδι, που δεν επιτρέπει στη χώρα να αγγίξει την πλήρη δυναμική της, την οποία θα προσέγγιζε αν αφηνόταν να κινηθεί «ανεξάρτητη και μόνη» στην διεθνή σκηνή. Πρόκειται γιά μία επίσης μυθική κατασκευή, δυνητικά πολύ επικίνδυνη, που εδράζεται εν μέρει σε μία τελείως ανορθολογική και αστήρικτη θεώρηση των πραγματικών δυνατοτήτων της Ελλάδας, και εν μέρει σε μία ογκώδη άγνοια της ιστορίας του νεοελληνικού κράτους, ακόμα και των όσων συνέβησαν 15-20 χρόνια πριν, που απαγορεύει στους περισσότερους να διαμορφώσουν έστω μία ελάχιστα αξιόπιστη άποψη πάνω στο ζήτημα. Αυτή η θεώρηση αντιμετωπίζει την συμμετοχή της χώρας στην Ε.Ε. και την Ευρωζώνη ως κάτι που με κάποιο ακαθόριστο τρόπο επιβλήθηκε εκ των άνω, ένα είδος παράδοσης της εθνικής κυριαρχίας που συμφωνήθηκε σχεδόν δολίως από «συμφέροντα» και που (προσέξτε το αυτό) δεν έχει προσφέρει τίποτα στην Ελλάδα, αντιθέτως της έχει στερήσει την ανάπτυξη της που, χωρίς την Ε.Ε. και με την δραχμή, θα ήταν ασφαλώς συνεχής και απρόσκοπτη, «όπως στις δεκαετίες του 60 και του 70». Το έντονα συνομωσιολογικό στοιχείο και η εντελώς διαστρεβλωμένη εκδοχή της Ιστορίας είναι πασιφανή, ενώ απουσιάζει εντελώς η αίσθηση του μεγάλου εθνικού επιτεύγματος που η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ε.Ε. και στο ευρώ εξακολουθεί να σημαίνει γιά πάρα πολλούς από τους άνω των 40 που πρόλαβαν την Ελλάδα των υποτιμήσεων, του πληθωρισμού και των πραξικοπημάτων, ή τουλάχιστον πρόλαβαν να ενημερωθούν επαρκώς γιά αυτήν.
Στο σύγχρονο δραχμικό αφήγημα, που ενσωματώνει τον παλιότερο πρωτόγονο αντιδυτικισμό και αντιελιτισμό της εγχώριας αριστεράς μα και της ακροδεξιάς, αλλά και παλαιότατες ιδρυτικές μνήμες του νέου ελληνισμού, οι Ευρωπαίοι γίνονται οι νέοι Αμερικανοί, οι απαραίτητοι «κακοί ξένοι» (δυτικοί πάντα) που μονίμως ευθύνονται γιά όλα τα δεινά των Ελλήνων και προσπαθούν να αλλάξουν «τον τρόπο μας και την ψυχή μας», οι οποίοι πρέπει επιτέλους να «μας αφήσουν μόνους να βρούμε τον δρόμο μας», αναπαράγοντας επιπλέον κατά γράμμα την κλασική εφηβική εξέγερση κατά της εξουσίας των ενηλίκων, που ως συνήθως έχει πάρα πολλά «όχι» μα κανένα συγκεκριμένο «ναι», αφού η κατάφαση, η σύνθεση και η δημιουργία αποτελούν χαρακτηριστικά της ενήλικης ζωής, που στην Ελλάδα δυστυχώς ποτέ δεν έρχεται. Πρόκειται ασφαλώς γιά σημαντική ιδεολογική και εννοιολογική οπισθοδρόμηση, που αναμασά τα πιό στείρα και συντηρητικά στερεότυπα – διάολε, αυτή ήταν πάντα η κοσμοθεωρία της Εκκλησίας! Η απομάκρυνση, λοιπόν, από την Ευρώπη και το πολιτιστικό της πρότυπο (που είναι και εξόχως πολιτικό) αναγκαστικά οδηγεί τους νέους σε μία «συντηρητική ριζοσπαστικοποίηση», που όχι μόνο τροφοδοτεί με ψήφους τους πούρους φασίστες και τους δογματικούς αριστερούς, μα δείχνει να βάζει τις βάσεις μίας προσεχούς κοινωνίας πολύ λιγότερο ανεκτικής και δημοκρατικής η οποία θα γίνεται κατανοητή ως «περισσότερο ελληνική», και πολύ σωστά. Αυτό που ίσως λειτουργήσει σαν αντίβαρο σε αυτό το αφήγημα είναι ότι αφ’ ενός δεν εξυπηρετεί τον πολύ κυνικό υλισμό των σημερινών Ελλήνων, αφ΄ετέρου δεν ενέχει κάποιο θετικό όραμα (π.χ. συμμετοχή στη Ε.Ε., είσοδος στην ΟΝΕ, Ολυμπιακοί Αγώνες κλπ) που όλοι, ακόμα και οι Ελληνες, χρειάζονται γιά να στοιχηθούν πίσω του και να προχωρήσουν συνειδητά σε μία επόμενη ιστορική φάση. Μα ούτε και το μνημόνιο έχει. Για αυτή τη γενιά, πιθανώς ούτε και η Ευρώπη.