… Ξανά να υφίστασαι αυτό που δεν μπορείς να αποφύγεις

Εύη Δεληπέτρου 19 Ιαν 2013

Την προηγούμενη εβδομάδα δημοσιεύτηκε η έρευνα της Public Issue και πολλοί αναθάρρησαν και κάποιοι έσπευσαν να μιλήσουν για διαφαινόμενη αισιοδοξία, αλλά πιο σωστό θα ήταν να το θέσουμε ως αύξηση του ποσοστού αυτών που έχουν ξεφύγει από το θυμό ή/και την απελπισία και προσπαθούν να κρίνουν και να αντιμετωπίσουν την κατάσταση με ψυχραιμία. Στην μέχρι τώρα ανθεκτική σε τρικυμιώδη νερά κυβερνητική συνεργασία, στην προσήλωση και γι’ αυτό επίτευξη του στόχου της παραμονής στην ευρωζώνη και τη συνακόλουθη, έστω και μικρή, βελτίωση της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό θα πρέπει να πιστωθούν τα ευρήματα της συγκεκριμένης έρευνας. Εντυπωσιακό το πώς μια σκληρά δοκιμαζόμενη κοινωνία, όπως η ελληνική, επιμένει στην ευρωπαϊκή προοπτική, θεωρώντας την Ευρώπη ελπίδα και προοπτική, γνωρίζοντας παράλληλα ότι ο ευρωπαϊκός δρόμος είναι δύσκολος. Αυτή όμως είναι μόνο η πρώτη ανάγνωση.

Είναι σαφές ότι αρχίζει μια μεταστροφή που μας εισάγει στην αυγή της μεταμνημονιακής εποχής με την ένταση του μνημονιακού/αντιμνημονιακού διλήμματος να μειώνεται και την κυβερνητική συνεργασία να εισέρχεται ή να πρέπει να εισέλθει σε μια δεύτερη φάση. Που είναι και πιο δύσκολη. Είναι η εποχή της συνειδητοποίησης και της επιλογής. Η κρίση είναι μια συνθήκη, η αντιμετώπισή της όμως είναι επιλογή. Η επιλογή αυτή προϋποθέτει συνείδηση, σκοπό (τέλος) και σχεδίασμα. Δυστυχώς τέτοιο κεντροαριστερό συγκεκριμένο σχεδίασμα, σήμερα δεν υπάρχει. Με μία έννοια και η μεταρρυθμιστική αριστερά μεχρι τώρα αυτοπροσδιορίζεται αρνητικά. Επιμένει -καλώς- στην αποτροπή της καταστροφικής προοπτικής εκτός Ευρωζώνης. Αν είναι αλήθεια όμως ότι ο κίνδυνος αυτός έχει πλέον υποχωρήσει, ποια ακριβως ειναι η νέα μεταρυθμιστική ατζέντα για την Ελλάδα εντός Ευρωζώνης, πέρα από τις απαραίτητες εξορθολογιστικές δομικές αλλαγές στο κράτος, που αποτελουν αναγκαία αλλά οχι ικανή συνθήκη για να διαμορφωθεί ένα νέο, βιώσιμο κοινωνικό μοντέλο, μέσα σε καινοφανείς συνθήκες νέας ιστορικής εποχής στην οποία ζούμε τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, αλλά μόλις τώρα αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε και καθυστερημένα να συζητούμε;

Ας μην παρασυρθούμε από τη μεταστροφή που διαφαίνεται από την εν λόγω έρευνα. Η κατάσταση παραμένει εξαιρετικά δύσκολη και όσο περνά ο καιρός χωρίς αποφασιστικές και γενναίες πολιτικές, τομές, μεταρρυθμίσεις και ρήξεις, θα βαίνει επιδεινούμενη. Ο μόνος ενισχυμένος από αυτήν την έρευνα είναι η Ν.Δ. και ο λόγος νομίζω είναι προφανής. Το στρατηγικό της σχεδίασμα για το αύριο, συμπίπτει με το κυρίαρχο και δίνει μια κάποια προοπτική σε μία Ευρώπη, όμως, μεταλλαγμένη, σε μία κοινωνία του ενός και όχι των δύο τρίτων, σε έναν κόσμο όπου το κυρίαρχο μοντέλο δεν θα είναι πια το ευρωπαϊκό, αλλά το κινέζικο… Η ευρωπαϊκή και παγκόσμια κατάσταση -με την οποία δεν πολυασχολούμαστε απορροφημένοι από τα δικά μας- δείχνουν το βάθος και την έκταση προβλημάτων που μας επηρεάζουν και χωρίς την αντίστοιχη κατανόηση και ανάλυση, καμία εγχώρια λύση δεν θα ευδοκιμήσει.

Πώς πράττουν, λοιπόν, οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις και τι προτείνουν;

Η ΝΔ παίρνει βαθιά δημοσκοπική ανάσα και εκμεταλλεύεται με τον καλύτερο τρόπο το θέμα της βίας και των καταλήψεων, πετώντας τη μπάλα σε γήπεδο προνομιακό γι’ αυτήν. Στό βαθμό που θα μπορέσει να προβάλλει ένα πιο σύγχρονο εκσυγχρονιστικό πρόσωπο και να επαναπατρίσει χωρίς ιδιαίτερους τριγμούς αστικά και μικροαστικά στρώματα που ένιωσαν να απειλούνται με εξαφάνιση, πιθανά θα είναι ο ένας ισχυρός πόλος του νέου πολιτικου σκηνικού, διεκδικώντας ποσοστά αρκετά μεγαλύτερα απο τα σημερινά.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί -τουλάχιστον ακόμα- να αποκρούσει τις βαθιές μπαλιές στον κενό χώρο που ο ίδιος δημιούργησε και προσπαθεί να μετατοπίσει το παιχνίδι στο γήπεδο που λέγεται “λίστα Λαγκάρντ”, ενώ παράλληλα, με την αντιμνημονιακή του φαρέτρα να αδειάζει, προσπαθεί σχεδόν σπασμωδικά να βρει λύσεις όχι στα προβλήματα της χώρας, αλλά στο πώς η μετατόπιση μεγάλων κοινωνικών ομάδων και η αντίστοιχη έκφρασή της στις εκλογές, να μην αποδειχτεί ευκαιριακή. Ο Αλέξης Τσίπρας φαίνεται ότι από “πλεονέκτημα”, μετατρέπεται σταδιακά σε “παράγοντα ανάσχεσης” για το κόμμα του. Ο Αντώνης Σαμαράς έχει ακριβώς διπλάσιο ποσοστό από τον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, στην ερώτηση «Ποιος είναι καταλληλότερος για πρωθυπουργός». Παρ’ όλα αυτά, όσο δεν διαμορφώνεται ένα νέο και πειστικό κεντροαριστερό σχέδιο, που να δίνει πραγματική προοπτική, η δεξαμενή των ψηφοφόρων του θα ανατροφοδοτείται από τα ευρύτερα μικροαστικά και εργατικά στρώματα, που η “ανάπτυξη” θα περιθωριοποιεί. Ο κίνδυνος ενός νέου δικομματισμού, ίσως ακόμα πιο ολέθριου απο αυτόν της προηγούμενης τριακονταετίας, με τη Χρυσή Αυγή να προβάλλει ως η μόνη αντι-συστημική δύναμη και να παραμονεύει το επόμενο ατύχημα, φαντάζει ορατός, αν η κεντροαριστερά παραμείνει αυτοπεριθωριοποιούμενη και αυτοϊκανοποιούμενη στη μικρή, πλην τίμια συμβολή στην ανάσχεση πολιτικών, ή στην ταύτιση με την αμετροεπή αυτοϋπεράσπιση πολιτικών και προσώπων που δεν πείθουν κανέναν.

Για τη διαμόρφωση αυτού του σχεδίου, έχουμε υποστηρίξει από αυτές εδώ τις στήλες ότι είναι απαραίτητη και η συγκρότηση της κεντροαριστεράς ως παράταξης και η ουσιαστική συζήτηση, που δεν θα αποκλείει πρόσωπα -εκτός από αυτά που, είτε το κατανοούν είτε όχι, έχουν διαγράψει μια πορεία και κλείσει τον κύκλο τους- και θέματα. Σ’ αυτή τη συζήτηση, a priori αποκλεισμοί δεν νοούνται, όπως δεν νοείται και η εμμονή σε επιβεβαιώσεις δογματικής και η επιβολή με όρους, μηχανισμών, που θα αποφασίζουν για τη συμμετοχή ή όχι στη συζήτηση. Από αυτήν την άποψη, χρήσιμοι και οι προβληματισμοί του Σωτήρη Βαλντέν, όσο κι αν διαφωνούμε με την ουσία του κειμένου του. Το πρόβλημα με αυτό που στην Ευρώπη ονομάζεται “New Left” είναι ότι εξαντλείται σε μία νεο-μαρξίζουσα γενικόλογη καταγγελία της παγκοσμιοποίησης, που είναι μόνο κατ’ επίφαση αριστερή, γιατί δεν προβάλει όραμα και δεν προτείνει πολιτικές που θα ενσωματώνουν κοινωνικές πλειοψηφίες σ’ ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, το οποίο εκτός από κινδύνους, εμπεριέχει και δυνατότητες. Ας μην ξεχνάμε ότι “επαρχία” και “περιθώριο” σημαίνει εν τέλει να υφίστασαι αυτό που δεν μπορείς να αποφύγεις. Και σίγουρα άχρηστα τα επιθετικά -στα όρια του να είναι υβριστικά- σχόλια στο κείμενο του Σ.Β., γιατί ακριβώς συντάσσονται με αυτό που ισχυρίζονται ότι πολεμούν: την προσκόλληση σε λύσεις και απαντήσεις “έτοιμες από καιρό”, την αυτοαναφορικότητα και το κλείσιμο ενός διαλόγου, πριν καλά- καλά προλάβει να ανοίξει. Η συζήτηση σημαίνει πολλαπλότητα και η πολλαπλότητα δεν μπορεί παρά να περιέχει διαφοροποιημένα μέρη.