«’Αλλού χτυπάει το νερό και αλλού βροντάει ο μύλος»

Θόδωρος Τσιάλας 12 Ιουν 2013

Πάντα ένα κείμενο ή παρουσίαση για την αειφορία του υδάτινου πόρου αρχίζει παραθέτοντας κάποια στοιχεία παγκόσμιας κλίμακας. Στόχος είναι να ευαισθητοποιήσει τους αναγνώστες ή το ακροατήριο. Δεν θα αναφέρω κανένα τέτοιο στοιχείο. Άλλωστε, όλοι ξέρουμε ότι η αειφορία του υδάτινου πόρου είναι το ζητούμενο και ότι όσο φτωχότερος είναι ένας λαός τόσο δυσκολότερα έχει πρόσβαση στα απολύτως αναγκαία. Θα ήταν αστείο επίσης να αναφερθώ στον Νείλο, τον Τίγρη, τον Ευφράτη, την Κασπία ή την Αράλη, στους πρώτους δηλαδή ανθρώπινους πολιτισμούς που δημιουργήθηκαν και άνθισαν στις υδάτινες διαδρομές (ποτάμια) ή στις στάσιμες υδάτινες μάζες (λίμνες). Τέλος, ο Θαλής ο Μιλήσιος μάλλον θα έχει κουραστεί διαβάζοντας τόσα χρόνια το όνομά του σε αντίστοιχα κείμενα.

.

Αφορμές για το παρόν κείμενο αποτελούν δύο στιγμιότυπα της επικαιρότητας, εντελώς αντίθετα μεταξύ τους. Από τη μία, η απουσία οποιασδήποτε μορφής δημοσιότητας για τα Σχέδια Διαχείρισης των υδατικών πόρων, κατά την Οδηγία 2000/60 της ΕΕ, τα οποία ολοκληρώνονται από την Ειδική Γραμματεία Υδάτων και, από την άλλη, η συζήτηση / κίνημα για να μην ‘’ιδιωτικοποιηθούν’’ η ΕΥΔΑΠ Α.Ε. και η ΕΥΑΘ Α.Ε., εταιρείες που πολλά χρόνια τώρα λειτουργούν με τις διατάξεις περί ανωνύμων εταιρειών και επίσης είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο. Δεν συζητάμε καθόλου για το πλαίσιο της υδατικής πολιτικής στη χώρα μας (τα Σχέδια αποτελούν το ‘’Σύνταγμα της πολιτείας του νερού’’) και διογκώνουμε μια πτυχή της υπόθεσης. Και όλα αυτά, όταν το νερό δεν είναι πλέον μόνο ένας φυσικός πόρος, αλλά τείνει να γίνει ένας μη ανανεώσιμος φυσικός πόρος, και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται, ιδιαίτερα στη Μεσόγειο.

.

Στόχος του κειμένου είναι να περιγράψει σε αδρές γραμμές την υφιστάμενη κατάσταση όσον αφορά τη διαχείριση των υδατικών πόρων στις δύο βασικές χρήσεις (άρδευση και ύδρευση), να παρουσιάσει τους στόχους-κατευθύνσεις της Οδηγίας Πλαίσιο 2000/60 και των Σχεδίων Διαχείρισης και κατόπιν –με βάση το γενικότερο πλαίσιο– να διατυπώσει κάποιες σκέψεις για την ΕΥΔΑΠ και την ΕΥΑΘ. Εν ολίγοις, να ‘’αποκαταστήσει’’ την κοινή λογική στον τρόπο που πρέπει να διαβουλευόμαστε για τα σημαντικά αυτά θέματα.

.

    .

  1. 1. ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
  2. .

.

Ο μεγάλος «καταναλωτής» υδατικών πόρων είναι η άρδευση. Στα 100 m3 νερού που καταναλώνονται στη χώρα μας, τα 80 τουλάχιστον πηγαίνουν στην άρδευση. Οι πάροχοι της άρδευσης (δηλ. οι φορείς που από τα έργα κεφαλής -λ.χ. τα φράγματα- έχουν την ευθύνη μεταφοράς του νερού στο χωράφι) είναι οι Γενικοί Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων (ΓΟΕΒ), και οι Τοπικοί Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων (ΤΟΕΒ), οι οποίοι είναι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί, που τόσο η θέσπιση όσο και η λειτουργία τους διέπεται από ένα βασιλικό διάταγμα του 1958 (3881/1958) όπως αυτό τροποποιήθηκε με το Ν.Δ. 1218/1972. ΟΙ ΓΟΕΒ και οι ΤΟΕΒ είναι ΝΠΙΔ που εποπτεύονταν από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων μέχρι την εφαρμογή του Καλλικράτη. Τώρα εποπτεύονται από τους Καλλικρατκούς Δήμους.

.

Άρα η πολιτεία κατασκευάζει έργα κεφαλής (φράγματα, πεδία γεωτρήσεων κ.λπ.), στη συνέχεια το νερό μέσω αρδευτικών δικτύων (έργα της πολιτείας επίσης) φτάνει στους γεωργούς. Το νερό τιμολογείται συνήθως με το στρέμμα, αφού δεν υφίστανται υδρόμετρα στην πλειονότητα των δικτύων. Το νερό που καταναλώνεται δεν μετράται και συνεπώς δεν χρεώνεται. Όσο έχουμε, δίνουμε. Όμως για να μην κατηγορούμε τους γεωργούς (σε θέματα που δε φταίνε) πρέπει να σημειώσουμε ότι τα περισσότερα αρδευτικά δίκτυα είναι πεπαλαιωμένα (ανοικτές τάφροι με τεράστιες διαρροές).

.

Σε λίγες περιπτώσεις η ανάκτηση κόστους στην άρδευση υπερβαίνει το 50%. Αυτό σημαίνει χοντρικά ότι αν κάποιος καταναλώνει 100 m3, πληρώνει για 50, χωρίς να χρεώνεται ούτε το περιβαλλοντικό κόστος της καλλιέργειάς του (λιπάσματα, φυτοφάρμακα κ.λπ.), ούτε το κόστος φυσικού πόρου (για περιπτώσεις που ο πόρος είναι ελλειμματικός). Και το κυριότερο: ελάχιστοι γεωργοί ξέρουν πόσο νερό χρειάζεται. Αποτέλεσμα είναι ότι οι ΤΟΕΒ μπαίνουν μέσα και, καθώς η στρεμματική χρέωση είναι μικρή και άρα τα έσοδά τους μικρά, οι εργασίες που πρέπει να κάνουν (π.χ. συντήρηση δικτύων, αποστράγγιση υδάτων κ.λπ.) δεν εκτελούνται. Σταδιακά λοιπόν τα συλλογικά αρδευτικά δίκτυα απαξιώνονται. Αποτέλεσμα είναι αφενός η κατασπατάληση του πόρου, αφετέρου η ατελής άρδευση των καλλιεργειών. Δευτερεύον είναι κατά τη γνώμη μου το ότι σε αρκετούς ΤΟΕΒ οι ταμειακοί έλεγχοι βρίσκουν και ατασθαλίες. Επισημαίνεται επίσης ότι ακόμα και το χαμηλό αντίτιμο της στρεμματικής απόδοσης δεν αποδίδεται πάντα. Οι ισολογισμοί των ΤΟΕΒ λοιπόν, σε αρκετές περιπτώσεις, είναι εικονικοί (βεβαιωθέντα έσοδα, όχι εισπραχθέντα).

.

Εκτός από τη συλλογική άρδευση, υπάρχουν και αναρίθμητες ιδιωτικές αρδευτικές γεωτρήσεις (νόμιμες ή παράνομες), για τις οποίες η Δημόσια Διοίκηση δεν γνωρίζει ούτε τον αριθμό ούτε τις απολήψεις τους.

.

Όσον αφορά την ύδρευση, η κατάσταση είναι καλύτερη. Εκτός από την ΕΥΔΑΠ και την ΕΥΑΘ, πάροχοι ύδρευσης στην υπόλοιπη χώρα είναι οι Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης Αποχέτευσης (ΔΕΥΑ), που έχουν συσταθεί με το Ν. 1069/1980 . Είναι ΝΠΙΔ αρμόδια για τη μελέτη, κατασκευή, συντήρηση, εκμετάλλευση, διοίκηση και λειτουργία των δικτύων υδρεύσεως και αποχετεύσεως ακαθάρτων και ομβρίων υδάτων, καθώς και των μονάδων επεξεργασίας λυμάτων και αποβλήτων της περιοχής αρμοδιότητάς τους. Σήμερα λειτουργούν 200 περίπου ΔΕΥΑ και καλύπτουν με τις παρεχόμενες υπηρεσίες τους (ύδρευση – αποχέτευση – επεξεργασία λυμάτων) 4 εκ. κατοίκους.

.

Παράλληλα, προωθείται η επέκταση των ορίων των ΔΕΥΑ στη διοικητική περιφέρεια των νέων «Καλλικρατικών» Δήμων, ώστε να καλυφθεί ως προς τη χωρική του αρμοδιότητα το σύνολο της διοικητικής περιφέρειας. Η ανάκτηση κόστους ποικίλλει και είναι υψηλότερη σε ΔΕΥΑ μεγάλων ή τουριστικών Δήμων (υπερβαίνει το 80%).

.

Η χρηματοοικονομική ανάκτηση στην ύδρευση (σπάνια γίνεται ανάκτηση του περιβαλλοντικού κόστους και του κόστους φυσικού πόρου) με βάση την ανάλυση και αξιολόγηση των επίσημων καταγραφών εσόδων και δαπανών, όπου γίνονται αναλυτικά, είναι πολύ υψηλότερη από ό,τι στην αποχέτευση και τον βιολογικό καθαρισμό.

.

Σημαντική παράμετρος στην αξιολόγηση των ΔΕΥΑ ως παρόχων πόσιμου νερού στα χρόνια της λειτουργίας τους είναι η κατανόηση του διττού χαρακτήρα τους: από τη μία είναι επιχειρήσεις ιδιωτικού δικαίου, που θα έπρεπε να λειτουργούν με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, και από την άλλη είναι κοινωφελείς επιχειρήσεις που διαχειρίζονται ένα κοινωνικό αγαθό. Ισορροπία δεν υπήρξε, κυρίως λόγω του θεσμικού πλαισίου που έκανε τη ζυγαριά να γείρει υπέρ του δημόσιου χαρακτήρα τους, ακυρώνοντας ως ένα σημείο την ευελιξία και την αποτελεσματικότητά τους. Επιπρόσθετα, ο ιδρυτικός τους νόμος (νόμος κινήτρων) προέβλεψε ένα μη ορθολογικό χρηματοδοτικό καθεστώς, όσον αφορά την εκτέλεση των έργων τους, τα οποία και δαπανηρά είναι και δεν έχουν άμεση απόδοση. Αποτέλεσμα ήταν ο δανεισμός και η υπερχρέωσή τους.

.

Φαίνεται λοιπόν ότι η διαχείριση του πόσιμου νερού στη χώρα μας, από τη ‘’δοξασμένη’’ δεκαετία του 1980 και μετά, προσπαθεί να ισορροπήσει ακροβατώντας μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου.

.

Σημαντική παράμετρος για να κατανοηθεί η υφιστάμενη κατάσταση των υδατικών πόρων, αποτελεί ο τρόπος που γίνονται τα έργα υδροληψίας. Οι αποσπασματικές πολιτικές αποτελούν τον κανόνα: είτε κατασκευάζεται ένα φαραωνικό έργο τύπου Αχελώου, είτε αδειοδοτείται μια ιδιωτική κτηνοτροφική γεώτρηση στην πανέμορφη Ανατολική Λήμνο, ο κοινός παρανομαστής είναι ότι δεν υπάρχει σαφές πλαίσιο στο οποίο να εντάσσεται η παρέμβαση οποιασδήποτε κλίμακας. Απουσιάζει η ολοκληρωμένη διαχείριση σε επίπεδο λεκάνης απορροής. Τα έργα που επιλέγεται να χρηματοδοτηθούν, καθορίζονται περισσότερο από τις δυνατότητες πρόσβασης των ενδιαφερομένων (βουλευτές, δήμαρχοι, κινήσεις πολιτών κ.λπ.) στα κέντρα λήψης των αποφάσεων του πελατειακού κράτους, παρά από τις πραγματικές ανάγκες. Ένα έργο υδροληψίας αποτελεί ‘’λάφυρο’’ για τους βουλευτές και τους δημάρχους, που ‘’κοσμεί την τροπαιοθήκη τους’’ με στόχο να κεφαλαιοποιηθεί στις επόμενες εκλογές. Στο κυρίαρχο αυτό πρότυπο ανθίστανται φιλότιμα αλλά ανεπιτυχώς τις περισσότερες φορές –αφού απουσιάζουν τα κατάλληλα θεσμικά εργαλεία– συνειδητοποιημένοι δημόσιοι υπάλληλοι, ΜΚΟ, κινήσεις πολιτών και, κατά περίπτωση, τα αριστερά κόμματα.

.

Τέλος, εκτός από τον Ασωπό και την Κορώνεια, που αποτελούν την επιτομή της ρύπανσης, όλα τα υδατικά συστήματα της χώρας (πλην ίσως κάποιων εξαιρετικά απομακρυσμένων από ανθρώπινες δραστηριότητες) δέχονται σημαντικές πιέσεις, οι οποίες έχουν σαν αποτέλεσμα τη διαρκώς αυξανόμενη υποβάθμιση των υδατικών συστημάτων. Το οργανωμένο κράτος αδυνατεί να παρακολουθήσει την υλοποίηση των κανόνων που θέτει. Το θεσμικό πλαίσιο (ικανοποιητικό από τη στιγμή που έχει ενσωματώσει τις περισσότερες από τις Κοινοτικές Οδηγίες) καταλήγει να δρα προτρεπτικά και όχι απαγορευτικά, δεδομένου ότι η υλοποίησή του δεν παρακολουθείται από τους αρμόδιους φορείς (υποστελεχωμένες υπηρεσίες, έλλειψη γνώσης, και ενίοτε ανοχή). Όλο και περισσότερα επεισόδια ρύπανσης παρατηρούνται και καταγγέλλονται –και σε αρκετές περιπτώσεις τιμωρούνται οι υπαίτιοι– όμως η κατάσταση δεν βελτιώνεται, αντίθετα, χειροτερεύει. Πέρα όμως από την έλλειψη περιβαλλοντικής ευαισθησίας από μεγάλα κομμάτια πληθυσμού, που ενισχύεται από τις αδυναμίες της Δημόσιας Διοίκησης, η πλέον σημαντική αιτία της διαρκώς αυξανόμενης υποβάθμισης των υδατικών οικοσυστημάτων είναι (για ακόμα μια φορά) η απουσία ολοκληρωμένης διαχείρισης, η αποσπασματικότητα των παρεμβάσεων, οι μη ιεραρχημένοι στόχοι ανάλογα με τα προβλήματα και τις δυνατότητες των εμπλεκόμενων (δημόσια διοίκηση, χρήστες υδατικών πόρων, πάροχοι κ.λπ.).

.

    .

  1. 2. ΟΔΗΓΙΑ ΠΛΑΙΣΙΟ 2000/60 ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ
  2. .

.

Αυτή λοιπόν είναι η κατάσταση των υδατικών πόρων στη χώρα μας, 13 χρόνια μετά την έναρξη εφαρμογής της καινοτόμου Οδηγίας 2000/60/ΕΚ, 10 χρόνια μετά την ενσωμάτωσή της στο Εθνικό Δίκαιο με το ν.3199/2003, 6 χρόνια μετά τη θέσπιση του ΠΔ 51/2007 που εξειδίκευε το νόμο και 3,5 χρόνια μετά την προβλεπόμενη καταληκτική ημερομηνία της Οδηγίας για τη σύνταξη των Σχεδίων Διαχείρισης.

.

Φαντάζομαι ότι η καθυστέρηση ενσωμάτωσης της Οδηγίας οφείλεται στο ότι είχαμε σαν προτεραιότητα την Ολυμπιάδα – η πραγματική αιτία ήταν ενδεχομένως το ότι τα διάφορα Υπουργεία και οι Διευθύνσεις τους δεν συμφωνούσαν ως προς τον καταμερισμό εξουσιών και αρμοδιοτήτων. Στη συνέχεια, μετά το 2004, ο τότε υπουργός Σουφλιάς είχε ως προτεραιότητα την εκτροπή του Αχελώου και συνεπώς θα του δημιουργούσε προβλήματα η εφαρμογή της Οδηγίας. Άλλωστε, με το ν.3481/2006 καταρτίστηκαν Σχέδια Διαχείρισης –ασύμβατα προς τις απαιτήσεις της Οδηγίας– για τις λεκάνες Πηνειού και Αχελώου, ώστε να προωθηθούν τα σχετικά έργα.

.

Μετά το 2009, προχώρησαν με γρήγορους ρυθμούς οι δράσεις εφαρμογής της Οδηγίας, με επιστέγασμα την κατάρτιση των Σχεδίων Διαχείρισης (έχουν εγκριθεί πέντε και αναμένεται να εγκριθούν τα υπόλοιπα εννέα εντός του 2013). Στη χώρα μας, με την απόφαση της Εθνικής Επιτροπής Υδάτων το 2010, καθορίσθηκαν 14 Υδατικά Διαμερίσματα που περιλαμβάνουν 45 λεκάνες απορροής. Εν ολίγοις, ενώ οι προβλεπόμενες δράσεις εφαρμογής της Οδηγίας θα έπρεπε να διαρκέσουν εννέα χρόνια (2000 – 2009), τελικά οι περισσότερες και οι σημαντικότερες από αυτές ‘’στριμώχτηκαν’’ σε μια τετραετία (2010 – 2013).

.

Η Οδηγία 2000/60/ΕΚ (και οι θυγατρικές της) ‘’άλλαξε’’ τη φιλοσοφία της έννοιας ‘’διαχείριση των υδατικών πόρων’’. Στοχεύει στην προστασία των υδατικών οικοσυστημάτων και όχι απλώς στον τρόπο με τον οποίο θα κατανεμηθούν ορθολογικά οι διαθέσιμοι υδατικοί πόροι. Δεν επικεντρώνεται στο πώς θα ικανοποιηθούν οι υδατικές ανάγκες σήμερα και στο εγγύς μέλλον, αλλά στο πώς τα υδατικά οικοσυστήματα θα εξακολουθήσουν μακροπρόθεσμα να είναι σε θέση να ικανοποιούν τις ανάγκες με βάση το διαθέσιμο φυσικό δυναμικό τους και όχι το πώς αναπτύσσονται οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες.

.

Σε αυτή την κατεύθυνση θέτει σαφείς περιορισμούς στον τρόπο που σχεδιάζονται τα υδροληπτικά έργα και ‘’πριμοδοτεί’’ δράσεις εξοικονόμησης υδατικών πόρων έναντι νέων έργων προσφοράς. Παράλληλα επιδιώκει τον προληπτικό έλεγχο της ρύπανσης στην ‘’πηγή των δραστηριοτήτων’’ με στόχο τη μείωση του κόστους επεξεργασίας του νερού. Τέλος, θέτει σαν αρχή το ‘’ο ρυπαίνων πληρώνει’’ με στόχο την πλήρη ανάκτηση του κόστους του πόρου, όχι μόνο ως προς το χρηματοοικονομικό μέρος (επενδύσεις έργων, λειτουργικά έξοδα κ.λπ.) αλλά και ως προς το κόστος φυσικού πόρου και το περιβαλλοντικό .

.

Τελικό προϊόν εφαρμογής της Οδηγίας είναι τα Σχέδια Διαχείρισης στις λεκάνες απορροής ποταμού, τα οποία, αφού καταγράφουν την υφιστάμενη κατάσταση των υδατικών οικοσυστημάτων, τις ανθρωπογενείς πιέσεις που υφίστανται και αναλύσουν οικονομικά τις χρήσεις του νερού, προτείνουν ένα Πρόγραμμα Μέτρων δηλ. τις απαραίτητες εκείνες δράσεις / παρεμβάσεις ώστε να προστατευτούν και να αναβαθμιστούν τα υδατικά οικοσυστήματα. Τα Σχέδια διαχείρισης αναθεωρούνται ανά εξαετία.

.

Τα Σχέδια Διαχείρισης που έχει επιτέλους η χώρα μας περιλαμβάνουν 50 περίπου οριζόντιες δράσεις που θα πρέπει να εφαρμοστούν και στα 14 υδατικά διαμερίσματα σε συνδυασμό με επιμέρους εξειδικευμένες παρεμβάσεις σε καθένα από αυτά. Τα συγκεκριμένα Σχέδια είναι εύλογο να παρουσιάζουν ελλείψεις και παραλείψεις. Θα μπορούσαν να είναι καλύτερα, εάν τα διαθέσιμα στοιχεία ήταν επαρκέστερα, εάν δεν καταρτίζονταν υπό πίεση χρόνου και, κυρίως, εάν είχαν γίνει αντικείμενο ουσιαστικού διαλόγου σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες.

.

Σύμφωνα με την Οδηγία προβλέπονται επαρκέστατες διαδικασίες διαβούλευσης (βασιζόμενες στη συνθήκη του Ααρχους). Οι διαδικασίες αυτές σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν άρτια από την Ειδική Γραμματεία Υδάτων. Όλο το διαθέσιμο υλικό αναρτήθηκε σε ιστοσελίδα με δυνατότητα σχολιασμού. Έγιναν ημερίδες (μία ή δύο) σε κάθε πρωτεύουσα τέως νομαρχιακής αυτοδιοίκησης, συναντήσεις με φορείς τόσο σε κεντρικό όσο και σε τοπικό επίπεδο. Πρωτόγνωρα πράγματα για τα Ελληνικά δεδομένα, που όμως δυστυχώς δεν έτυχαν ‘’θερμής υποδοχής’’. Σε πολύ λίγες περιπτώσεις αποτέλεσαν ‘’σημεία αναφοράς’’ της επικαιρότητας στις τοπικές κοινωνίες (σε κεντρικό επίπεδο καθόλου) και σε ελάχιστες υπήρξαν ουσιαστικές παρεμβάσεις.

.

Τι φταίει άραγε; Κατά την ταπεινή μου γνώμη η υποτίμηση του ρόλου της δημόσιας διαβούλευσης. Περισσεύει η διαμαρτυρία και η καταγγελία, υποκαθίσταται η γνώση από τη γνώμη, κυριαρχεί το αποσπασματικό αίτημα. Τα κυρίαρχα αυτά πρότυπα διαλόγου δυστυχώς ενισχύονται ακόμα και από αριστερά κόμματα, περιβαλλοντικές οργανώσεις και επιστημονικούς φορείς. Εννοείται βέβαια ότι αποτελούν ‘’σήμα κατατεθέν’’ από αιρετούς σε κάθε επίπεδο της κρατικής δομής (περιφερειάρχες, βουλευτές, δήμαρχοι κ.λπ.). Οι κυρίαρχες αυτές συμπεριφορές, εκτός από την απειρία στις απαιτήσεις διαλόγου αυτού του επιπέδου, οφείλονται μάλλον και σε εγγενείς αδυναμίες της παιδείας μας και δεν παρουσιάζονται μόνο σε περιβαλλοντικά θέματα. Η αντιμετώπισή τους απαιτεί χρόνο, κόπο και κυρίως ικανό πολιτικό προσωπικό που θα υπερβεί το πρόσκαιρο πολιτικό κόστος και θα θέσει τους πολίτες προ των ευθυνών τους.

.

Μέχρι όμως να γίνουν αυτά τα ωραία πράγματα, απαιτείται η διαχείριση των υδατικών πόρων να αρχίσει να προσεγγίζει την έννοια ‘’ολοκληρωμένη’’. Να εφαρμοστούν τα Σχέδια, να ξεκινήσει άμεσα η υλοποίησή τους. Υπάρχουν πλέον τα θεσμικά εργαλεία που θα υποστηρίξουν εκείνους τους φορείς που θέλουν να αντιπαρατεθούν στις αποσπασματικές πολιτικές και στα μικροκομματικά ή προσωπικά οφέλη. Απαιτείται να βρεθούν οι πόροι για την υλοποίησή τους, αν θέλουμε να έχουμε καθαρό νερό, αν θέλουμε να προστατευτεί επί της ουσίας το δημόσιο αγαθό. Κάλλιστα θα μπορούσαν να αποτελέσουν ακόμα και μνημονιακές υποχρεώσεις, όπως και άλλες περιβαλλοντικές παρεμβάσεις υποδομής (Κτηματολόγιο, Βιολογικοί καθαρισμοί κ.λπ.). Μέσα από την ανασυγκρότηση της δημόσιας διοίκησης πρέπει να στελεχωθούν οι υποστελεχωμένες σήμερα αρμόδιες υπηρεσίες που καλούνται να υλοποιήσουν τα Σχέδια με το κατάλληλο προσωπικό, σύμφωνα με τα οργανογράμματά τους.

.

 

.

    .

  1. 3. ΕΥΔΑΠ Α.Ε. ΚΑΙ ΕΥΑΘ Α.Ε.
  2. .

.

Η ΕΥΔΑΠ ιδρύθηκε το 1980 με το Νόμο 1068/1980 «περί συστάσεως ενιαίου φορέα Ύδρευσης και Αποχέτευσης Πρωτεύουσας», μετά από τη συγχώνευση της Ανωνύμου Ελληνικής Εταιρίας Υδάτων των Πόλεων Αθηνών – Πειραιώς και περιχώρων (Ε.Ε.Υ.) και του Οργανισμού Αποχετεύσεως Πρωτευούσης (Ο.Α.Π.). Το 1999, με το Νόμο 2744/1999 «Ρυθμίσεις θεμάτων της Εταιρείας Ύδρευσης και Αποχέτευσης Πρωτεύουσας και άλλες διατάξεις» η ΕΥΔΑΠ Α.Ε. περιήλθε στη σημερινή της νομική μορφή, καθώς τα κυριότερα πάγια της εταιρίας απορροφήθηκαν από την Εταιρεία Παγίων ΕΥΔΑΠ, παραμένοντας στην ιδιοκτησία του δημοσίου. Στην κυριότητα της Εταιρείας Παγίων ανήκουν τα φράγματα, οι ταμιευτήρες, τα εξωτερικά υδραγωγεία και αντλιοστάσια, καθώς και οι άλλες εγκαταστάσεις που εξασφαλίζουν τη μεταφορά του νερού μέχρι τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας του. Με σύμβαση όμως που υπογράφηκε μεταξύ της ΕΥΔΑΠ και του Ελληνικού Δημοσίου, το Νοέμβριο του 1999, η ΕΥΔΑΠ συνεχίζει να λειτουργεί τα εν λόγω έργα για λογαριασμό της Εταιρείας Παγίων.

.

Τον Ιανουάριο του 2000, η ΕΥΔΑΠ Α.Ε. εισήχθη στην κύρια αγορά του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών. Σημαντικό είναι να αναφερθεί ότι το 2005 ψηφίστηκε ο Νόμος 3429/2005 για τις «Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμούς (Δ.Ε.Κ.Ο.)». Συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις στις οποίες συμμετέχει το Δημόσιο, ανάμεσά τους και η ΕΥΔΑΠ, και είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο, τίθενται εκτός Δημοσίου Τομέα. Ως περιοχή αρμοδιότητας της ΕΥΔΑΠ ορίστηκε η μείζων περιοχή της Πρωτεύουσας, όπως αυτή καθορίζεται στον Ιδρυτικό της Νόμο 1068/1980. Παράλληλα, βάσει του Νόμου 2744/1999, η ΕΥΔΑΠ έχει το αποκλειστικό δικαίωμα της παροχής υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης στη γεωγραφική περιοχή της δικαιοδοσίας της. Το δικαίωμα αυτό είναι ανεκχώρητο και αμεταβίβαστο. Η διάρκεια του δικαιώματος αυτού, που έχει ισχύ 20 χρόνια, καθώς και η ανανέωσή του, ρυθμίζονται από τη Σύμβαση του 1999 που έχει συναφθεί ανάμεσα στο Ελληνικό Δημόσιο και την ΕΥΔΑΠ.

.

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Νόμου 2744/99, με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΥΔΑΠ, καθορίστηκαν τα τιμολόγια των υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης στις διάφορες κατηγορίες καταναλωτών και χρηστών στο πλαίσιο της κυβερνητικής πολιτικής, αρχικά για την περίοδο 2000 – 2004 και κατόπιν ανά πενταετία, ώστε να διασφαλίζεται η εύλογη απόδοση των επενδύσεων της ΕΥΔΑΠ και η χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της με ορθολογικό τρόπο. Ο Κανονισμός Λειτουργίας Δικτύου Ύδρευσης της ΕΥΔΑΠ Α.Ε. (ΦΕΚ 552/Β΄/26-3-2009) και ο Κανονισμός Λειτουργίας Δικτύου Αποχέτευσης της ΕΥΔΑΠ Α.Ε. (ΦΕΚ 846/Β’/6-5-2009) ρυθμίζουν μεταξύ άλλων τις λεπτομέρειες του τρόπου τιμολόγησης των υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης (π.χ. κατηγορίες τιμολογίων, νέες συνδέσεις, μετατροπές κ.λπ.). Σύμφωνα με τον κανονισμό λειτουργίας, η εταιρεία επιδοτείται από το Ελληνικό Δημόσιο για τα έργα συντήρησης.

.

Οι κύριοι μέτοχοι της εταιρείας είναι το Ελληνικό Δημόσιο (ΤΑΙΠΕΔ) με 61.33% και η Τράπεζα Πειραιώς με 10%.

.

Από τα 415 εκ. κ.μ. που διαθέτει η ΕΥΔΑΠ στους καταναλωτές, το 85 % προέρχεται από υδατικά συστήματα άλλων υδατικών διαμερισμάτων (Εύηνος, Μόρνος, Υλίκη). Το 2012, η τιμολογημένη κατανάλωση παρουσίασε αύξηση 0,5% σε σχέση με το 2011, έναντι μείωσης 2,9% που σημειώθηκε το 2011 σε σχέση με το 2010. Η τιμολογημένη κατανάλωση νερού, κατά τα έτη 2009, 2010, 2011 και 2012, ήταν 336.376.522 m3, 334.101.899 m3, 324.444.003 m3 και 326.079.653 m3, αντίστοιχα. Τα έσοδα ανέρχονται σε 0.70 €/m3 από την πώληση ύδατος και σε 1.03 €/m3 αν συνυπολογισθούν τα έσοδα από χρήση υπονόμων. Τα κέρδη το 2012 μετά από φόρους ανήλθαν σε 46,8 εκατ. €, από 26,1 εκατ. € το 2011, σημειώνοντας αύξηση 79,5%.

.

Η Εταιρεία με την επωνυμία «Εταιρεία Ύδρευσης και Αποχέτευσης Θεσσαλονίκης Α.Ε.» ιδρύθηκε το 1998 (Νόμος 2651/2.11.1998 (Φ.Ε.Κ. Α’ 248/3.11.1998) και προήλθε από τη συγχώνευση των Ανωνύμων Εταιρειών «Οργανισμός Ύδρευσης Θεσσαλονίκης Α.Ε.» (ΟΥΘ Α.Ε.) και «Οργανισμός Αποχέτευσης Θεσσαλονίκης Α.Ε.» (ΟΑΘ Α.Ε.). Η εταιρεία είναι εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αθηνών και διέπεται από τις διατάξεις του Κ.Ν.2190/1920, “περί Ανωνύμων Εταιρειών», καθώς και από το Ν. 3016/2002 όπως αυτός τροποποιήθηκε από το άρθρο 26 του Ν.3091/2002. Επίσης υπάγεται στο κεφάλαιο Β’ του νόμου 3429/2009 περί ΔΕΚΟ. Η διάρκεια ζωής της ορίσθηκε στα ενενήντα εννέα (99) έτη, με έναρξη την 3η Νοεμβρίου 1998.

.

Κατά την εισαγωγή της στο χρηματιστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Ν.2937/2001, το κύριο μέρος των Παγίων Περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας μεταφέρθηκε κατά κυριότητα στο νεοσυσταθέν ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΕΥΑΘ Παγίων», άνευ ανταλλάγματος. Με σύμβαση διαρκείας 30 ετών, που υπογράφηκε στις 27-7-2001 μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, της ΕΥΑΘ Παγίων και της ΕΥΑΘ Α.Ε., χορηγήθηκε στην ΕΥΑΘ Α.Ε. το αποκλειστικό δικαίωμα παροχής ύδρευσης και αποχέτευσης στη γεωγραφική περιοχή αρμοδιότητάς της. Με την ίδια σύμβαση, η ΕΥΑΘ Παγίων οφείλει να παρέχει στην ΕΥΑΘ Α.Ε. τις αναγκαίες ποσότητες νερού, έναντι αντιτίμου, για την εξυπηρέτηση των πελατών της (καταναλωτών), η δε ΕΥΑΘ Α.Ε. να μεριμνά για την ορθολογική χρήση του πωλούμενου ύδατος και να καταβάλλει κάθε προσπάθεια για την -όσο το δυνατό- μεγαλύτερη μείωση των διαρροών και απωλειών, μέσω της υλοποίησης του προγράμματος βελτίωσης και ανακατασκευής του δικτύου (ΕΥΑΘ Α.Ε., 2012).

.

Μέχρι το 2001, η τιμολογιακή πολιτική της εταιρείας δεν απηχούσε τον κανόνα κόστους – οφέλους από τις παρεχόμενες υπηρεσίες των πρώην νομικών προσώπων ΟΥΘ και ΟΑΘ, ούτε και ήταν εναρμονισμένη με τη σχέση προσφοράς – ζήτησης του νερού. Το 2001, και πριν από την εισαγωγή της εταιρείας στο Χ.Α., υιοθετήθηκε η νέα τιμολογιακή πολιτική σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2937/2001, που λάμβανε υπόψη το λειτουργικό κόστος της εταιρείας και την υλοποίηση των επενδυτικών προγραμμάτων της. Σύμφωνα με το άρθρο 21 του Ν. 2937/2001, κάθε επόμενη πενταετία, η ΕΥΑΘ οφείλει να αποφασίζει για το μηχανισμό των τιμών ύδρευσης – αποχέτευσης, με τελική έγκριση – κύρωση από τους συναρμόδιους υπουργούς. Έτσι, το Δ.Σ. της ΕΥΑΘ Α.Ε. με την 517/2006 απόφασή του ενέκρινε την τιμολογιακή πολιτική της πενταετίας 2007 – 2011, που κυρώθηκε τελικά με την 11741/29-12-2006 ΚΥΑ των υπουργών Οικονομίας & Οικονομικών και Μακεδονίας – Θράκης (ΦΕΚ 202, Τεύχος Β’, 16/2/2007).

.

Οι βασικοί μέτοχοι της εταιρείας είναι το Ελληνικό Δημόσιο (ΤΑΙΠΕΔ), που κατέχει δικαιώματα ψήφου 26.868.000, ήτοι ποσοστό 74,02%, η SUEZ ENVIRONEMENT, που κατέχει δικαιώματα ψήφου 1.982.870, ήτοι ποσοστό 5,462% και η HMG GLOBETROTTER, που κατείχε δικαιώματα ψήφου 384.062, ήτοι ποσοστό 1,06%. Η τιμή της μετοχής είναι (εκτός από μία εβδομάδα) σταθερά πάνω από το γενικό δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών, από το Νοέμβριο του 2012

.

Σύμφωνα με στοιχεία του 2011, από το υπό διαμόρφωση Σχέδιο Διαχείρισης του υδατικού διαμερίσματος όπου ανήκει η ΕΥΑΘ, το συνολικό χρηματοοικονομικό κόστος για τις διάφορες υπηρεσίες της Εταιρείας (ύδρευση, αποχέτευση, βιολογικός καθαρισμός) ανέρχεται σε 57 εκ. ευρώ. Οι ποσότητες νερού που διατίθενται είναι περίπου 87 εκ. m3 ετησίως εκ των οποίων τα 31 εκ. είναι διαρροές. Το μοναδιαίο κόστος ανά m3 ανέρχεται σε 0.66 €. Τα έσοδα της εταιρείας για το 2011 ανέρχονται σε 68.6 εκ. €, δηλ. 1.23€/ m3, επίπεδο ανάκτησης 121%.

.

    .

  1. 4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ / ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ – ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
  2. .

.

    .

  • O Συμπεράσματα
  • .

  • Η υφιστάμενη κατάσταση των υδατικών πόρων στη χώρα μας μπορεί να χαρακτηρισθεί τριτοκοσμική. Το νερό κατασπαταλιέται  και  ρυπαίνεται από εμάς τους ίδιους, όπως και τα περισσότερα περιβαλλοντικά αγαθά. Το ίδιο ακριβώς γίνεται στον τρίτο κόσμο από τους σύγχρονους αποίκους.
  • .

  • Η ιδιωτικοποίηση του νερού ύδρευσης συντελείται πολλά χρόνια τώρα με τον ιδιότυπο ελληνικό τρόπο. Μιλάμε για κρατικά μονοπώλια με περιορισμένο κοινωνικό έλεγχο, που στόχο έχουν την κερδοφορία χωρίς ανταγωνισμό. Όσον αφορά την άρδευση, ο ιδιότυπος ελληνικός τρόπος έχει οδηγήσει σε χαοτικά φαινόμενα.
  • .

  • Το νερό τιμολογείται κάτω από το πραγματικό του κόστος, ακόμα και στην ΕΥΑΘ και ΕΥΔΑΠ, αφού δεν συνυπολογίζεται όπως πρέπει ούτε το κόστος πόρου ούτε το περιβαλλοντικό. Οι πάροχοι ύδρευσης επιχορηγούνται έμμεσα, από τη στιγμή που το σύνολο των βιολογικών καθαρισμών της χώρας καθώς και έργα αντικατάστασης ή κατασκευής υδρευτικών και αποχετευτικών δικτύων κατασκευάζονται από συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα. Ιδιαίτερα στην άρδευση, η όλη διαδικασία τιμολόγησης αποτελεί σκάνδαλο.
  • .

  • Αν και δεν έλειψαν ποτέ τα θεσμικά εργαλεία, και σχεδόν πάντα ήταν μπροστά από την κοινωνία, δεν απέδωσαν. Πιθανόν επειδή τις περισσότερες φορές έγιναν για να γίνουν (καλύπτοντας κοινοτικές επιταγές και απαιτήσεις), χωρίς να ενδιαφερθεί κανένας από τους νομοθετούντες να τα ‘’περάσει‘’ στον κόσμο, και χωρίς να τα χρησιμοποιήσει κανένας από τους κοινωνικούς φορείς.
  • .

  • Γύρω από το νερό έχουν παραταχθεί κάθε είδους υπερασπιστές του, διαφόρων απόψεων (συνδικαλιστές του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, επιδοτούμενοι αγρότες, νεοφιλελεύθεροι ταλιμπάν των ιδιωτικοποιήσεων, οι περισσότεροι αιρετοί, αντιμνημονιακοί κάθε απόχρωσης κ.λπ.). Θεωρώ ότι οι περισσότεροι χρησιμοποιούν  τη ‘’ρητορική’’ της προστασίας των υδατικών συστημάτων για την προστασία / υπεράσπιση ιδιοτελών συμφερόντων. Όχι κατ’ ανάγκη οικονομικών.
  • .

  • Άστοχο και αποπροσανατολιστικό είναι να συγχέεται η ‘’περαιτέρω ιδιωτικοποίηση’’ του νερού ύδρευσης με τον δημόσιο χαρακτήρα  του πόρου. Δεν εκποιούνται οι πηγές, οι υπόγειοι υδροφορείς και τα ποτάμια. Τη δουλειά που κάνει η ΕΥΑΘ και η ΕΥΔΑΠ θα αναλάβουν κάποιοι ιδιώτες. Αλλού είναι το πρόβλημα. Και μάλιστα όχι στην τιμή, άλλωστε στη χώρα μας το ‘’δωρεάν’’ συνήθως το πληρώνουμε ακριβά (π.χ. υγεία, παιδεία κ.λπ.).
  • .

.

 

.

    .

  • O Προτάσεις
  • .

  • Άμεση υλοποίηση των Σχεδίων Διαχείρισης με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Οποιοσδήποτε πολιτικός και κοινωνικός φορέας, που θέλει με τη δράση του να εγγράψει θετικό πρόσημο στη διαχείριση των περιβαλλοντικών αγαθών, δεν μπορεί παρά να υποστηρίξει και να συμβάλει στην υλοποίησή τους.
  • .

  • Τιμολόγηση του νερού ύδρευσης, με πλήρη ανάκτηση του κόστους του, συμπεριλαμβανομένου του περιβαλλοντικού και του κόστους φυσικών πόρων.
  • .

  • Επανασχεδιασμός από το μηδέν του θεσμικού πλαισίου των παρόχων άρδευσης και σταδιακή προσαρμογή –λαμβάνοντας υπόψη τη νέα ΚΑΠ– της τιμολογιακής πολιτικής στην αρχή ‘’ο ρυπαίνων πληρώνει’’.
  • .

  • Δεν χρειάζεται το κρατικό μονοπώλιο της ΕΥΑΘ και της ΕΥΔΑΠ να αντικατασταθεί από ιδιωτικά μονοπώλια σε αυτήν τη χρονική στιγμή. Ο μόνος λόγος θα ήταν να να κλείσει η τρύπα του χρέους, στόχος διόλου ευκαταφρόνητος. Όχι όμως και επαρκής. Κάθε περιβαλλοντικό αγαθό (καθώς και η διαχείρισή του σε επίπεδο διανομής στους πολίτες) δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται σαν τον ΟΠΑΠ ή σαν περιφερειακό αεροδρόμιο, ιδιαίτερα όταν η ιδιωτικοποίησή του δεν προσθέτει τίποτα στην αειφορία του πόρου. Η δημόσια διοίκηση (με τη σημερινή της δομή) που σχετίζεται με τους υδατικούς πόρους δεν είναι ικανή να ελέγξει τον κάθε ιδιώτη. Επιπλέον, δεν νοείται, ‘’πριν στεγνώσει το μελάνι’’ των πρώτων Σχεδίων Διαχείρισης, η πολιτεία να προχωράει σε αποφάσεις που δεν έχουν καμία σχέση με αυτά. Οι ενδεχόμενες αλλαγές θα πρέπει να γίνουν αφού οι εμπλεκόμενοι φορείς και όλοι εμείς μάθουμε να λειτουργούμε υλοποιώντας (και αποκομίζοντας εμπειρία) από τα Σχέδια Διαχείρισης. Τότε μπορούμε να συζητήσουμε τα πάντα: να ιδιωτικοποιήσουμε πλήρως την ΕΥΔΑΠ και την ΕΥΑΘ, να αναλάβουν οι Δήμοι, να αλλάξει το καθεστώς των δύο εταιρειών κ.λπ. Σήμερα απλώς είμαστε ανώριμοι και τριτοκοσμικοί. Όποιος θέλει να βουλώσει την τρύπα του δημόσιου χρέους με πόρους από το νερό, ας εξετάσει το ενδεχόμενο να πουλήσει τη διαχείριση των έργων του Αχελώου, να διαπιστώσουμε πόσο κοστίζει.
  • .

.

Εν κατακλείδι, παραφράζοντας τη ρήση του Γκάντι ‘’η Γη διαθέτει αρκετά για να καλύψει τις ανάγκες όλων μας, αλλά όχι αρκετά για να ικανοποιήσει την απληστία των λίγων’’ θα έλεγα ότι ‘’το νερό στη χώρα μας είναι αρκετό για όλους, αλλά όχι αρκετό αν αναθέτουμε τη διαχείριση ή την υπεράσπισή του σε τρίτους’’.