Παρά ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα, ή μήπωςδιδάγματα από τις χαμένες ευκαιρίες;

Κώστας Σοφούλης 20 Σεπ 2019

Το τελευταίο βιβλίο του Γιάννη Βούλγαρη (Ελλάδα, μια χώρα παραδόξως νεωτερική) είναι σπουδαίο και διαβάζεται ευχάριστα και «παραδόξως» καθόλου άγονα όπως είναι συνήθως τα ευκολοδιάβαστα κείμενα που αφορούν σημαντικά θέματα. Το βρήκα διπλά σημαντικό και χρήσιμο.

Σημαντικό και χρήσιμο επειδή, αφενός, υπονομεύει τα θεμέλια της άγονης μηδενιστικής κριτικής που ασκείται για την αθλιότητα της σημερινής μας  κατάστασης, μιας κριτικής που θεωρείται πιστοποιητικό αριστεροφροσύνης και βαθέος στοχασμού. Η ευκολοχώνευτη ταξική ερμηνεία της «Ελληνικής καθυστέρησης» εξ αιτίας της απουσίας «εθνικής αστικής τάξης», νομίζω ότι τίθεται οριστικά στο αρχείο από την ανάλυση του Βούλγαρη.

Αφετέρου, σημαντικό και χρήσιμο, επειδή αναγκαστικά οδηγεί τον αναγνώστη να σκεφτεί σοβαρά για την εμπρέπουσα  μέθοδο πολιτικής κριτικής του παρελθόντος που ταιριάζει καλλίτερα στην κοινωνική Ιστορία όταν αυτή αναφέρεται στην Ελληνική περίπτωση. Για  να γίνω σαφέστερος, ο Βούλγαρης εκ των πραγμάτων και προφανώς ακούσια, θέτει το ερώτημα: Αρκεί, άραγε, η μελέτη μας να μας αναδείξει απλώς ως μέλη της κατηγορίας των νεωτερικών κρατών, η μήπως πρέπει, παράλληλα, να εκτιμήσει και την νεωτερική δυναμική της χώρας, ώστε να μπορεί ο πιο ψαγμένος αναγνώστης να κάνει τις προβολές του προς το μέλλον;  Στο βιβλίο του ο ΓΒ μοιάζει να δέχεται ότι αρκεί το ότι η Ελλάδα έχει περάσει τον πήχη, αδιάφορα αν τον πήχη τον έχουμε βάλει λίγο πάνω από ο μηδέν. Δεν είναι, όμως, έτσι. Το πραγματικό ζήτημα δεν είναι ταξινομικό, δηλαδή αν περάσαμε τον πήχη στο ελάχιστο απαιτούμενο για να προκριθούμε, αλλά κυρίως είναι, αν έχουμε την δυναμική να πηδήσουμε ψηλότερα και να μη χάνουμε ευκαιρίες προπόνησης και αγώνων. Γιατί, σε ένα παιχνίδι, κατ’ ανάγκη ανταγωνιστικό όπως είναι οι διεθνείς οικονομικές και πολιτικές σχέσεις, όποιος μένει συστηματικά πίσω, καταδικάζεται να είναι και το πιθανότεροι θύμα του λύκου που καραδοκεί για εύκολο γεύμα.

Τελικά, η συνολική αποτίμησή μου είναι ότι το σημαντικό αυτό βιβλίο αποτελεί μεν πειστική περιγραφή του τι «έγινε» με την μετάβαση της χώρας στην νεωτερικότητα, αλλά η μεθοδολογική οπτική του μάλλον είναι «πολιτικά επικίνδυνη». Θα μπορούσε να είναι διαφορετική; Ασφαλώς. Δηλαδή θα μπορούσε να είναι περισσότερο «δυναμική» ως προς την διάγνωση του προβλήματος που θέτει ο συγγραφέας, ώστε αυτή να συμβάλλει σε μια δημιουργική ενατένιση των ενδεχομένων «εξελίξεων» σε προοπτική. Γιατί, με τον τρόπο που βλέπει το ζήτημα ο ΓΒ, δεν μπορεί κάποιος να γνωματεύσει αν τα πράγματα μπορεί στο μέλλον να γίνουν καλλίτερα από την ταπεινή επανάπαυση στην τελευταία σειρά της  νεωτερικής, και δη μετανεωτερικής λήγκας. Βέβαια, εύλογα μπορεί ο συγγραφέας να αντιτείνει «μα αυτός δεν είναι σκοπός μου στο βιβλίο μου». Διευκρινίζω, λοιπόν, ότι δεν θα απαιτούσα αλλαγή στόχου και σκοπού, αλλά μόνο θα προτιμούσα, για τον ίδιο σκοπό, μια διαφορετική προσέγγιση.

Η οπτική και η μέθοδος του Γιάννη Βούλγαρη είναι, ασφαλώς, «αντικειμενική» ως προς τι περιγράφει, αλλά η ενσωματωμένη στο κείμενο αξιολόγηση αυτού που περιγράφει βασίζεται στη λαϊκή πραγματιστική φιλοσοφία που εκφράζεται στο γνωστό απόφθεγμα «παρά ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα».  Είναι θετικό ότι υπονομεύει αποτελεσματικά την αξιοπιστία του αριστερού αφηγήματος για την ταξική προέλευση της αποδεδειγμένης καθυστέρησης της χώρας, σε σχέση με την ομάδα των ευρωπαϊκών χωρών στην οποία έχει ενταχθεί γεωπολιτικά, αλλά δεν εξηγεί αυτήν την καθυστέρηση με όρους να αφήνουν περιθώρια για μια προοπτική catch-up. Διαβάζοντας επιμελώς το βιβλίο, στο τέλος έμεινε στυφό στο νου μου το διπλό ερώτημα: Θα μπορούσε να ήταν αλλιώς τα πράγματα και τι  μαθαίνουμε από αυτά, για να θρέψουμε μια ρεαλιστική ελπίδα ότι το μέλλον μπορεί να είναι καλλίτερο;

Θα μπορούσε ίσως, ο ΓΒ να εμβαθύνει περισσότερο στην άποψη του για τον γεωπολιτικό προσδιορισμό, ως δρόμο προς το catch-up. Η επισήμανση του παραγνωρισμένου αλλά κρίσιμου αυτού παράγοντα είναι σημαντικό προτέρημα της ανάλυσης του συγγραφέα. Δεν αρκεί, όμως, η επισήμανση. Σημασία έχει, ειδικά στις μέρες μας, η δυναμική του. Μέχρι που μπορεί ο παράγοντας αυτός να οδηγήσει; Ποιες είναι οι ελευθερίες αυτόνομου χειρισμού από την κυβέρνηση τη Ελλάδος του ίδιου παράγοντα; Ποια είναι τα όρια και η εμβέλειά του; Ποιο το ισοζύγιο κόστους/ωφελείας;  Μια τέτοια ανάλυση θα προσφέρει μεταξύ άλλων και αποστομωτική απάντηση στις υπολειμματικές φλυαρίες της μηδενιστικής αριστεράς περί ελληνικού εθνικολαϊκού δρόμου προς την ανάπτυξη και ευημερία.

Δυστυχώς δεν κατάφερα να φτάσω στο Κορακοχώρι για να έχω προσωπική αντίληψη της συζήτησης. Από αυτά που διάβασα, όμως, έμεινα με την εντύπωση ότι οι σπουδαίοι ομιλητές είπαν πράγματι σπουδαία πράγματα, αλλά δεν φώτισαν με νέο φώς αυτό που εγώ θα θεωρούσα ως σημαντικότερο: Εν τέλει, μένουμε στο «παρά ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα», ή μπορούμε να ανεβάσουμε τις φιλοδοξίες μας,  οραματιζόμενοι μια Γιόχανσεν (!) ως πατρίδα. Και αν ναι, τι πρέπει να κάνουμε και κυρίως, τι μπορούμε να κάνουμε