1) Ο απαράβατος κανόνας σε αυτού του επιπέδου επισκέψεις είναι πως τα πάντα κινούνται σε ένα συμφωνημένο και καθορισμένο εκ των προτέρων πλαίσιο. Όταν δε προαναγγέλονται ως ιστορικές συνδυάζονται πάντα με κοινές αποφάσεις και εξαγγελίες που συνιστούν καμπή βελτίωσης στις διμερείς σχέσεις.
2) Ουδέποτε οι προσυνεννοημένες συναντήσεις σε κορυφαίο επίπεδο μετατρέπονται σε debate μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες. Οι διαφορές απόψεων συζητούνται πάντοτε στις κατ’ ιδίαν επαφές και όσες απ’ αυτές παραμένουν και μετά, διατυπώνονται δημοσίως με τρόπους που είτε λειτουργούν προωθητικά είτε δε δυσχεραίνουν την περαιτέρω εξέλιξη των σχέσεων.
3) Εκ του αποτελέσματος φαίνεται πως η προετοιμασία της επίσκεψης Ερντογάν κινήθηκε από την ελληνική πλευρά στη βάση της αυταπάτης πως ο Τούρκος Πρόεδρος την είχε ανάγκη ώστε να εξέλθει από τη διεθνή απομόνωση στην οποία έχει βρεθεί το τελευταίο διάστημα και να λάβει χείραν βοηθείας για την επανασύνδεσή του με την Ε.Ε.
4) Στη βάση και αυτής της αυταπάτης ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Πρ. Παυλόπουλος θεώρησε πως αντί της τυπικής προσφώνησης θα μπορούσε να παραδώσει «μαθήματα» στον κ. Ερντογάν και να «τον βάλει στη θέση του» με το καλημέρα της επίσκεψης. Βέβαια, τόσο για την αυταπάτη όσο και για τον προεδρικό χειρισμό είναι απίθανο να μην υπήρξε συνεννόηση με τον (επί δεκαήμερο –προ της επίσκεψης- ταξιδεύοντα) Υπουργό Εξωτερικών.
5) Το μέγεθος της αυταπάτης αποκαλύφθηκε όταν η –εκτός διπλωματικού πρωτοκόλλου- προσφώνηση Παυλόπουλου έλαβε αγέρωχη και ηχηρή απάντηση από τον κ. Ερντογάν, η οποία οδήγησε τον έλληνα Πρόεδρο σε… καλαματιανή υποχώρηση.
6) Το διεξαχθέν διπλωματικό debate σε ζωντανή σύνδεση δεν παραβίασε μόνο τους κανόνες των διεθνών σχέσεων και της διπλωματίας αλλά αποκάλυψε και τις “τρύπες” της “παραδοσιακής” ελληνικής επιχειρηματολογίας. Ναι μεν ο κ. Ερντογάν δημιουργούσε την εικόνα “αναθεωρητικού παράγοντα” όταν ζητούσε τροποποίηση ή επικαιροποίηση της συνθήκης της Λωζάννης. Όμως, η ελληνική εμμονή στον προσδιορισμό της μειονότητας ως μουσουλμανικής, δηλαδή, η καθήλωση στο ‘23 και στους προσδιορισμούς με βάση το καθεστώς των μιλιέτ και η αγνόηση νεώτερων κατακτήσεων του Διεθνούς Δικαίου, δεν περιποιεί ιδιαίτερη τιμή στην ελληνική διπλωματία. Πολύ περισσότερο που ο Ερντογάν την προσδιόριζε σε τρεις συνιστώσες: τουρκική, Πομάκοι και Ρομά και δεν “διεκδικούσε” το σύνολό της.
7) Έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα ήταν ευτύχημα που η εκκίνηση δεν “τίναξε στον αέρα” την επίσκεψη με ότι αυτό θα συνεπαγόταν για τη χώρα, σε μια συγκυρία, μάλιστα, ιδιαίτερα αδύναμης θέσης. Αυτό, βέβαια, κάθε άλλο παρά σημαίνει πως τα αποτελέσματά της ήταν θετικά, όπως προσπαθούν εκ των υστέρων να τα “μπαλώσουν” οι συριζοανευθυνοϋπεύθυνοι.
8) Η αντιπολιτευτική κριτική,βέβαια, είναι άγονη όταν μένει απολκλειστικά στα προφανή και πολύ περισσότερο όταν αναπαράγει “εθνικά στερεότυπα” που καθηλώνουν την εξωτερική πολιτική.
9) Μπορεί τα χρόνια να έχουν περάσει τα χρόνια και η φάση των ευρω-τουρκικών σχέσεων να είναι πολύ διαφορετική αλλά η εξωτερική μας πολιτική επί των ελληνοτουρκικών θα είχε πολλά να κερδίσει αν επανερχόταν στο “πνεύμα του Ελσίνκι”. Εν ολίγοις, στην προσπάθεια μετατροπής των όποιων ελληνοτουρκικών σε ευρωτουρκικά θέματα, στην επαναφορά του Δικαστηρίου της Χάγης ως τελικού κριτή όποιων διαφορών παραμένουν και στην απομάκρυνση από το αδιέξοδο δόγμα “μόνη διαφορά η υφαλοκρηπίδα” και την επανενεργοποίηση των εκ του σύνεγγυς -εφ όλης, σχεδόν, της ύλης- διερευνητικών συνομιλιών. Η απομάκρυνση από το “πνεύμα του Ελσίνκι” που ξεκίνησε στην επταετία Καραμανλή και την πολιτική ακινησίας Μολυβιάτη έχει, ήδη, στοιχίσει αρκετά και πρέπει να αναστραφεί.
10) Κρίσμος και αποφασιστικός παράγοντας για το πλέγμα των ελληνοτουρκικών ζητημάτων είναι το Κυπριακό. Όπως φάνηκε και από τις σχετικές αναπάντητες δηλώσεις Ερντογάν οι ελληνικές ευθύνες είναι μεγάλες τόσο με την απόρριψη του σχεδίου Ανάν από τον Τάσσο Παπαδόπουλο με την ανοχή Καραμανλή όσο και με τον εκτροχιασμό –με πρωτοβουλία Κοτζιά αρχικά- των πρόσφατων συνομιλιών. Ας το αντιληφθούν, επιτέλους, κυβέρνηση και αντιπολίτευση.