Ήταν Γενάρης του 2005 όταν όντας τριτοετής φοιτητής της Φιλολογίας στην άλλοτε κραταιά σε ανθρώπους και ιδέες Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης είχαμε μαζί με μια συμφοιτήτριά μου την ιδέα να προσεγγίσουμε την αδικημένη-παράλογα-ακόμη και σήμερα έννοια της Μελοποιημένης Ποίησης.
Σκεφτήκαμε και τελικά επιχειρήσαμε να προσεγγίσουμε με μια εργασία-έρευνα το κατά πόσον ο στίχος πολλών νεοελληνικών τραγουδιών έχει στοιχεία ποιητικής ή καλύτερα αν όσα τραγουδάμε είναι ποίηση.
Στην εργασία μας μελετήσαμε τραγούδια που έγραψαν κορυφαίοι στιχουργοί και τα οποία έχουν ριζώσει στις καρδιές και τα χείλη των Ελλήνων από το 50 και μετά.
Μες στους πολλούς που πλησιάσαμε άλλοι ήταν καθαρά ποιητές(Καββαδίας, Ελύτης), άλλοι στιχουργοί μεγάλοι(Παπαδόπουλος,Ελευθερίου).
Συνθέτης-στιχουργός-λογοτέχνης όμως, σε μια εποχή που ο όρος τραγουδοποιός δεν ήταν της μόδας, ήταν μόνο ένας: Το όνομα αυτού ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗΣ!
Τον Κουγιουμτζή τον άκουγα από μικρός μέσα σε πολλά αγαπημένα τραγούδια που «έρρεαν σα γάργαρο καθαρό νερό» μέσα στο σπίτι μας. Βλέπετε από παιδί μου άρεσε να παίζω με τους δίσκους βινυλίου της μητέρας μου και με το παλιό, καλοδιατηρημένο πικ- απ μας.
Θυμάμαι ακόμη τον πατέρα μου να τραγουδά πολλές φορές ένα άσμα με πολλά νούμερα και πολλά όπως κατάλαβα αργότερα πολιτικά και κοινωνικά μηνύματα, το «Ήταν πέντε,ήταν έξι,έγινε εφτά….» αλλά και το «Όλα καλά κι όλα ωραία» που πάντοτε μου ανέβαζε τη διάθεση και με γέμιζε αισιοδοξία, καθώς αγνοούσα ως παιδί το τι σήμαινε το «δεν επιτρέπονται οι αναμνήσεις»
Βεβαίως έτσι μέσα από αυτά τα τραγούδια αγάπησα και τη φωνή του κατεξοχήν «κουγιουμτζικού» τραγουδιστή που ως και σήμερα παραμένει αδυναμία μου μεγάλη, του Γιώργου Νταλάρα. Μάλιστα θυμάμαι ακόμη πως όταν ήμουν μικρός και με ρωτούσαν τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις έκλεινα τα μάτια και έλεγα πως θέλω να γίνω «Νταλάρας»!
Έτσι μέσω όλων αυτών των ακουσμάτων αγάπησα τον Κουγιουμτζή χωρίς να το γνωρίζω. Αργότερα σκαλίζοντας τους δίσκους τον έμαθα και προσεγγίζοντάς τον ως φοιτητής τον έμαθα καλύτερα!
Άνθρωπος που συνδύαζε τον καημό της προσφυγιάς και της χαμένης Μικρασίας με την ευγένεια των σπουδαγμένων και ειλικρινά μυημένων στη μουσική κλασικών μουσικών.
Μας μύησε κι εμάς με τα τραγούδια του σ ένα κόσμο καθαρότητας ιδεών, ανθρώπων και αισθημάτων. Γεννημένος στην καρδιά της προσφυγιάς, την Απάνω πόλη, έζησε το μεράκι των Ποντίων, των Μικρασιατών και των τόσων άλλων προσφύγων να ξαναχτίσουν τη ζωή τους και το μέλλον τους στη νέα πατρίδα.
Μεγαλώμένος -ορφανός από πατέρα – από μικρός και εργαζόμενος σε ένα σωρό δουλείες του μεροκάματου και του ποδαριού από παιδί βίωσε το μόχθο και τον αγώνα του εργάτη ή του μεροκαματιάρη απλού ανθρώπου για ένα κομμάτι ψωμί και έγινε κομμάτι της «λαϊκής» ψυχής της Σαλονίκης.
Αγάπησε τη μουσική όσο και τον άνθρωπο κι έτσι όλες αυτές τις θύμησες που κουβαλούσε μέσα στην ψυχή του και το είναι του τις μπόλιασε μοναδικά, μαγικά και εξόχως λυρικά με τις κλασικές μουσικές σπουδές του και το πιάνο κι έφτιαξε τραγούδια σπάνιας αξίας και ύφους!
Στις μουσικές του έσμιξε ο κόσμος του ρεμπέτικου, του λαϊκού και του δημοτικού τραγουδιού με την κουλτούρα των ευρωπαϊκών ρυθμών και της κλασικής μουσικής που τόσο αγάπησε και με χίλια βάσανα κατάφερε να σπουδάσει ο Κουγιουμτζής!
Όπως εξομολογούνταν ο ίδιος μέχρι και σε μαγαζιά κακής ποιότητας αναγκάστηκε να εργαστεί για ώρες ολόκληρες παίζοντας πιάνο μες στη νύχτα για να καταφέρει να σταθεί στα πόδια του κι αυτός και η οικογένεια προσδοκώντας ένα καλύτερο μέλλον.
Αργότερα ήρθε η αναγνώριση: Βραβεία, διακρίσεις, γνωριμίες με σπουδαίους ανθρώπους της μουσικής κι έτσι ακολουθώντας κι αυτός τη μοίρα της πόλης που τον μεγάλωσε, που μια ζωή «εξάγει» στην Αθήνα ταλέντο (αθλητές ,μουσικούς, επιστήμονες, λογοτέχνες) κατέβηκε στην πρωτεύουσα για ένα καλύτερο μέλλον.
Δούλεψε σκληρά για χρόνια. Συνεργάστηκε με σπουδαίους καλλιτέχνες όπως η Αλεξίου, ο Μητροπάνος, ο Πάριος και πολλοί άλλοι. Ξεχώριζε και ξεχωρίζω κι εγώ το ΓΙΩΡΓΟ ΝΤΑΛΑΡΑ, το τρίτο «παιδί» του όπως ο ίδιος έλεγε. Στο Νταλάρα έγραψε και προσέφερε ίσως το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του όπως άλλωστε και κείνος αναγνωρίζει!
Πάνω από το 75% της δισκογραφίας του Κουγιουμτζή ερμηνεύτηκε από το Νταλάρα.
«Εσύ έκανες μάγκα το Νταλάρα» του είπε κάποτε ένας απλός άνθρωπος που το συνάντησε τυχαία κι εκείνος γέλασε με γλύκα και κατανόηση! Γιατί όπως και να το κάνεις κάθε μουσική έχει και μια φωνή που τη ντύνει καλύτερα!
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς: «Όταν ανθίζουν πασχαλιές», «Που ναι τα χρόνια», «Τώρα που θα φύγεις», «Μη μου θυμώνεις μάτια μου», «Ντύλαν Τόμας», «Οι ελεύθεροι κι ωραίοι» και τόσα άλλα! Όλα έχουν τη σφραγίδα του μαγικού ντουέτου Κουγιουμτζής-Νταλάρας που απέκτησε σχεδόν εξ αίματος σχέση.
Ωστόσο η μοναδικότητα του Κυρ-Σταύρου ήταν πως σε αντίθεση με τους πολλούς έμεινε πάντα στην ψυχή ο Σταυράκης της Σαλονίκης. Δε θαμπώθηκε ποτέ από το χρήμα, δεν μεγαλοπιάστηκε ποτέ και ποτέ δεν ξέχασε από που ξεκίνησε.
Πάντα κουβαλούσε το μεράκι και τον καημό της προσφυγομάνας Σαλονίκης κι έτσι όταν είδε που πάει η κατάσταση και πως η Αθήνα πια δεν τον χωρούσε πήρε μια απόφαση κόντρα στο ρεύμα και το υλικό συμφέρον. Γύρισε πίσω στα χώματα που τον γεννήσανε και τον χάλκευσαν ως προσωπικότητα από παιδί.
Περιόρισε τη δισκογραφική του παραγωγή αλλά έμεινε μάχιμος και δημιουργικός μέχρι τέλους.
Έτσι «λευτερωμένος» πια μπόρεσε να ξεδιπλώσει ένα ακόμη ταλέντο του, αυτό του συγγραφέα. Θέλησε να μας αφηγηθεί με την πένα του λογοτέχνη όλες αυτές τις ιστορίες που δε μπόρεσε να μας ντύσει με μουσικές! Όταν διάβασα και μελέτησα τα δυο του λογοτεχνικά «γεννήματα» το «Ανοιχτά παράθυρα με κλειστά πατζούρια» και το «Στα διώροφα έμεναν οι όμορφες» ένιωσα πως στα μάτια μου παρουσιάζεται μια «άλλη» Θεσσαλονίκη. Πως ένα αόρατο χέρι-το μαγικό χέρι του Κουγιουμτζή- με παίρνει και με ξεναγεί σε μια πόλη που μέχρι τότε δεν ήξερα, σε γειτονιές που δεν είχα περπατήσει και σε ιστορίες απλών ανθρώπων ενός άλλου καιρού. Ίσως μόνο ο Γιώργος Ιωάννου και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος να ύμνησαν σε τέτοιο βαθμό την «καθημερινή» μα άγνωστη για τους πολλούς Θεσσαλονίκη.
Ίσως γι αυτό ο Κουγιουμτζής να θέλησε να γυρίσει! Για να ξαναζωντανέψει και να πλάσει δημιουργικά όλες αυτές τις ιστορίες που χε μέσα του. Στη μουσική πάλι βοήθησε νέους ανθρώπους δείχνοντάς τους το δρόμο και δίνοντάς τους ευκαιρία να τον τραγουδήσουν!
Παντελής Θεοχαρίδης, Παναγιώτης Καραδημήτρης, Δημήτρης Νικολούδης, Μανώλης Χατζημανώλης , Μιχάλης Παπαζήσης και η κόρη του Μαρία έντυσαν μαζί φυσικά με το Γιώργο Νταλάρα τους τελευταίους «εν Θεσσαλονίκη» δίσκους του.
Για να ξαναπιάσω το μίτο της ιστορίας από την αρχή είχα προγραμματίσει να τον συναντήσω για να του ζητήσω να με συμβουλέψει για τη Μελοποιημένη ποίηση.
Ήξερα πόσο αγαπούσε και τους νέους και την επιστήμη μας τη Φιλολογία….
Δυστυχώς όμως ακόμη και το «μεγάλο» ταξίδι του έμελλε προς μεγάλη μου ατυχία να συνοδευτεί με ένα από τα τραγούδια του:
«Θα ’ταν 12 του Μάρτη,
μεσημέρι Κυριακής,
τότε που ’φευγες στρατιώτης
μ’ ένα τρένο της γραμμής.»
Τραγουδούσε μελωδικά η Χαρούλα σ έναν εξαιρετικό του δίσκο που γράψε για κείνην.
12 του Μάρτη κι ενώ βρισκόμουν στην Κέρκυρα έμαθα πως κίνησε για τ’άστρα ο κυρ Σταύρος πριν τον προλάβω!
«Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ορφάνεψε» είπαν πολλοί βιαστικοι, «το τραγούδι έχασε έναν σπουδαίο συνθέτη» είπαν τα δελτία…
Εγώ ολοκλήρωσα λίγο καιρό αργότερα την εργασία μου και όταν βαθμολογήθηκε με «Άριστα» νοητά του την αφιέρωσα και πάντα όταν πλέον την παρουσιάζω σε διαλέξεις και εισηγήσεις νοητά του τη στέλνω σαν «πουλί» -που τόσο αγαπούσε-στον ουρανό μαζί με την αγάπη μου για να τον συντροφεύει.
Όσο για την πόλη και τη χώρα…ΚΕΡΔΙΣΑΝ ΠΟΛΛΑ από το «πέρασμα» του Κουγιουμτζή απ τα μέρη μας!
10 χρόνια μετά ο ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗΣ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ Επίκαιρος και Ζωντανός στις ψυχές και τις καρδιές μας…Με τα τραγούδια του, τις σκέψεις του και τη ζεστασιά του.
Υ.Γ. Λείπει πολύ από την πατρίδα μας και την κοινωνία μας ο κυρ Σταύρος σκέφτομαι.
Αν ζούσε σήμερα…
Κι άλλοτε πάλι λέω πως σε τέτοια εποχή αναισθησίας, ξεπεσμού και κρίσης αξιών και ανθρώπων πιο πολύ θα θύμωνε και θα λυπούνταν…Δε θ άντεχε τέτοια ΑΞΙΑ σε μια εποχή μιζέριας και παρακμής. Τι από τα δυο ισχύει; Κανείς δεν ξέρει!