Κάπου στο 1965-66, ένα παιδάκι στον Άγιο Νείλο ζηλεύει τους μεγαλύτερους της γειτονιάς που κατεβαίνουν προς το «Καραϊσκάκη» με μια μόνο σημαία, του Ολυμπιακού και τραγούδια για τον Θρύλο.
Από την επόμενη χρονιά, ο πατέρας του, οι θείοι του και κυρίως ο μεγαλύτερος ξάδελφος του, Γιάννης, άρχισαν να τον παίρνουν μαζί τους στο γήπεδο.
Ήταν πάντα λιλιπούτειος κι έτσι έμπαινε μαζί τους στα τουρνικέ, χωρίς εισιτήριο.
Πίστεψε στην ιδέα του Θρύλου. Μεγάλωσε. Φόρεσε την φανέλα του. Ταυτίστηκε με έναν αιώνιο έφηβο.
Δεν πιστεύει πολύ – πολύ. Αλλά ο δαφνοστεφανωμένος κάτι λέει μέσα του. Στην ψυχή του – αν υπάρχει ψυχή…
Ο Γιάννης του έλεγε: «κοίτα αυτόν με το 11, θα γίνει μεγάλος παίκτης». Ήταν ο αμαρτωλός Δεληκάρης. Είχε ακούσει για του «Μπούκοβι την ομαδάρα», αλλά δεν την είχε προλάβει. Είδε όμως την ομάδα του Γουλανδρή – και σ… στον τάφο του Παλοτάι.
Κι αργότερα την ομάδα του Νταϊφά. Γλύτωσε κατά σύμπτωση στην τραγωδία της Θύρας 7. Απογοητεύτηκε που δεν φόρεσε ποτέ τα ερυθρόλευκα ο Χατζηπαναγής. Νόμισε ότι κάτι αλλάζει με το Ντέταρι.
Άντεξε στα πέτρινα χρόνια… Πανηγύρισε με την επιστροφή επί Κόκκαλη. Αισθάνθηκε ασφαλής με τον Βαγγέλη.
Τα χρόνια περνούν. Η ψυχή (είπαμε, αν υπάρχει) μένει κόκκινη.
Εδώ, στο μεγάλο λιμάνι. Στον Πειραιά. Εκεί που βρήκαν έδαφος για να ιδρυθούν δύο ουτοπίες. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και ο Ολυμπιακός!
Χρόνια μας και χρόνια τους πολλά!!!
Πηγή: portnet.gr